Με το ξέσπασμα των πρωτόγνωρων κινητοποιήσεων για τα Τέμπη, αναζωπυρώθηκε η -γνωστή τουλάχιστον από το 2015- θεωρία του πολιτικού κενού. Σύμφωνα με αυτή, υπάρχει ένα κοινωνικό ρεύμα αντίστασης, το οποίο ωστόσο δεν βρίσκει την αντιστοίχισή του στην πολιτική (κεντρο)αριστερά, με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται η δεξιά κυριαρχία.
Βέβαια, στα αριστερά του πολιτικού φάσματος -όπου και να θεωρούμε ότι αρχίζει και τελειώνει αυτό- υπάρχει μια πληθώρα από πολιτικούς οργανισμούς που θα μπορούσαν να καλύπτουν αυτό το κενό. Η θεωρία του κενού συνεπώς συνοδεύεται αναπόφευκτα από μια ορισμένη (αυτό)κριτική για την ανεπάρκειά της υφιστάμενης αριστεράς – κι αυτό από μόνο του είναι κάτι καλό. Πολύ φοβάμαι ωστόσο ότι συνήθως η κριτική αυτή δεν στρέφεται στις δομές, τις πρακτικές, την υλική σχέση της αριστεράς με την κοινωνία. Ορισμένες φορές μάλιστα δεν αμφισβητεί ούτε καν τις βασικές παραδοχές, τις θέσεις, τον λόγο, αυτό που συμβατικά ονομάζουμε «πολιτική».
Πως ερμηνεύεται σε αυτές τις περιπτώσεις το κενό; Έχω υπόψη μου δύο πιθανές απαντήσεις. Η πρώτη προέρχεται από μέλη μικρών οργανισμών, οι οποίοι πιστεύουν ότι οι ίδιοι τα λένε καλά, αλλά τα μεγάλα κόμματα -που προφανώς δεν τα λένε καλά- καταλαμβάνουν τον χώρο και δεν τους αφήνουν να έρθουν σε επαφή με την κοινωνία· αργά ή γρήγορα όμως, η κοινωνία θα τους βρει και θα αναφωνήσει «μα ναι, αυτοί είναι, αυτοί λεν το σωστό!». Μια δεύτερη, σαφώς λιγότερο μεταφυσική, απάντηση, ξεκινά από το ότι η κοινωνία δεν εμπιστεύεται τα αριστερά κόμματα γιατί είναι πολλά, διασπασμένα και άρα αδύναμα. Αν λοιπόν ενωθούν, ελπίζουμε ότι και θα τα πουν καλύτερα και θα βρουν τα μέσα για να συναντηθούν με τις κοινωνικές αγωνίες. Ανάμεσα στις δύο εκδοχές, βρίσκεται η παραδοσιακή εκδοχή του «ενιαίου μετώπου», όπου οι μικρές οργανώσεις -που τα λεν καλύτερα- θα αξιοποιήσουν την ενότητά τους με τις μεγάλες -που κατέχουν την πρόσβαση- για να έρθουν σε επαφή με τις μάζες και να τις κερδίσουν, εξασφαλίζοντας έτσι την «ηγεμονία» (μια έννοια που κακοπερνά σε αυτές τις θεωρητικές ασκήσεις) μέσα στο μέτωπο.
Απολογούμαι για το ότι η περίληψη κάνει τα πράγματα να μοιάζουν λίγο καρικατούρες, αλλά δεν νομίζω ότι αδικώ ουσιαστικά κάποια από τις παραπάνω πλευρές, οι οποίες εμπεριέχουν στην πραγματικότητα τα πολιτικά σχέδια όλης της -πλην ΚΚΕ- ελληνικής αριστεράς, με σημαντικές βέβαια διαφοροποιήσεις στο πολιτικό πλαίσιο και αντίστοιχα στο εύρος της επιθυμητής ενότητας.
Άλλωστε, δεν υποτιμώ τη θεωρία του πολιτικού κενού. Ομολογώ ότι κι εγώ, όπως όλες μας σχεδόν, έχω καταφύγει σε αυτήν, όταν μετά το ’15 είδαμε ένα δυνητικά πλειοψηφικό κοινωνικό ρεύμα να χάνει κάθε αντιστοίχιση στην πολιτική σκηνή. Στην αρχή νόμιζα ότι αρκεί η ενότητα του μπλοκ του «όχι». Βλέποντας χρόνο με τον χρόνο την απόσταση μεταξύ κοινωνίας και αριστεράς να μεγαλώνει, υποστήριζα ότι η τελευταία θα πρέπει να κάνει όλο και πιο βαθιά αυτοκριτική, όλο και πιο ριζικές αλλαγές για να καλύψει το κενό. Δέκα χρόνια μετά, νομίζω ότι ήρθε η ώρα να αμφισβητήσουμε αυτή την ίδια τη θεωρία του κενού.
Το κόμμα – εκπρόσωπος…
Το πρώτο προφανές πρόβλημα είναι ότι έχει αποτύχει να λειτουργήσει ως πολιτικό εργαλείο· δεν μπορώ να ανακαλέσω ούτε μία περίπτωση όπου ένα κόμμα κατάφερε να καλύψει ένα κενό που προϋπήρχε της προσπάθειάς του, ή αλλιώς να εκπροσωπήσει εκ των υστέρων ένα υπαρκτό κοινωνικό ρεύμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, γιατί σε αυτόν πάει το μυαλό όλων μας, νομίζω ότι μάλλον μεγάλωσε μέσα στο αντιμνημονιακό ρεύμα με το οποίο συνδέθηκε, το διαμόρφωσε και διαμορφώθηκε από αυτό, και τελικά διορίστηκε από αυτό ως το (μόνο διαθέσιμο) κόμμα που θα αναλάβει το καθήκον της κυβερνητικής αλλαγής – ένα καθήκον που η ίδια η κοινωνική πλειοψηφία θεώρησε ως αναγκαίο βήμα για τις αλλαγές που επιδίωκε.
Ο βαθύτερος όμως προβληματισμός μου πηγάζει από το γεγονός ότι η θεωρία του κενού, ενώ ακούγεται ως μια επίκαιρη κριτική, στην πραγματικότητα αναπαράγει μια πολύ πιο παλιά παραδοχή του σοβιετικού μαρξισμού, τη θεωρία της ταξικής εκπροσώπησης. Σύμφωνα με αυτή, κάθε κόμμα εκπροσωπεί μια ορισμένη τάξη ή ταξική μερίδα εντός της πολιτικής σκηνής, δηλαδή εντός της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ενώ η παραδοχή αυτή μοιάζει να αναδεικνύει την προτεραιότητα των κοινωνικών σχέσεων, ανάγοντας την πολιτική (ως «εποικοδόμημα») στην ταξική πάλη (στη «βάση»), ξέρουμε ότι στην πράξη έκανε ακριβώς το αντίθετο: απωθούσε, ή ακόμα καταπολεμούσε, τη δυνατότητα έκφρασης της ίδιας της τάξης, αφού αυτή εκπροσωπούταν επαρκώς από το εκάστοτε κόμμα της. Η (θεωρητική) κατάργηση της αυτονομίας της πολιτικής ως μία διακριτή σφαίρα ανταγωνισμού, οδηγούμε αντιστρόφως στην (πρακτική) κατάργηση της αυτονομίας της τάξης και των κινημάτων της, μέσω της υποταγής τους στο κόμμα. Έτσι, ο κοινοβουλευτικός μηχανισμός, δηλαδή σε τελευταία ανάλυση το αστικό κράτος, ενσωμάτωνε την ταξική πάλη, με τη μεσολάβηση μάλιστα των εργατικών κομμάτων.
Μάλιστα, αυτή η σχέση εκπροσώπησης δεν αποτυπώνει ιστορικά τον πραγματικό τρόπο με τον συγκροτήθηκαν τα εργατικά και κομμουνιστικά κόμματα, τουλάχιστον της 1ης, της 2ης και οριακά της 3ης Διεθνούς. Τα κόμματα αυτά υπήρξαν στην κυριολεξία αυτό που λέει η λέξη: κομμάτι, όχι του αστικού κράτους, αλλά της εργατικής τάξης. Ένα κομμάτι που αποφάσισε, μετά από μεγάλη σχετική συζήτηση, να εισέρθει ανταγωνιστικά στο κράτος, είτε μέσω της αστικής δημοκρατίας, είτε με τη βία, τη στιγμή που άλλα κομμάτια απέρριπταν αυτή την προοπτική. Η ιδεολογία της εκπροσώπησης αναπτύχθηκε εκ των υστέρων, μετά την επικράτηση του σταλινισμού, όταν ένα τεράστιο κόμμα ουσιωδώς αυτονομημένο από την τάξη έπρεπε να επανεφεύρει μια φαντασιακή σχέση μαζί της. Για το σκοπό αυτό επιστρατεύτηκαν οι στριφνές χεγγελιανές διατυπώσεις περί τάξης δι’ εαυτής και τάξης καθ’ εαυτής, και τελικά όλες αυτές οι αντιφατικές ιδέες ενοποιήθηκαν, ως είθισται, από μια ορισμένη κρατική φιλοσοφία: τον επίσημο «διαλεκτικό υλισμό».
…και οι μεταλλάξεις του
Αργότερα, διάφορα ρεύματα του μαρξισμού θέλησαν να υπερβούν τη μεταφυσική μονομέρεια της γραμμικής σχέσης τάξη – κόμμα, και να εντάξουν στην οπτική τους νέα κοινωνικά κινήματα και νέες αντιθέσεις. Τις περισσότερες φορές ωστόσο το έκαναν όχι ακυρώνοντας τη σχέση γραμμικής εκπροσώπησης, αλλά πολλαπλασιάζοντάς την όσες φορές χρειάζεται: το κόμμα (ή εν γένει η αριστερά στις πιο πληθυντικές εκδοχές), δεν είναι πια μόνο εκπρόσωπος της εργατικής τάξης, αλλά και της νεολαίας, των γυναικών, των μεταναστών κοκ. Επειδή όμως αυτές οι νέες κατηγορίες είναι πολύ μεγάλες και αντιφατικές στο εσωτερικό τους για να γίνουν αποδεκτές στην ολότητά τους, απέκτησαν αναγκαστικά εσωτερικούς διαχωρισμούς: της «αγωνιζόμενης νεολαίας», των «διπλά καταπιεζόμενων γυναικών» κοκ.
Μετά τη συντριβή του ’89, τα ηττημένα κομμουνιστικά κόμματα δεν μπορούσαν πια να αυτοχρίζονται εκπρόσωποι της εργατικής τάξης. Αντί όμως και αυτή η κρίση να αμφισβητήσει την παραδοσιακή σχέση πολιτικού ανταγωνισμού και ταξικής πάλης, τα κόμματα προσπάθησαν για μια ακόμα φορά να προσαρμόσουν την πραγματικότητα στις παλιές ιδέες. Κατασκεύασαν λοιπόν νέα, πολύ πιο εύθραυστα, σχήματα εκπροσώπησης, όπου το κόμμα δεν εκπροσωπεί πια σαφείς κοινωνικές οντότητες που παράγονται μέσα από τον κοινωνικό ανταγωνισμό, αλλά αντιπροσωπεύει μια ρευστή συμμαχία μεταξύ πολλαπλών κοινωνικών υποκειμένων. Αυτό, φοβάμαι, μας φέρνει σε μια ακόμα χειρότερη θέση: η εργατική τάξη τουλάχιστον έχει δομές, ιστορία, διαδικασίες, οργανώσεις· δεν διαλύεται εύκολα σε ένα ιδεολόγημα. Όποιο κόμμα θεωρεί ότι την εκπροσωπεί, οφείλει να πληροί ορισμένες προϋποθέσεις. Μια αφηρημένη συμμαχία υποκειμένων ωστόσο ορίζεται κατά βούληση αυτού που (θεωρεί πως) την εκπροσωπεί. Κάθε χωριστό κομμάτι της, κάθε «υποκείμενο» στερείται νοήματος από μόνο του. Το βάρος μετατοπίζεται ακόμα περισσότερο στον διαμεσολαβητή, δηλαδή το κόμμα, και, μέσω αυτού, στο κράτος.
Αντίστοιχα, η πολιτική σκηνή, από ένα θέατρο με ξεκάθαρους ρόλους, μετατρέπεται σε ένα συνεχές φάσμα, αρχικά στο άξονα δεξιά – αριστερά και στη συνέχεια σε όλο και περισσότερους άξονες. Το κάθε κόμμα εισέρχεται σε αυτόν τον προϋπάρχοντα, ομοιογενή χώρο, καταλαμβάνοντας μια περιοχή, και η «στρατηγική» του ορίζεται από την κατεύθυνση στην οποία θα κινηθεί και άρα ποια όμορα κόμματα θα πιέσει. Αν κάποιο κόμμα επιδιώκει να εκπροσωπήσει την πλειοψηφία, ή έστω ένα μεγαλύτερο ακροατήριο, είναι σαφές προς ποια κατεύθυνση πρέπει by default να κινηθεί: προς το κέντρο. Μέσα σε αυτή την κίνηση, δημιουργούνται «κενά», «ευκαιρίες» που μπορεί κάποιος δυναμικός παίκτης να καλύψει.
Στοιχεία μιας εξόδου
Αξίζει ίσως εδώ να σημειώσουμε κάπως επιφανειακά, ότι πέρα από την αστική πολιτική, η αντίληψη ενός ενιαίου, ομοιογενούς χώρου (και χρόνου), η οποία αίρει την καταγωγή της από τη Μηχανική, έχει επηρεάσει καθοριστικά και άλλα θεωρητικά πεδία. Έχει λοιπόν καταδειχθεί ότι η αντίληψη αυτή τείνει κυριαρχεί, γιατί είναι πολύ πιο συμβατή με την κυρίαρχη αστική ιδεολογία: μιλώντας λίγο σχηματικά, η αστική κοινωνία βασίζεται ακριβώς σε αυτή την ομογενοποίηση του χώρου και του χρόνου, κάτω από τη διαρκή κυριαρχία των εμπορευματικών σχέσεων. Το ρολόι και το μέτρο, όπως όλοι/ες ξέρουμε, είναι ίσως τα δυο πιο εμβληματικά αντικείμενα της αστικής κοινωνίας.
Στην οικολογία πχ, που τυγχάνει να τα γνωρίζω κάπως τα πράγματα, η παραδοσιακή οπτική έχει υιοθετήσει μια πολύ παρόμοια αντίληψη: θεωρεί ότι σε ένα οικοσύστημα υπάρχουν αρχικά ορισμένες άδειες «οικοθέσεις» οι οποίες καταλαμβάνονται σταδιακά από τα διάφορα είδη. Μόλις αυτές κορεστούν, τότε αρχίζει το κάθε είδος, μέσω της εξέλιξης, να πιέζει τα διπλανά του, για να περιορίσει τη δική τους θέση κοκ. Στον αντίποδα, ο Δαρβίνος προσέφερε τα σπέρματα μιας τελείως διαφορετικής αντίληψης, όπου η εξέλιξη δεν καταλαμβάνει κάποιον κενό, προϋπάρχον χώρο, αλλά τον δημιουργεί κυριολεκτικά από το τίποτα. Το κάθε νέο είδος, η κάθε νέα προσαρμογή δημιουργεί νέες πιέσεις και δυνατότητες σε όλα τα άλλα, οδηγώντας σε ένα μοτίβο εκρηκτικής, αυτό-κινούμενης εξέλιξης. Δεν προλαβαίνω προφανώς να το αναπτύξω, αλλά το σημειώνω γιατί αν θέλουμε να ξεπεράσουμε τα πάντα αναπόφευκτα κατάλοιπα της αστικής ιδεολογίας μέσα μας, είναι πάντα χρήσιμο να κοιτάμε τέτοιους ανταγωνισμούς. Πως μπορούμε λοιπόν κι εμείς, για να γυρίσουμε στην πολιτική, να σκεφτούμε έξω από αυτές τις ιδεολογικές παραδοχές;
Κατά τη γνώμη μου, μια πρώτη αναγκαία γραμμή άμυνας είναι να υπερασπιζόμαστε μέχρι τέλους την αυτονομία της τάξης, την αυτονομία των κοινωνικών κινημάτων και των δομών τους. Η εργατική τάξη και τα άλλα κοινωνικά κινήματα μπορούν να παράγουν πολιτική για την εκάστοτε αντίθεση πάνω στην οποία ορίζονται, χωρίς να χρειάζονται καμία εκπροσώπηση. Μην ξεχνάμε ότι όλα σχεδόν τα μεγάλα πολιτικά γεγονότα τα τελευταία 20 χρόνια ήταν αποτέλεσμα κοινωνικών, συχνά μάλιστα ad hoc και αυθόρμητων, κινημάτων· αυτές τις μέρες μάλιστα ζούμε ένα τέτοιο. Δεν υπάρχει χώρος να σταθεί μια ανταγωνιστική δύναμη έξω από τις υπαρκτές, δεδομένες, ενίοτε ηττημένες και βαρετές, δομές των κοινωνικών κινημάτων. Για αυτό και προσωπικά είμαι μάλλον καχύποπτος στις απόψεις που αμφισβητούν την παραδοσιακή διάκριση μεταξύ πολιτικής και κινήματος, ή αναζητούν μια νέα σχέση: γιατί υποψιάζομαι ποια πλευρά την πληρώνει συνήθως.
Σε πλήρη αντιστοιχία, να αναγνωρίσουμε την αυτονομία της πολιτικής ως ενός διακριτού πεδίου ανταγωνισμού, με τις δικές του ορίζουσες. Τον χώρο που θέλεις στην πολιτική σκηνή, δεν θα στον παραχωρήσει κανένα κοινωνικό υποκείμενο μέσω της εκπροσώπησης. Ούτε σε περιμένει κάποιο προϋπάρχον κενό για να το καταλάβεις. Τον χώρο δεν τον βρίσκεις, τον δημιουργείς, όπως ακριβώς έκαναν τα πρώτα εργατικά κόμματα: κανένας δεν τα περίμενε να έρθουν. Πώς; Δεν υπάρχει προφανώς συνταγή, αλλά τα εργαλεία που κάνουν για αυτή τη δουλειά, ο λόγος, η επικοινωνία, το θέαμα, η βία, είναι εργαλεία εξειδικευμένα για αυτό το πεδίο. Ένας πολιτικός λόγος πχ που είναι παράθεση αιτημάτων των κοινωνικών κινημάτων, συχνή πρακτική στο πλαίσιο της «εκπροσώπησης», δεν έχει να προσφέρει τίποτα στα κινήματα: μάλλον τα εκμεταλλεύεται, παρά τα υπηρετεί. Και για αυτό και συνήθως δεν τα αφορά.
Το κυριότερο: πολιτική, σε τελευταία ανάλυση, σημαίνει πολιτική εξουσία. Και αυτό είναι ένα όριο που δύσκολα (ή ίσως ποτέ;) προσεγγίζουν τα κοινωνικά κινήματα, ακόμα και όταν φτάνουν στη μορφή της εξέγερσης. Ούτε, όπως αποδείχθηκε, η τάξη «καθ’ εαυτή». Αυτή είναι συνεπώς η βασική υπηρεσία που καλούνται να προσφέρουν οι πολιτικοί φορείς. Καμία πολιτική, καμιά οργάνωση, που δεν επιδιώκει την εξουσία, ή έστω ένα κομμάτι ή μια εκδοχή της, δεν νομίζω ότι θα αφορά ποτέ την κοινωνία. Για όλες τις άλλες δουλειές, τα κοινωνικά κινήματα είναι καλύτερα.
Σαφής διάκριση λοιπόν κατ’ αρχήν και βλέπουμε. Ξέρω όμως ότι αυτό δεν μας φτάνει. Η δυνατότητα για μια συνάντηση των διαφορετικών κινημάτων που θα φτάσουν στο σημείο να αμφισβητήσουν την αστική ηγεμονία, είναι μια ανάγκη, μια επιθυμία μάλλον, που δεν μπορούμε να την αψηφήσουμε. Μπορούμε να σκεφτούμε μια τέτοια δυνατότητα με ένα διαφορετικό τρόπο, πέρα από την παλιά θεωρία της εκπροσώπησης;
Νομίζω την πιο ικανοποιητική απάντηση εδώ την βρίσκουμε λίγο δίπλα από τον μαρξισμό, στις θεωρίες του λαϊκισμού: αυτές περιγράφουν μια τέτοια («λαϊκιστική», όπως την λένε) στιγμή, όταν σε μια ιδιαίτερη συγκυρία, τα διάφορα «αιτήματα» των διαφορετικών κοινωνικών συγκροτήσεων συνδέονται αυθόρμητα σε μια «αλυσίδα ισοδυναμιών». Τη στιγμή που γίνεται αυτή η σύνδεση, κάποιο αίτημα, κάποιος κομβικός κρίκος αυτής της αλυσίδας, αναδεικνύεται σε αυτό που «δίνει νόημα σε όλα τα άλλα»· ταυτόχρονα, ο ίδιος αυτός κρίκος γίνεται τόσο καθολικός, που χάνει το δικό του νόημα, γίνεται ένα «κενό σημαίνον».
Σε αυτή την προσέγγιση λοιπόν, αυτό που συνδέεται δεν είναι τα υποκείμενα, ούτε καν τα κινήματα καθ’ αυτά, αλλά τα «αιτήματα». Εύλογο, καθώς αυτή η σύνδεση δεν συμβαίνει στους επιμέρους χώρους των εκάστοτε κοινωνικών αντιθέσεων, αλλά στο διακριτό και καθολικό πεδίο του πολιτικού ανταγωνισμού. Καταλαβαίνω -και με ενοχλεί λίγο και μένα- ότι μια τέτοια οπτική μοιάζει κάπως αποϋλικοποιημένη και λίγο μεταφυσική. Την έχουμε δει όμως να συμβαίνει πολλάκις: από την Παρισινή Κομμούνα ως τη Ρωσική Επανάσταση, ήταν ένα αίτημα αυτό που κατάφερε να συνδέσει όλα τα άλλα. Και ενώ στις δύο σημαντικότερες στιγμές, το αίτημα αυτό πρακτικά ήταν το αντίθετο, να συνεχίσει ή να σταματήσει ένας πόλεμος, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο και η συγγένεια των δύο εγχειρημάτων αυτονόητη: ποια καλύτερη απόδειξη για την «κένωση του νοήματος»;
Για να έρθουμε πιο κοντά μας, το ίδιο έγινε με το «όχι» του δημοψηφίσματος, το ίδιο δεν καταφέραμε να γίνει με την «έξοδο από την Ε.Ε.» Το ίδιο γίνεται σήμερα, μπροστά στα μάτια μας, με το «Δικαιοσύνη» των κινητοποιήσεων για τα Τέμπη. Ένας πολιτικός οργανισμός μπορεί να πιάνει ένα τέτοιο σημείο, ακόμα και να το προβλέπει, να το επηρεάζει, να το υποβοηθά, και να βρεθεί έτσι στον αφρό του κύματος. Δεν μπορεί όμως να το καθορίσει, δεν μπορεί να το επιβάλλει, δεν μπορεί να το εκπροσωπήσει. Κάποια σημεία μάλιστα, οφείλουμε να το παραδεχθούμε, μας είναι λίγο ξένα. Δεν ταιριάζουν εύκολα με το υπόλοιπό μας πλαίσιο. Πρέπει ή να τα κουνήσουμε πολύ για να τα φέρουμε κοντά μας, κάτι που απαιτεί μάλλον δυνάμεις που δεν διαθέτει η αριστερά σήμερα, ή να αλλάξουμε πολύ, για να πάμε εμείς εκεί. Ίσως και να μην γίνεται, είναι κι αυτό ένα ενδεχόμενο. Απευκταίο, αλλά πιθανό.