Λίγες ώρες μετά την απόπειρα δολοφονίας του διαδηλωτή Γιάννη Καυκά από τις δυνάμεις της αστυνομίας, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Πεταλωτής, ο άνθρωπος με τη δυσκολότερη δουλειά στη χώρα, δήλωνε: «Η Κυβέρνηση εκφράζει τη λύπη της για το σημερινό βαρύ τραυματισμό ενός νέου ανθρώπου», για να καταλήξει με τη γνωστή επωδό: καταδικάζουμε τη βία, από όπου κι αν προέρχεται. Στο ίδιο κλίμα και οι χθεσινές δηλώσεις του Χρήστου Παπουτσή.
Όσο τραγικά υποκριτικές και να ακούγονται οι παραπάνω δηλώσεις, από τους πολιτικούς προϊστάμενους της Ελληνικής Αστυνομίας, υποθέτουμε ότι είναι μάλλον ειλικρινείς. Όντως, η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να λυπάται με τον βαρύ τραυματισμό του διαδηλωτή. Προφανώς επίσης, θα προτιμούσε να μην χρειάζεται καμιά παρέμβαση της αστυνομίας και θα ευχόταν η βία να εξαφανιζόταν από τον πλανήτη. Ακόμα πιο προφανώς, θα ήθελε να μην γινόταν καν η διαδήλωση και η απεργία και να περιμέναμε όλοι στον καναπέ να μας πάρει τηλέφωνο η GPO για να εκφράσουμε την απογοήτευσή μας από την «πολιτική σκηνή της χώρας».
Αλλά αυτό, μάλλον δεν γίνεται. Κάποιοι και κάποιες, λιγότεροι ή περισσότεροι, θα εκφράζουν αυτή την περίφημη «οργή» στους δρόμους. Θα κάνουν απεργίες και θα θέλουν να καταλαμβάνουν κτήρια και πλατείες. Και η κυβέρνηση, αν δεν θέλει να δει το Υπουργείο Οικονομικών υπό κατάληψη, θα πρέπει να κατεβάζει την αστυνομία στους δρόμους. Και η Αστυνομία, για να κάνει τη δουλειά της, θα πετά δακρυγόνα και χειροβομβίδες. Και οι διαδηλωτές θα θυμώνουν ακόμα περισσότερο, και θα παίρνουν παλούκια και πέτρες. Και οι ματατζήδες, μέσα στην τούρλα του Σαββάτου, θα αυτονομούνται κάπως παραπάνω και θα σπάνε κεφάλια για να ξεθυμάνουν.
Η αστυνομική βία λοιπόν, δεν είναι ατύχημα, είναι αναπόφευκτη κατάληξη της κυβερνητικής πολιτικής. Όπως θα έλεγε το γνωστό ρητό, ο πόλεμος στο δρόμο είναι η συνέχιση της πολιτικής αυτής με άλλα μέσα. Αν μια κυβέρνηση έβλεπε ότι η πολιτικής της στερείται της ελάχιστης αναγκαίας κοινωνικής συναίνεσης και νομιμοποίησης, θα έμπαινε κανονικά σε μια διαδικασία υπαναχωρήσεων και διαπραγματεύσεων. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, μια γενική απεργία και μερικές μαζικές διαδηλώσεις ήταν αρκετές για να τεθεί θέμα υποχώρησης της εκάστοτε κυβέρνησης. Στην Ελλάδα αντίθετα, 11 γενικές και δεκάδες επιμέρους απεργίες και πορείες μέσα σε ένα χρόνο θεωρούνται ανάξιες λόγου από την κυβέρνηση. Δεν είναι αναπόφευκτο ότι αυτή η στάση θα οξύνει τις κοινωνικές συγκρούσεις και θα ανεβάσει το επίπεδο της βίας;
Μέχρι πριν από δύο ή τρία χρόνια, οι απεργιακές πορείες ήταν σχεδόν περίπατοι. Θεωρούταν ύστατη πρόκληση να εμφανιστεί αστυνομία στο οπτικό πεδίο. Βέβαια, αντίστοιχα ήπιο ήταν και το επίπεδο της κινηματικής βίας. Σήμερα, για να κατέβεις σε μια απεργιακή συγκέντρωση, πρέπει να είσαι σωματικά, υλικοτεχνικά και ψυχολογικά προετοιμασμένος να φας σίγουρα δακρυγόνα, πιθανώς ξύλο και ίσως και καμιά προσαγωγή. Με αυτόν τον τρόπο, η κυβέρνηση σίγουρα καταφέρνει να περιορίζει τη μαζικότητα των διαδηλώσεων, ανεβάζοντας όμως κάθετα τη μαχητικότητα. Έτσι είναι στη ζωή: με το ένα χέρι παίρνεις, με το άλλο δίνεις.
Η κυβέρνηση λοιπόν μπορεί να λυπάται που επιστρατεύει τόση βία, αλλά δεν έχει άλλη διέξοδο, αν δεν θέλει να κάνει πίσω στις πολιτικές της επιλογές. Σε αυτή την κατεύθυνση μάλιστα, τη στηρίζουν, αν όχι την πιέζουν, και όλοι οι στυλοβάτες της πολιτικής της. Λίγες εβδομάδες πριν, με αφορμή τη σύγκρουση της Κερατέας, ο Αλέξης Παπαχελάς κατάγγελλει έντρομος ότι «ο νόμος της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν ισχύει στην περιοχή». Οι αστυνομικές δυνάμεις, λέει, δέχονται επίθεση με βόμβες και όπλα, αλλά δεν μπορούν να κάνουν «τίποτα» (sic), γιατί η κυβέρνηση φοβάται μην έχουμε θύμα…
Βέβαια, όλοι αυτοί που κατηγορούν την αστυνομία ότι δεν κάνει τίποτα με το φόβο μην έχουμε νεκρούς, δεν είχαν το θάρρος να βγουν εχθές να πούνε ότι καλά έκανε η αστυνομία και άνοιγε κεφάλια για να εφαρμόσει το «νόμο της Ελληνικής Δημοκρατίας». Έτσι, κάτι τέτοιες στιγμές η κυβέρνηση νιώθει ακόμα πιο μόνη, και ακόμα πιο λυπημένη…
Υ.Γ. Με όλη αυτή την ένταση της αστυνομικής βίας των τελευταίων διαδηλώσεων, είναι πραγματικά θαύμα που –ευτυχώς- δεν είχαμε χειρότερα, γιατί πραγματικά είναι παρά πολύ επικίνδυνο να ανοίγεις κεφάλια με πυροσβεστήρες, να πετάς εμπρηστικές χειροβομβίδες στα κεφάλια διαδηλωτών ή να πυροβολείς από κοντά και απευθείας στο πρόσωπο βολίδες δακρυγόνου.
Ευτυχώς, όχι από την πλευρά της κυβέρνησης, αλλά από την πλευρά του κινήματος. Η αστυνομική βία είναι –αναγκαστική έστω- επιλογή της κυβέρνησης και του κράτους, δεν είναι ευκαιρία ή αφορμή για αντίσταση και εξέγερση. Οι απώλειες των κοινωνικών μαχών είναι ήττα για το κίνημα. Κανείς δεν ξέρει τι θα γίνονταν στο δρόμο μετά μια δολοφονία διαδηλωτή, αλλά είναι πιθανό να ενίσχυε περισσότερο το φόβο, παρά την οργή. Και σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να χρειαζόμαστε νεκρούς και τραυματίες για να κάνουμε κίνημα.
Νίκος Ν., ομάδα alterthess