Σε πολιτικό επίπεδο, έχουν εμφανιστεί δύο είδη προτεινόμενης «σύγκλισης» με την άκρα δεξιά και δη τον φασισμό.
Το πρώτο, που ανάγεται στον πολιτικαντισμό είναι αυτό της τάχα εργαλειακής χρήσης της για να διασπασθεί η κοινωνική βάση της δεξιάς. Σε διεθνές επίπεδο, μετρ του είδους υπήρξε ο Φρανσουά Μιτεράν, ο οποίος ευθαρσώς προωθούσε το Εθνικό Μέτωπο του Λεπέν, προκειμένου να αποδυναμώσει τους γκολικούς αντιπάλους του. Βραχυπρόθεσμα αυτό του εξασφάλισε την επανεκλογή του το 1988. Επίσης στερέωσε μια ακλόνητη δεξιά πλειοψηφία στη χώρα. Σήμερα, το Εθνικό Μέτωπο μετριέται στο 30% εν όψει των προεδρικών εκλογών του Απριλίου και το Σοσιαλιστικό Κόμμα του μακαρίτη Μιττεράν στο 7%. Στην Ελλάδα, ανάλογη στάση είχε ο αλήστου μνήμης Λαλιώτης, ο οποίος το 2002 στήριξε όσο μπορούσε τη δημιουργία ακροδεξιού χώρου υπό τον Καρατζαφέρη, για να ανακόψει τη ΝΔ. Λίγα χρόνια αργότερα ο Καρατζαφέρης συγκυβερνούσε με το ΠΑΣΟΚ, η ναζιστική Χρυσή Αυγή τον αντικαθιστούσε ομαλά στο πολιτικό σκηνικό και ξεπερνούσε το ΠΑΣΟΚ σε ψήφους, ενώ τα στελέχη του εντάσσονταν στη Νέα Δημοκρατία σε θέσεις αιχμής. Μια τέτοια προσέγγιση υπονοεί σήμερα πχ η Αυλωνίτου και μάλλον μόνο ανάλογου βεληνεκούς πολιτικοί -δηλαδή όχι και τόσο λίγοι στην πραγματικότητα. Είναι αναμφισβήτητο ότι αυτή η τακτική κανονικοποιεί τον ακροδεξιό λόγο και τον θρέφει.
Το δεύτερο, που ανάγεται σε κάποιο εμπειρικό είδος πολιτικής φιλοσοφίας, είναι αυτό του «κατευνασμού», δηλαδή της ενσωμάτωσης της άκρας δεξιάς στο πολιτικό σύστημα. Εισηγητής αυτής της αντίληψης υπήρξε στα τέλη της δεκαετίας του 1930 ο Νέβιλ Τσάμπερλεν, ο οποίος πίστευε ότι η ενσωμάτωση της πολιτικής των ναζί στη διεθνή διπλωματική σκακιέρα θα γλίτωνε την ανθρωπότητα από τον πόλεμο. Στο πλευρό του είχε και τον Γάλλο πρωθυπουργό Εντμόντ Νταλαντιέ. Αντίστοιχες απόπειρες υπήρξαν και σε εθνικό επίπεδο, σε όλη την Ευρώπη. Η επιτυχία της στρατηγικής τους ήταν σχετική: ο πόλεμος που ξεκίνησε τους επόμενους μήνες κράτησε 6 χρόνια, είχε 65.000.000 νεκρούς, κατοχή και πείνα σε όλη την Ευρώπη και το μεγαλύτερο ηθικό κενό στην ανθρώπινη ιστορία, ως αποτέλεσμα του Ολοκαυτώματος και των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Αλλά, εντάξει, θα μπορούσε να πάει και χειρότερα. Αυτό το είδος σύγκλισης το προτείνουν συνήθως ακόμα δεξιοί πολιτικοί, αλλά μπορεί να το υιοθετήσουν και αριστεροί, όπως ο Παρασκευόπουλος. Το αποτέλεσμά του είναι πάντα η αποθράσυνση και η όξυνση της φασιστικής πρακτικής, με όρους επέκτασης μέσα στην κοινωνία.
Ανάμεσα σε αυτά τα δύο είδη και ως σύνθεσή τους, ως ένα «είδος δυόμισι» ας πούμε, υπάρχει η πρόταση της απαλλοτρίωσης της ακροδεξιάς ατζέντας, η ιδέα δηλαδή ότι αν πιάσουμε εμείς τα ακροδεξιά επιχειρήματα και τους φορέσουμε κορδέλα, θα εξαφανίσουμε την ακροδεξιά. Σε αυτό το πλαίσιο καλούμαστε να ανακτήσουμε όρους όπως η «πατρίδα» και το «έθνος», η «ασφάλεια», κατά μείζονα λόγο η «παράδοση» και η «ταυτότητα» κ.ο.κ. Αυτό το είδος σύγκλιση ενισχύει την ακροδεξιά και στα δύο προαναφερθέντα επίπεδα, δηλαδή την κανονικοποιεί και την αποθρασύνει ταυτόχρονα. Υπερασπιστής αυτής της ενδιάμεσης, συνθετικής και γι’ αυτό διπλά καταστροφικής ιδέας είναι σήμερα το σύνολο σχεδόν του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος.
Στον αντίποδα αυτών των πλαισίων, βρίσκεται αυτό που ο Παρασκευόπουλος ονομάζει «ρήξη», δηλαδή η αντιφασιστική πάλη των λαών από τη δεκαετία του 1930 μέχρι σήμερα, η μόνη που απέφερε αποτελέσματα μέχρι σήμερα, όχι χωρίς μερικά εξαιρετικά βίαια επεισόδια, προς επίρρωση του συνθήματος ότι «ο φασισμός είναι σαν τη γάγγραινα, τον ξεριζώνεις ή σε σκοτώνει».
Αυτά σε ένα θεωρητικό επίπεδο, πολιτικών αντιλήψεων, οι οποίες στην ουσία τους υπενθυμίζουν ότι ο καπιταλισμός δεν είναι ποτέ πρόθυμος να συγκρουστεί ολοκληρωτικά με τον φασισμό, γιατί ενίοτε είναι αναγκασμένος να προσφύγει σε αυτόν -ακόμα κι αν δεν είναι η πρώτη του επιλογή.
Αλλά υπάρχει και η «πραγματική πραγματικότητα». Αυτή που λέει ότι πριν τις σέλφι της Αυλωνίτου και τις δηλώσεις του Παρασκευόπουλου, η «σύγκλιση» με τη Χρυσή Αυγή πραγματοποιείται με όρους αληθινής ζωής.
Σύγκλιση με τη Χρυσή Αυγή είναι λοιπόν τα κλειστά στρατόπεδα κράτησης των προσφύγων.
Σύγκλιση με τη Χρυσή Αυγή είναι ο διαχωρισμός της κοινωνίας -και ειδικότερα των πιο αδύναμων στρωμάτων της- σε πολλά «δύο κομμάτια» με βάση την εθνικότητα, το θρήσκευμα, τη φυλή, την «ταυτότητα».
Σύγκλιση με τη Χρυσή Αυγή είναι ο διαρκής υποβιβασμός της κοινωνίας σε θέση εξάρτησης και η επιβεβαίωσή της μέσω φιλοδωρημάτων που αποκλείουν την κοινωνική οργάνωση και διεκδίκηση -τακτική κλασική και πάγια του φασισμού.
Σύγκλιση με τη Χρυσή Αυγή είναι οι απελάσεις.
Σύγκλιση με τη Χρυσή Αυγή είναι η ευρω-τουρκική συμφωνία της ντροπής.
Σύγκλιση με τη Χρυσή Αυγή είναι οι διαλυμένες υπηρεσίες ασύλου.
Σύγκλιση με τη Χρυσή Αυγή είναι η καταστολή των χώρων κοινωνικής οργάνωσης και των δομών κοινωνικής αλληλεγγύης.
Σύγκλιση με τη Χρυσή Αυγή είναι οι κραυγές για την «επιθετικότητα» των άλλων και η ακλόνητη επίκληση των «εθνικών δικαίων», που ουδέποτε βουτάνε στην Στύγα της κριτικής.
Σύγκλιση με τη Χρυσή Αυγή είναι η συμπόρευση με τα συμφέροντα των εφοπλιστών και η υποταγή στα κελεύσματα της εκκλησίας.
Σύγκλιση με τη Χρυσή Αυγή είναι η κανονικοποίηση της φτώχειας και η ΤΙΝΑ.
Σύγκλιση με τη Χρυσή Αυγή είναι ο ορντο-φιλελευθερισμός της τάξης και της ασφάλειας.
Σύγκλιση με τη Χρυσή Αυγή είναι τα κρατικά συνδικάτα που επιτείνουν τον διαχωρισμό των εργαζομένων και δυσφημούν την οργανωμένη δράση τους.
Να ξεχωρίσουμε την πραγματικότητα από τα συμπτώματά της και να οξύνουμε την αντιφασιστική μας δράση. Η δράση ενάντια στον φασισμό, είναι πάντα και δράση ενάντια στον καπιταλισμό για να είναι νικηφόρα.
ΥΓ: Αφήνω κατά μέρος την ηλίθια συζήτηση για το αν «μπορούν να αλλάξουν οι χρυσαυγίτες». Είτε μπορούν είτε δε μπορούν (έχω συνδεθεί με πρώην χρυσαυγίτες που μια χαρά μπόρεσαν, αλλά αυτό έχει διάφορες υποσημειώσεις για τον χρόνο και τη μορφή της αλλαγής), αυτή είναι μια συζήτηση άσχετη με το πώς πολεμάς τον φασισμό στην κοινωνία.