Η σημασία και οι κίνδυνοι της συζήτησης για τον πολλαπλασιαστή

 

Η συζήτηση για το δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή έχει προκαλέσει δικαιολογημένα μεγάλο ενδιαφέρον και έχει συζητηθεί διεξοδικά, Ελλοχεύουν όμως και κίνδυνοι για την Αριστερά στον τρόπο που διεξάγεται η συζήτηση γύρω από αυτό το ζήτημα, αφού μπορεί να καλλιεργθούν ψευδαισθήσεις
 
Του Γαβριήλ Σακελλαρίδη
 
Πρώτα από όλα πρέπει να συμφωνήσουμε όλοι στο ότι μία στρατηγική ταξικής αναδιάρθρωσης, όπως είναι η διάχείριση της κρίσης στην Ευρωζώνη, δεν κάνει τεχνικά λάθη, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν βασίζεται σε τεχνικά μοντέλα. Η ανάγκη του κεφαλαίου για αναπαραγωγή, που σε μία τέτοια περίοδο ασφυξίας, βασίζεται στην υποτίμηση της εργατικής δύναμης και την εκκαθάριση των λιγότερο ανταγωνιστικών κεφαλαίων, δεν σχεδιάζεται με οικονομετρικά πακέτα software αλλά επιβάλεται από ένα πολιτικό προσωπικό που έχει κληθεί να παίξει ακριβώς αυτό το ρόλο. 
 
Δεύτερον, ο Όλι Ρεν, μέσα στον κυνισμό της απάντησης του προς το Ν. Χουντή, έθεσε το ζήτημα του πολλαπλιασιαστή στη πραγματική του βάση. Είναι όντως «ακαδημαϊκό» το ζήτημα του πολλαπλασιαστή και γι΄ αυτό ακριβώς δεν ενδιαφέρει και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το ζήτημα της λιτότητας είναι αποκλειστικά πολιτικό, και από τη στιγμή που θεωρείται ως διέξοδος από την κρίση με τους όρους που θέτει ο κάθε Ρεν και ο κάθε Προβόπουλος, οποιαδήποτε ακαδημαϊκή συζήτηση έχει δευετερεύουσα, αν όχι τριτεύουσα σημασία. 
 
Τρίτον, το ΔΝΤ έχει ένα συγκεκριμένο ρόλο στην οργάνωση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, το οποίο από το 1971 και μετά (κατάρρευση σύνδεσης ισοτίμιας δολαρίου-χρυσού και σύνδεσης όλων των νομισμάτων με δολάριο) αποτελεί τον βασικό ρυθμιστικό παράγοντα στην άσκηση εθνικής οικονομικής πολιτικής. Το ΔΝΤ ως θεσμός εξακολουθεί να αποτελεί το βασικό οργανωτή του παγκόσμιου νεοφιλελευθερισμού, είτε μέσα από τα προγράμματα διαρθρωτικών προσαρμογών που έχει επιβάλει διεθνώς (όρος για τη χρηματοδότηση οικονομιών σε απόγνωση) είτε μέσω της διαρκούς πίεσης για απελευθέρωση των ροών κεφαλαίου, που από μόνες τους καθιστούν το νεοφιλελευθερισμό ως τη μόνη πολιτική επιλογή για κάθε χώρα που δεν θέλει να κλυδωνιστεί από κάποια κρίση. 
 
Τέταρτον, το ΔΝΤ έχει ένα Τμήμα Οικονομικής Έρευνας το οποίο αποτελεί σήμερα έναν από τους μεγαλύτερους ερευνητικούς πόλους στα οικονομικά διεθνώς. Σε αυτό το Τμήμα προϊσταται ο γνωστός πλέον Ολιβιέρ Μπανσάρ, ο οποίο είναι και επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ. Το τμήμα αυτό παράγει έρευνα σε ακαδημαϊκό επίπεδο και είναι αυτόνομο από τους υπόλοιπους βραχίονες του ΔΝΤ. Άλλωστε έχει στο ενεργητικό του αρκετές μελέτες που κλυδωνίζουν βασικές νεοφιλελεύθερες παραδοχές όπως η ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων   ή τον τρόπο οργάνωσης του τραπεζικού συστήματος. Η μετουσίωση όμως τέτοιων ερευνών σε πολιτική του ΔΝΤ δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα.
 
Πέμπτον, το ΔΝΤ από τη στιγμή που ιδρύθηκε αποτελεί έναν θεσμό δομικά σύμφυτο με τα συμφέροντα των ΗΠΑ, τόσο στην περίοδο των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών (1944-1971), όσο και στην περίοδο της απελευθέρωσης των ροών κεφαλαίου. Το γεγονός ότι στις ψηφοφορίες δεν ίσχυει το σύστημα «μία χώρα-μία ψήφος», αλλά η ισχύς της ψήφου καθορίζεται από τη συμμετοχή της κάθε χώρας στα κεφάλαια του Ταμείου, έχει δώσει στις ΗΠΑ τη δυνατότητα να επηρεάζουν τις αποφάσεις του ΔΝΤ, ανάλογα με τα συμφέροντά τους.  Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι πολλές αποφάσεις χρειάζεται πλειοψήφία κατά 85%, οι ΗΠΑ αποκτούν ουσιαστικά το δικαίωμα βέτο σε πολλές κρίσιμες αποφάσεις. Στην παρούσα συγκυρία, το συμφέρον των των ΗΠΑ είναι ενίσχυση της ζήτησης στην Ευρώπη και επομένως, μία πιο επεκτατική νομισματική και δημοσιονομική πολιτική, για τον απλούστατο λόγο ότι το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών τους είναι πολύ μεγάλο, και οι πόροι του στενεύουν στην προσπάθεια απορρόφησης όλης της παγκόσμιας παραγωγής. 
 
Από τις παραπάνω παρατηρήσεις, ένα συμπέρασμα είναι ότι λάθος δεν υπήρξε ποτέ για την εκτίμηση του πολλαπλασιαστή. Άλλωστε, όλοι γνωρίζαν ότι σε περιόδους πιστωτικής ασφυξίας και νομισματικής πολιτικής σχεδόν μηδενικών επιτοκίων (παγίδα ρευστότητας), ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής αυξάνεται σημαντικά. Ένα δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι μέσα στα τρία χρόνια μνημονιακής διαχείρισης της κρίσης, τα αντιπαρατιθέμενα συμφέροντα των ΗΠΑ με την Ε.Ε. οξύνθηκαν. Το ΔΝΤ ως εργαλείο του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού έριξε μία προειδοποιητική βολή μέσω της κριτικής στον πολλαπλασιαστή στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Και αυτό το έκανε με διπλωματικό τρόπο, δηλαδή όχι μέσω των πολιτικών του οργάνων, αλλά ως «ένα ακαδημαϊκό εύρημα» του Τμήματος Οικονομικής Έρευνας. Τρίτον, για την Αριστερά ανοίγει ένας δρόμος για να ενισχυθούν τα επειχειρήματα της τόσο στο εσωτερικό σκέλος αλλά κυρίως στο εξωτερικό, στο επίπεδο της διαπραγμάτευσης. Όμως δεν χρειάζεται να αναπαράγονται φρούδες ελπίδες και ψευδαισθήσεις, ότι το ΔΝΤ θα είναι φιλικό απέναντι μας. Γιατί πρώτα από όλα το πρόγραμμα της Αριστεράς δεν μιλάει απλά για μικρότερη λιτότητα, αλλά για αναπτυξιακή πολιτική. Αλλά και για έναν επιπλέον λόγο: επειδή το πρόγραμμα αυτό, εκτός από το ζήτημα της ανάπτυξης, περιλαμβάνει και άλλα που δεν θα άρεσαν καθόλου στους «φίλους» μας του ΔΝΤ.
 
Πηγή: Rednotebook.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΣΥΡΙΖΑ: Παραμένει ακόμα στέλεχος της ΝΔ ο Παπαγεωργόπουλος;

Πανηγυρικά στο τελικό η Ρεάλ