Dagmar Herzog, Η σεξουαλικότητα στην Ευρώπη -Μια ιστορία, Gutenberg 2023, σελ. 356
[Το σεξ είναι] ένας ιδιαίτερα πυκνός κόμβος μεταβίβασης σχέσεων εξουσίας
Μισέλ Φουκό
Το σεξ είναι -παντού και πάντα;- συνδεδεμένο με την εξουσία. Δεν είναι, όμως, μόνο αυτό. Υπάρχει και κάτι ακόμα στο σεξ, που είναι ζωτικής σημασίας για τους ανθρώπους.
Σύμφωνα με τη Χέρτσογκ, το σεξ έχει ένα διττό χαρακτήρα. «[Σ]υνδέεται πάντοτε αξεδιάλυτα με πάρα πολλές άλλες περιοχές της ύπαρξης, επηρεάζοντάς τες και […] είναι “πολύ ίδιο παντού”» (σελ. 332).
Εξετάζοντας, όπως λέει, αναδρομικά την ιστορία της σεξουαλικότητας στον 20ο αιώνα, θα μπορούσαμε να την κατανοήσουμε ως μια ιστορία αύξησης της ελευθερίας, αλλά με πάρα πολλές οπισθοδρομήσεις. Τόσο που μια επανάκαμψη της ρητά καταπιεστικής αντιμετώπισής της κάθε άλλο παρά αδιανόητη είναι. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν, σε ό,τι αφορά την «φύση» της η πρόοδος στη γνώση είναι πολύ περιορισμένη.
Από την άλλη, το γεγονός ότι το σεξ είναι «πολύ ίδιο παντού» κάνει την σχετική αναζήτηση τμήμα μιας καθολικής, όσο είναι δυνατό, ανθρωπολογίας, δείχνοντας, και από αυτήν την άποψη, πόσο οι διαφορές των «φυλών» και των ανθρώπων είναι πολύ μικρότερες από ό,τι φαίνεται. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η πραγμάτευση της σεξουαλικότητας, των προσδοκιών και των απολαύσεων των μουσουλμανικών πληθυσμών της Ευρώπης, για τους οποίους η εκτεταμένη ισλαμοφοβία δίνει μια πολύ εσφαλμένη εικόνα.
Ποια είναι, όμως, τα ερωτήματα, τα οποία απαιτούν απάντηση; Να, μερικά από αυτά.
Τι είναι ο σεξουαλικός πόθος; Μια εσωτερική παρόρμηση που αναζητά της έκφρασή της ή μια έλξη προς κάποιο άλλο πρόσωπο;
Εμπεριέχει την αγάπη και την τρυφερότητα ή είναι καλύτερο αυτές να απουσιάζουν, όταν το ζήτημα είναι η απόλαυση;
Για ποιο λόγο κάνουν σεξ οι άνθρωποι; Τι ακριβώς είναι αυτό;
Είναι επιτέλεση ή δώρο; Επιβεβαίωση ή εκτόνωση; Μέσο ή σκοπός;
Είναι κάτι δυσάρεστο, κάτι τετριμμένο ή ο απόλυτος ορισμός της τέρψης;
Για να έρθουμε στο σήμερα, με την εκρηκτική διάδοση του διαδικτυακού πορνό και άλλων μορφών ακραίας εμπορευματοποίησης της σεξουαλικότητας, έχουμε μια τομή με κύριο χαρακτηριστικό την ολοκληρωτική αποστασιοποίηση από το συναίσθημα;
Μήπως η αποστασιοποίηση, αντίθετα, είναι μια πολύ πιο συχνή και κοινή ανθρώπινη εμπειρία από τη «ρομαντική αμοιβαιότητα»;
Οι αναμφισβήτητες «σκοτεινές πλευρές» της σεξουαλικότητας πώς συνδέονται με την κεντρικότητα του σεξ για την ταυτότητά μας;
Η Χέρτσογκ διατρέχει τον ευρωπαϊκό 20ο αιώνα επιχειρώντας να ιστορικοποιήσει τη σεξουαλικότητα, αλλά και να δοκιμάσει την πιθανότητα, τελικά, η ιστορία της να είναι κάτι πολύ διαφορετικό από μια «εξέλιξη». Και το κάνει πολύ καλά και γλαφυρά.
Παρουσιάζοντας μια ποικιλία «παραδόξων» δείχνει πόσο τα παράδοξα είναι η ίδια η κανονικότητα στην επικράτεια του σεξ. Όπως και στη μελέτη της.
Ως προς το τελευταίο, ενδεικτική είναι η διαπίστωση ότι, μάλλον, ξέρουμε περισσότερα για την ομοφυλοφιλία παρά για την επικρατούσα ετεροφυλοφιλία.
Ή ό,τι, σε αντίθεση με ό,τι υποθέτουμε, η ναζιστική πρακτική ήταν πολύ πιο «φιλελεύθερη» από ό,τι πολλών δημοκρατικών χωρών. Ρατσιστική εγκληματική παράκρουση, ακραία ομοφοβία, αλλά και σφοδρή αντιπαλότητα με τις χριστιανικές εκκλησίες για τις σεξουαλικές αξίες και πρακτικές.
«Στις αρχές της δεκαετίας του 1940, το καθεστώς αδιαφορούσε τόσο πολύ για τη διεθνή κοινή γνώμη στα ζητήματα αυτά, ώστε διαφήμιζε απροκάλυπτα ότι ενθάρρυνε και τη συζυγική απιστία, κάτι που δεν το περιόριζε μόνο στην ελίτ. [Τ]ο εξωσυζυγικό σεξ […] είχε [απλά και καθαρά] την ηδονή ως επιδίωξη […] [Επιπλέον, επί ναζισμού] συζητήθηκε πολύ περισσότερο ποιες ήταν οι καλύτερες τεχνικές για την ενίσχυση του γυναικείου οργασμού παρά [στον μεταπόλεμο]» (σελ. 122).
Αλλά και, σε ό,τι αφορά τη «σεξουαλική επανάσταση» των 60ς και 70ς, η μελέτη την αποδομεί, σε πολύ μεγάλο βαθμό. Η «γενιά της αμφισβήτησης» επεδίωξε, όσο καμιά προηγούμενη» την ελευθερία της ερωτικής απόλαυσης. Επέμεινε στο δίλημμα «La pouissance ou la jouissance?», δείχνοντας ότι θα έπρεπε να επιλέξουμε ανάμεσα στην ισχύ και την απόλαυση, θεωρώντας τες ως πλήρως ασύμβατες. Θεώρησε, αποδεχόμενη τη SexPol του Βίλχελμ Ράιχ, ότι οι άνθρωποι με ικανοποιημένη τη γενετήσια ενόρμηση είναι καλοί κι ευγενικοί, ενώ η τερατωδία των φασισμών και των μικροαστών, που αποτέλεσαν κατεξοχήν την κοινωνική τους βάση ήταν, σε μεγάλο βαθμό, απότοκο της σεξουαλικής τους μειονεξίας -η αυταρχική προσωπικότητα συνδέονταν πάνω από όλα με αυτήν την «στρέβλωση». Έτσι, «το σεξ μπορούσε να θεραπεύσει και τη χειρότερη περίπτωση δεξιών αντιλήψεων» (σελ. 230).
Το σεξ, ακόμη περισσότερο, ήταν καθοριστικό ως φάρμακο για τη δυστυχία. Οι ακτιβιστές του σεξ ήταν βέβαιοι γι’ αυτό: «Αρκεί να δείτε τις σεξουαλικά καταπιεσμένες φάτσες στον υπόγειο σιδηρόδρομο, στο γιαπί, στο γραφείο. Σχεδόν όλες τους αυτοϊκανοποιούνται ή αυνανίζονται αντί να ρωτήσουν το διπλανό τους άτομο αν θέλει να γαμηθεί μαζί τους» (σελ. 233).
Αν κάνεις έρωτα, δεν θα κάνεις πόλεμο!
Όλα τα γιάτρευε το σεξ!
Ίσως, εκτός από την πατριαρχία!
Ο τρόπος που έκανε τον απολογισμό της «απελευθέρωσης» ένας μεγάλος αριθμός φεμινιστριών είναι χαρακτηριστικός.
«Πάρα πολλές γυναίκες […] ένιωθαν μπερδεμένες τόσο για την καινοφανή δυνατότητα των ανδρών “να πηδούν σε εικοσιτετράωρη βάση” όσο και για το αίσθημα της κενότητας και την έλλειψη ευχαρίστησης που βίωναν συχνά οι ίδιες. Με δυο λόγια, η απουσία της μονογαμίας μπορούσε να είναι δυνάμει συναρπαστική, αλλά αποδεικνυόταν ταυτόχρονα και στενάχωρη. Κυρίως όμως συνέβαινε να μην αποβαίνουν ιδιαίτερα απολαυστικές για τις γυναίκες οι ευκαιρίες για συνουσία. “Υπήρχε πολλή ελευθεριότητα”, όπως παρατηρούσε αναδρομικά μια Ιταλίδα από τον χώρο της Νέας Αριστεράς, προσθέτοντας θλιμμένα: “Ήμασταν όλες δυστυχισμένες”» (σελ. 251).
Το βιβλίο αναλύει τις απολαύσεις, τις καταπιέσεις, τις ηδονές, τη νομοθεσία, την άμβλωση, την αντισύλληψη, την εξουσία, την τερατωδία, το φως και το σκοτάδι, που ενυπάρχει στις σεξουαλικές πρακτικές. Και πολλά ακόμη. Πρόκειται, επιπλέον, για ένα πολιτισμικό, πολιτικό και ιδεολογικό πανόραμα της Ευρώπης του 20ου αιώνα μέσα από την προοπτική του σεξ. Μας πιάνει συχνά ανυποψίαστους και μας μαθαίνει πολλά πράγματα, που δεν ξέρουμε.
Η αποδόμηση της αντίληψής μας για το σεξ προκύπτει από την πολύτιμη προσπάθεια να απαντηθούν ερωτήματα του είδους:
Ποιες είναι οι σχέσεις ανάμεσα σε ιδεολογίες, κοινωνικές συνθήκες, σώματα και συναισθήματα; Πώς άλλαξαν στο πέρασμα του χρόνου;
Τι κινεί την ιστορική μεταβολή στην επικράτεια του σεξ, αυτήν τη βαθύτατα προσωπική επικράτεια;
Οι νομοθετικές αλλαγές ακολουθούν τις μεταβαλλόμενες αξίες ή συμβαίνει το αντίθετο;
Πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι ακτιβίστριες και οι ακτιβιστές στους μετασχηματισμούς που επισυνέβησαν; Πόσο σημαντικά είναι τα κοινωνικά κινήματα; […];
ΥΓ. Η ανάλυση της φρίκης που κάνει το βιβλίο στην αναφορά του στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και την χρήση του σεξ με αντικείμενο τα σώματα των έγκλειστων δείχνει, νομίζω, πόσο άδικο είχε η Άρεντ όταν μιλούσε για την «κοινοτοπία του κακού». Αυτά που συνέβησαν εκεί είναι απόδειξη πως το κακό δεν είναι και τόσο κοινότοπο. Αντίθετα, τα τέρατα και οι πρακτικές τους είναι εκτός κάθε είδους κατανόησης. Αν είχε κάποιος δίκιο είναι, μάλλον, ο Καντ παρά η Άρεντ.
«Ο ηθικός νόμος μέσα μου» είναι κοινός στους ανθρώπους. Όσοι δεν τον έχουν αποτελούν την εξαίρεση. Αποτελώντας, ταυτόχρονα, το ειδικό αντικείμενο της καθαρματολογίας.