Σοφία Περδίκη, Η σειρήνα του χρόνου, εκδόσεις ΑΩ, σελ 80.
Η ΣΕΙΡΗΝΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Η σύγκρουσή της με τον χρόνο
ήταν μετωπική.
Τον έβλεπε από μακριά
να καταφτάνει
με ιλιγγιώδη ταχύτητα
κι έναν αιμοσταγή κινητήρα
μα δεν άκουσε
τη σειρήνα που τσίριζε
δεν την είδε έγκαιρα να φτύνει τα οξέα
τα χωράφια έγιναν χέρσα
κι εκείνη ούτε που πρόλαβε να τραβήξει
το σήμα κινδύνου
όσο ήταν σε κατάσταση γόνιμη
και ταξίδευε με αμέριμνα τρένα
προσδοκώντας να γίνει ένα
με τα ομιχλώδη τοπία.
Τώρα με ένα σημάδι
στο κέντρο του μετώπου
κι ένα κόκκινο λιβάδι για ποδιά
απλώνει τον δείκτη
στα μελλούμενα.
Σε κάθε επόμενο τόνο
οι ώρες και οι εποχές της
θα είναι επείγουσες.
ΟΛΟΣΤΡΟΓΓΥΛΟΣ ΚΑΘΡΕΠΤΗΣ
Έφερες έναν ολοστρόγγυλο καθρέφτη.
Τον κρέμασες στο κέντρο του μεγάλου δωματίου.
Εκεί στροβιλιζόμασταν οι Δερβίσηδες της μέρας
με τα Εγώ μας απαστράπτοντα
γεμίζοντας με ρινίσματα φωτός τον χώρο
κι οι σπίθες της νιότης μας
εναλλάσσονταν με του δέρματος τις αυλακιές
κατρακυλούσαν απ’ τις λευκές μας πιέτες
τα ονόματα που πήραμε
αλλά και δώσαμε στα πράγματα.
Γυάλινοι βόλοι με τα κρυμμένα μας αρχικά
που θα παρέμεναν ανεξιχνίαστα
εις τον αιώνα τον άπαντα.
Οι αντανακλάσεις των ζωών μας
αυτών που ζήσαμε σαν να ήμασταν οι Άλλοι
φευγαλέα περνούσαν από μπροστά μας.
Κάθε στροφή του κορμιού και μια εκδοχή.
Άλλοτε ν’ απλώνουμε τα ρούχα μας
στην κουνιστή καρέκλα
να πέφτουν τα κίτρινα αστέρια από τα πέτα
ανύποπτοι ν’ αγκαλιαζόμαστε
στ’ ανάκλιντρα.
Κι άλλοτε η σκιά μας να κατεβαίνει την ατέρμονη σκάλα
που οδηγεί στου χρόνου τα κελάρια
λίγα δάκρυα να λάμπουνε
στα τελευταία σκαλοπάτια.
Κάρφωσες στο κέντρο του μεγάλου δωματίου
το ολοστρόγγυλό σου κάτοπτρο.
Εκεί αλφαδιάζουμε τα όνειρα
Και θαμπώνουμε σταδιακά
Των μορφών μας τα περιγράμματα.
ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
Αραιώνουν οι άνθρωποι
στη μεγάλη πόλη των λέξεων.
Ό,τι συνέθετε τη χάρη αυτού του τοπίου
ό, τι παλλόμενο στα μάρμαρα του πεζού δρόμου
σεργιάνησε μέχρι που έγινε σκιά
μαύρα κουρέλια βήματα
αποσύρονται βαριά όπως οι σκέψεις
μετά από περισυλλογή
διαλύονται στην αναπόληση.
Κι ο μέσα αιών της καρδιάς
αργά καλύπτει τα φύλλα
των άρρωστων δέντρων παράγωγα
σε μια λευκή σελίδα.
Με αποφατική εκφορά
λένε «Χαίρετε», ανασηκώνοντας
για λίγο τα καπέλα
ώσπου να γίνει το βέλο στα μάτια
και μετά ερημιά.
Αποσύρονται οι άνθρωποι
όταν περάσει η ώρα, αναίτια, ξαφνικά.
Το 2020 είχα γράψει για την πρώτη και βραβευμένη συλλογή της ζωγράφου και ποιήτριας Σοφίας Περδίκη «ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΑΙΝΙΓΜΑ» (εκδ.Κίχλη): «Δημιουργεί τόσο δυνατές εικόνες με τις λέξεις της ώστε τα ποιήματά της να αποκτούν δραματική ένταση. Στήνουν θεατρικά σκηνικά όπου πάνω τους βαδίζει η ποιήτρια με τα ανώνυμα πρόσωπα της σε παρελθοντικούς αλλά και παροντικούς χρόνους και σε όλες τις εποχές, καθώς μετακινείται επιδέξια από το πρώτο ρηματικό πρόσωπο στο πρώτο πληθυντικό, κάνοντας μας συμμέτοχους στην περιπλάνηση.
Στήνουν κινηματογραφικά πλάνα εντός των οποίων η σκηνοθέτης- ποιήτρια δίνει ζωή στις λέξεις κι αυτές αποκτούν σώματα, φλέβες αιμάτινες που αναπνέουν και αιμορραγούν. Το τώρα πλέκεται με το χθες, βαδίζει μπρος και πίσω, ακολουθεί τα μονοπάτια της μνήμης.»
Στη τρίτη συλλογή της με τον τίτλο «Η ΣΕΙΡΗΝΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ» (μεσολάβησαν τα 42 χαϊκού στο βιβλίο «ΣΥΛΛΑΒΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΙΜΕΡΟ», εκδ. Γερμανός, 2023), η ποιητική ζωγραφική της Σ. Περδίκη εξακολουθεί να κατατρύχεται από τα αιώνια ερωτήματα και μάλιστα απ’ αυτό που κατεξοχήν βασανίζει τον άνθρωπο στην ωριμότητά του, τον Χρόνο και τη σκόνη του που επικάθεται σε όλες τις πτυχές των ενδυμάτων του βίου (μας). Η διαφορά όμως από την πρώτη συλλογή έγκειται στην αισθητή μετατόπιση από το «εγώ» του προσωπικού, ερωτικού (κυρίως) βιώματος στο «εμείς» του συλλογικής κοινωνικής συνείδησης.
Με ευδιάκριτη ευαισθησία, η ποιήτρια συνεχίζει να παρατηρεί τον έξω και μέσα κόσμο της, συλλαμβάνοντας με όλες τις αισθητηριακές απολήξεις τις αλλαγές που μεταμορφώνουν την ανθρώπινη ταυτότητα στο διάβα του χρόνου, και να τις μεταπλάθει στιχουργικά σε ευσύνοπτα φιλοσοφικά δοκίμια. Στο προικώο σεντούκι του βίου της, που εγκιβωτίζει και τον δικό μας, έχουν συσσωρευτεί πλέον πολλές εικόνες, απορίες, υπαρξιακές αγωνίες και συναισθήματα.
Τι ζήσαμε, τι ερήμην μας συνέβη, τι διέφυγε από την αντίληψή μας, τι συνειδητά επιλέξαμε, τι (και αν) θα μπορούσαμε ν’ αποφύγουμε, τι δεν κατορθώσαμε να αλλάξουμε, τι ονειρευτήκαμε, ποια ιδανικά μας έθρεψαν, ποιοι φόβοι μας παρέλυσαν, ποιες μάσκες φορέσαμε, ποιες απογοητεύσεις μας σημάδεψαν και ποιες ματαιώσεις μας πλήγωσαν, ποια τύχη και ποια αναγκαιότητα καθόρισαν την πορεία μας, ποιο κοινωνικό υπόστρωμα στιγμάτισε την ατομική μας διαδρομή, πώς φτάσαμε στη ρωγμή που άνοιξε τις πύλες της μνήμης και ηλεκτροδότησε τον προειδοποιητικό ήχο της σειρήνας του χρόνου;
Όλα αυτά συναποτελούν το πλούσιο υλικό αυτής της συλλογής, χαρίζοντας στη μνήμη, την θεραπαινίδα της ποίησης, το προνόμιο να το αναδιατάξει, να πετάξει τα άχρηστα, να κρατήσει τα σημαντικά και στοχαστικά να μας κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για τα παρόντα και τα μελλούμενα.
Ακόμα και η σειρά με την οποία εκτίθενται τα ποιήματα ακολουθεί με τίτλους και περιεχόμενο την προσωπική διαδρομή της ποιήτριας από την πρώιμη θέαση της ύπαρξης μέχρι το ώριμο καταστάλαγμα της συνειδητοποίησης της ταυτότητας και της επιτακτικής ανάγκης, που προκαλεί η συρρίκνωση του χρόνου, να ειπωθούν τα ανείπωτα. Αναφέρω χαρακτηριστικά κάποιους τίτλους από την αρχή μέχρι την τελευταία σελίδα: Έναν Ιούνη, Οι μέρες μου, Παιδική χαρά, Έχω μια φίλη….Η μάσκα, Τύφλωση, Αποκαλυπτήρια, Μην ξυπνάτε τον ποιητή, Ρήγμα, Αυτοθυσία, Οι άνθρωποι έχασαν το κέφι τους.
Η πορεία αυτή προαναγγέλλεται με το μότο της συλλογής, έναν στίχο δάνειο από τον σπουδαίο ποιητή και θείο της Σοφίας Περδίκη, Αλέξανδρο Ίσαρη «Νοέμβριος και στο μυαλό μου βρέχει καλοκαίρια» και κλείνει σαν κύκλος με το όνομά του στην αφιέρωση του τελευταίου ποιήματος «Τώρα που έσβησαν οι γραμμές», το μοναδικό που αφιερώνεται σε πρόσωπο από την ποιήτρια, χωρίς καθόλου να αποκόπτεται κι αυτό από τη συνεκτική κλωστή «χρόνος- μνήμη» που ενώνει νοηματικά τα προηγούμενα.
Η ποίηση της Σοφίας Περδίκη διαρκώς εικονοποιεί με ενάργεια (όπως και οι πίνακες της) όχι μόνο τα ερανίσματα του ατομικού βίου «Αιμάσσουσα η ψυχή μ’ εκείνο το άχτι που θέλει καρφί ή βελόνα. Τρυπάς. Σωσμός και πίδακας» αλλά κι εκείνα του κοινωνικού, άλλοτε υπαινικτικά και άλλοτε με σαφήνεια επικριτικά εκφρασμένα:
«Ζούμε μέσα στον ορυμαγδό των γεγονότων…Ζούμε μέσα στον βόμβο των ειδήσεων που ξεκουφαίνουν…Ζούμε μέσα στα εκκωφαντικά προάστια των αποφάσεων. Κλείνουμε τ’ αυτιά κι οδηγούμαστε αργά στα σιωπητήρια.»
Λειτουργεί επίσης με επίγνωση σαν ένας «ολοστρόγγυλος καθρέφτης» όπου πάνω του και μαζί της μπορούμε να δούμε την αντανάκλαση όλων των προσωπείων του εαυτού μας, πριν θολώσει το περίγραμμά του:
«Οι αντανακλάσεις των ζωών μας/αυτών που ζήσαμε σαν να ήμασταν οι Άλλοι/φευγαλέα περνούσαν από μπροστά μας»
Οι στίχοι της ηχούν σαν τη σειρήνα που θέλει να συντρίψει τη σιωπή, να δώσει διέξοδο στην επιβεβλημένη υποταγή και αφωνία:
«Εξάλλου, μέσα στα μαλαματένια τους κλουβιά όλοι έπρεπε να ζουν αρμονικά, χωρίς κρωξίματα μέχρι τα βαθιά γεράματα. Με χαμηλωμένα βλέμματα και φτερά μοναχικά να πεθαίνουν στ’ αναπαυτικά κιβούρια τους»
Χωρίς να εγκαταλείπει την χαρακτηριστική από την πρώτη συλλογή γυναικεία φωνή, άλλωστε σε αρκετά ποιήματα το ποιητικό υποκείμενο δηλώνεται με θηλυκή υπόσταση, σε τούτη τη συλλογή ανοίγεται το σώμα και διευρύνεται η εμπειρία, αγκαλιάζοντας το ανθρώπινο όν σε όλες του τις ταυτότητες.
Στη «ΣΕΙΡΗΝΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ» αναγνώρισα με συγκίνηση τη δύναμη που έχει η καλά δουλεμένη ποιητική γλώσσα να προχωρήσει στα αποκαλυπτήρια, να σηκώσει τη σκόνη του χρόνου από το «βαρύ σεντόνι που προστατεύει του εαυτού μου το ομοίωμα» και να κοιτάξει κατάματα την αλήθεια της, κι ας ήταν «η σύγκρουσή της με τον χρόνο μετωπική»
Είναι η καθοριστική στιγμή που η ποιήτρια συνειδητοποιεί πως «Σε κάθε επόμενο τόνο οι ώρες και οι εποχές της θα είναι επείγουσες»
Ποιος μπορεί να αρνηθεί πως δεν υπάρχει για τον καθένα μας αυτή η στιγμή;