in

Η Ρωσική Επανάσταση και η στρατηγική αναζήτηση σήμερα

Η Ρωσική Επανάσταση και η στρατηγική αναζήτηση σήμερα

Η Ρωσική Επανάσταση έχει καταχωριστεί ως  υπόδειγμα αυτού που στη στρατηγική ορολογία έχει ονομαστεί «πόλεμος κινήσεων» ή «πόλεμος ελιγμών». Είναι πολύ γνωστό πως ο Γκράμσι στα περίφημα Τετράδια της Φυλακής αντιπαραθέτει αυτό που συνέβη στη Ρωσία σε αυτό που κατά τη γνώμη του είναι καταλληλότερο στις συνθήκες των δυτικών κοινοβουλευτικών καθεστώτων. Ισχυριζόμενος πως η διαφορά των τελευταίων από εκεί «όπου το κράτος ήταν το παν και η κοινωνία των πολιτών τίποτε» συνίσταται κατά βάση στο γεγονός πως  στη Δύση γύρω από το κράτος αναπτύσσεται ένα ολόκληρο σύνολο από «οχυρωματικά έργα», θεσμούς της κοινωνίας των πολιτών, που δρουν προστατευτικά και κάνουν την προσπάθεια για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη μια διαδικασία πολύ περισσότερο σύνθετη και μακροχρόνια. Ο «πόλεμος κινήσεων», λοιπόν, ο οποίος αποδείχτηκε ιδιαίτερα αποτελεσματικός στις ρωσικές συνθήκες, αλλά και αποτελούσε τον τρόπο που ήταν κατάλληλος μέχρι την Κομμούνα του Παρισιού για το σύνολο της Ευρώπης, δεν μπορεί πλέον να είναι νικηφόρος. Θα πρέπει, αντιθέτως, να αντικατασταθεί από την στρατηγική του «πολέμου θέσεων», που σκοπό έχει να καταστρέψει τα «οχυρωματικά έργα» που περιβάλλουν το κράτος, πριν να κατορθώσει την κατάληψη της εξουσίας και τη «συντριβή» του αστικού κρατικού μηχανισμού στην πορεία προς τον σοσιαλισμό. Αυτή η προσέγγιση -και οι ερμηνείες που την αξιοποίησαν- έδωσε τη βάση για τη στρατηγική του ευρωκομμουνισμού, σε όλες της τις παραλλαγές.

Από την άλλη, η καταχώριση της Ρωσικής Επανάστασης στα παραδείγματα του «πολέμου κινήσεων», αντίθετα από την πρόθεση του Γκράμσι, έδωσε τη δυνατότητα να θεωρηθεί αυτή ως «εξ εφόδου κατάληψη της εξουσίας» και να συρρικνωθεί η επαναστατική διαδικασία στο στρατιωτικό της σκέλος. Δεν είναι τυχαίο πως συχνότατη είναι η αναφορά στην περίφημη «μεγάλη νύχτα» της κατάληψης των Χειμερινών Ανακτόρων, που περιορίζει  το επαναστατικό Συμβάν κατά βάση στο επεισόδιο της 7ης Νοεμβρίου του 1917. Αυτό επιτρέπει να προσομοιάζεται η δράση των ρώσων επαναστατών με αυτή των γιακωβίνων της Γαλλικής Επανάστασης, ενώ πολύ συχνά θεωρείται ως «μπλανκιστική» ενέργεια, ως δράση, δηλαδή, συνωμοτικού τύπου από τη μπολσεβίκικη στρατιωτική επιτροπή του Πέτρογραντ. Στις προχωρημένες –και ηγεμονικές σήμερα- εκδοχές του, το επιχείρημα φθάνει να χαρακτηρίσει τη Ρωσική εργατική επανάσταση ως απλό coup d’ etat, στρατιωτικό πραξικόπημα. Πρόκειται για επιχείρημα εντελώς ανυπόστατο. Πρώτον, γιατί αντεπαναστατικό πραξικόπημα είχε πράγματι ήδη εκδηλωθεί από τον Αύγουστο, υπό τον στρατηγό Κορνίλοφ και, δεύτερον, γιατί ο στρατός που δεν είχε προσχωρήσει στο πραξικόπημα ήταν υπό τις διαταγές της Προσωρινής Κυβέρνησης, μόνο που αρνήθηκε να κινηθεί εναντίον του σοβιέτ της πρωτεύουσας. Ο λόγος; Η οκτωβριανή εξέγερση διέθετε πολύ μεγάλη δημοκρατική νομιμοποίηση. Στην πραγματικότητα εκλήφθηκε ευρέως μεταξύ των εργατών και των στρατιωτών ως αυτό που πραγματικά ήταν: μια αμυντική ενέργεια αυτοπροστασίας των κατακτήσεων της Επανάστασης μέσα από την εξέλιξή της σε μια επόμενη φάση. Τα στοιχεία που το επιβεβαιώνουν  είναι συντριπτικά –και το άνοιγμα των αρχείων μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού» έχει βοηθήσει πάρα πολύ. Πολύ χαρακτηριστικό είναι πως η απόφαση του Δεύτερου Πανρωσικού Συνεδρίου των σοβιέτ για «όλη την εξουσία στα σοβιέτ», που ενέκρινε την εξέγερση το ίδιο βράδυ, λήφθηκε με ποσοστό κοντά στο 80%. Επρόκειτο για ένα σώμα αντιπροσώπων που εκλέχθηκε από ένα πρωτοφανή –όχι μόνο με τα ρωσικά μέτρα- αριθμό ψηφοφόρων, ό,τι δημοκρατικότερο και αμεσότερο στην ιστορία των πολιτικών θεσμών.

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως η εξέγερση ήταν ένα κρίσιμο, αλλά μικρό τμήμα της επαναστατικής διαδικασίας, που άνοιγε το δρόμο στη σοσιαλιστική αναμόρφωση του κόσμου. Οι μπολσεβίκοι ήξεραν καλύτερα από τον καθένα πως ο σοσιαλισμός δεν μπορούσε να εισαχθεί με διατάγματα. Προσυπέγραφαν απολύτως την άποψη της Ρόζας Λούξεμπουργκ πως «πρέπει να αγωνιστούμε πολιτικά και πολιτικά να τον κερδίσουμε μέσα από τη συνειδητή βούληση και δράση της πλειοψηφίας του προλεταριάτου». Και αυτό έκαναν, ακολουθώντας μια και μοναδική γραμμή: «εξηγούμε υπομονετικά».

Η Ρωσική Επανάσταση υπήρξε ένα κορυφαίο δημοκρατικό Συμβάν. Επί μήνες, σε συνθήκες εντελώς πιεστικές, έχουμε ένα μοναδικό ξέσπασμα ελευθερίας, έκφρασης και λαϊκής κινητοποίησης. Οι ρώσοι όλο το ’17 ψηφίζουν, εκλέγουν και εκλέγονται δεκάδες φορές για εκατοντάδες θέματα και για όλους τους θεσμούς. Ελέγχουν διαρκώς τους αντιπροσώπους τους, έχουν το δικαίωμα να τους ανακαλέσουν ανά πάσα στιγμή. Κανείς άλλος πληθυσμός οπουδήποτε, οποτεδήποτε στην παγκόσμια ιστορία δεν είχε τόσες πολλές ευκαιρίες να ψηφίσει όσο οι ρώσοι (και ιδίως οι εργάτες των πόλεων) της επαναστατικής περιόδου –εκλογές για τοπικά συμβούλια, για συνδικάτα, για πολυάριθμους περιφερειακούς οργανισμούς, για εργοστασιακές επιτροπές, για τα σοβιέτ.  Συμμετέχουν ασταμάτητα. Συζητούν παντού. Διαβάζουν –αυτοί οι μαζικά αναλφάβητοι- με ρυθμούς που προκαλούν το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Γνωρίζουν και προσχωρούν με τρόπους που μόνο οι επαναστάσεις επιτρέπουν. Εκπλήσσουν τους συντηρητικούς δυτικούς ανταποκριτές με την πραότητα και ακόμη και με το «καλό τους ντύσιμο», που εντυπωσιάζει στις φωτογραφίες του επαναστατημένου πλήθους –είτε στα σοβιέτ είτε στις συγκεντρώσεις και τις διαδηλώσεις. Κυρίως, όμως, με την ελάχιστη προσφυγή στη βία από μέρους τους –η ίδια η Οκτωβριανή εξέγερση είναι σχεδόν ολοκληρωτικά αναίμακτη.

Οι μπολσεβίκοι εμπλέκονται στο δημοκρατικό αυτό πανηγύρι από τους πρώτους –επιχειρούν να το συντηρήσουν και να το διευρύνουν. Οι δυνάμεις τους αυξάνονται ραγδαία. Αναλαμβάνουν έναν «πόλεμο θέσεων» σε όλους τους θεσμούς με πολύ επιτυχή αποτελέσματα. Από τις εργοστασιακές και συνοικιακές επιτροπές μέχρι τους δημοτικούς και τοπικούς θεσμούς είναι παρόντες και προσπαθούν να πείσουν. Η επιρροή τους εξελίσσεται με τρόπο απρόβλεπτο ακόμη και από τους ίδιους. Το Νοέμβριο ήδη έχουν τη μεγάλη πλειοψηφία σε όλα τα αιρετά σώματα –σε πανρωσικό επίπεδο, αλλά και σε όλες τις μεγάλες πόλεις, όπου κερδίζουν τις δημοτικές εκλογές τη μία πίσω από την άλλη.  Οι ενέργειές τους είναι προσαρμοσμένες, λοιπόν, σε μια σαφή δημοκρατική εντολή, την οποία διασφαλίζουν με διαρκή προσφυγή στη λαϊκή βούληση. Το σύνθημα για «όλη την εξουσία στα σοβιέτ» δοκιμάζεται επί μήνες και στην περίοδο της κατάργησης της Προσωρινής Κυβέρνησης έχει μια αναμφισβήτητη νομιμοποίηση. Αυτό, άλλωστε, γίνεται αποδεκτό και από τα άλλα κόμματα την εποχή εκείνη. Κανείς δεν αμφιβάλλει πως η πλειοψηφία είναι με τους μπολσεβίκους. Η ηγεμονία –για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο που έχει καταχωριστεί στο Γκράμσι, αλλά ο ίδιος τον αποδίδει στο Λένιν- είναι κερδισμένη με τον πιο ανοικτό και νόμιμο τρόπο.  Όχι γιατί το λένε οι ίδιοι, αλλά γιατί το επιβεβαιώνουν αναρίθμητες εκλογικές διαδικασίες σε όλη τη χώρα.  

Η εικόνα, συνεπώς, που έχει διαμορφωθεί για το ρωσικό «πόλεμο κινήσεων» ως στρατηγικής της εφόδου δεν αντιστοιχεί στα πράγματα. Σε μεγάλο βαθμό, μάλιστα, είναι αποτέλεσμα της σταλινικής ερμηνείας των επαναστατικών γεγονότων, που είχε κάθε λόγο να αποκρύψει το δημοκρατικό τους δυναμικό, συρρικνώνοντάς τα στη περιορισμένη στρατιωτική τους διάσταση. Η στρατηγική των ρώσων επαναστατών περιελάμβανε στοιχεία και των δύο τύπων «πολέμων» -και μετωπικών και στα χαρακώματα-, όπως δείχνει η πολιτική τους πολύ πριν το ’17, αλλά -όπως είπαμε παραπάνω- και όλο το ’17, οι εκφρασμένες διαφορές τους από τους αναρχικούς, η αποδοχή των αναλύσεων του Κάουτσκι γι’ αυτό που ο ίδιος στο Δρόμο για την Εξουσία ονόμαζε «πόλεμο φθοράς», πολύ κοντινό στο «πόλεμο θέσεων» του Γκράμσι.

* * *

Τι συνέπειες έχουν αυτές οι παραδοχές στη σημερινή συζήτηση για ζητήματα στρατηγικής; Ας δώσουμε το λόγο στο Νίκο Πουλαντζά. Στα τελευταία του έργα -και, ιδίως, στο Κράτος, Εξουσία, Σοσιαλισμός- το εγχείρημα του συνίσταται στην προσπάθεια να σκιαγραφηθεί η δυνατότητα ενός δημοκρατικού δρόμου για το σοσιαλισμό. Η Ρωσική Επανάσταση αποτελεί αναγκαία αναφορά από αυτήν την άποψη. Ο άξονας γύρω από τον οποίο στήνει την προσπάθειά του είναι ακριβώς η κριτική της Λούξεμπουργκ στη δική της Ρωσική Επανάσταση, οι επισημάνσεις, δηλαδή, που αυτή κάνει σχετικά με τα ρωσικά γεγονότα ήδη από τον Απρίλιο του ’18. Ο Πουλαντζάς προσυπογράφει απολύτως την τοποθέτηση της Λούξεμπουργκ, η οποία ασκώντας κριτική στους μπολσεβίκους για τη διάλυση της Συντακτικής Συνέλευσης, γράφει πως «ο Λένιν και ο Τρότσκι αρνούμενοι τα αντιπροσωπευτικά σώματα που αναδείχτηκαν από τις γενικές λαϊκές εκλογές, εγκατέστησαν τα σοβιέτ ως τη μοναδική γνήσια αντιπροσώπευση … αλλά με την κατάπνιξη της πολιτικής ζωής σε όλη τη χώρα, η ζωή των ίδιων των σοβιέτ δεν θα μπορούσε να αποφύγει μια εκτεταμένη παράλυση…[γιατί] δίχως γενικές εκλογές, απεριόριστη ελευθερία του τύπου και των συγκεντρώσεων, δίχως ελεύθερη διαπάλη διαφόρων απόψεων, η ζωή σβήνει σε κάθε πολιτικό θεσμό και θριαμβεύει μόνη η γραφειοκρατία». Κατά τη γνώμη του αυτή η κριτική παραμένει αναμφίβολα η καταλληλότερη εκκίνηση για τη δημοκρατική ανανέωση του σοσιαλιστικού προγράμματος. Γιατί φαίνεται πως η ρίζα της αποτυχίας του ρωσικού επαναστατικού εγχειρήματος –με όλες τις προσπάθειες να υποστηριχθεί η ευθύνη των υποτιθέμενα εγγενών συγκεντρωτικών αντιλήψεων του Λένιν και των υπολοίπων ρώσων ηγετών από διάφορες πλευρές- βρίσκεται, παραδόξως, στην ιδιαίτερη –και λόγω συνθηκών- εμμονή στην άμεση δημοκρατία στη βάση. Η ειλικρινής πεποίθηση των ρώσων κομμουνιστών πως η ύπαρξη των εργατικών και τοπικών συμβουλίων είναι επαρκής εγγύηση για τη σοσιαλιστική δημοκρατία –σε αντίστιξη με τις κεντρικές λειτουργίες της αστικής- επέτρεψε την εξαφάνιση οποιασδήποτε εγγύησης και τη διάνοιξη του δρόμου για το σταλινικό κράτος. Άρα, για τη Λούξεμπουργκ –και κατ’ επέκταση για τον Πουλαντζά- το σφάλμα των ρώσων ήταν, κατά τον παραδοσιακό όρο, αριστερού τύπου και συνίστατο στην απόλυτη εμπιστοσύνη στις δομές βάσης, στους αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς για τη συγκρότηση ενός δημοκρατικού κράτους των εργατών.

Βέβαια, ο Πουλαντζάς φαίνεται να μην ενδιαφέρεται για το γεγονός πως η Λούξεμπουργκ λίγους μήνες μετά, το φθινόπωρο του ’18, θα «διόρθωνε» την θέση της στο συγκεκριμένο ζήτημα δηλώνοντας πως η Συντακτική ήταν ένας αστικός θεσμός σε αντιπαράθεση με τα όργανα της εργατικής δημοκρατίας κι ένα αντεπαναστατικό φρούριο απέναντί τους. Στις μέρες της Γερμανικής Επανάστασης το Δεκέμβριο, στη Rote Fahne, γράφει: «Εθνοσυνέλευση ή όλη η εξουσία στα συμβούλια των εργατών και στρατιωτών, εγκατάλειψη του σοσιαλισμού ή αποφασιστική πάλη του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη; Να ποιο είναι το δίλημμα». Και ακόμη: «Το ζήτημα της Εθνοσυνέλευσης…είναι ένα ζήτημα αρχής, πρόκειται για τον αυτοχαρακτηρισμό της Επανάστασης ως σοσιαλιστικής… Η Εθνοσυνέλευση είναι μια ξεπερασμένη κληρονομιά των αστικών επαναστάσεων, ένας κενός φάκελος…». Προσχωρεί, λοιπόν, ανεπιφύλακτα στην θέση των μπολσεβίκων. Προσχωρεί σ’ αυτό που προηγουμένως χαρακτηρίσαμε το «αριστερό τους σφάλμα». Προσυπογράφει, πια, την άποψη του Λένιν, από το Κράτος και Επανάσταση, πως «[χ]ωρίς αντιπροσωπευτικούς θεσμούς δεν μπορούμε να φανταστούμε τη δημοκρατία, ακόμη και την προλεταριακή δημοκρατία, χωρίς τον κοινοβουλευτισμό μπορούμε και οφείλουμε να τη φανταστούμε…» και συμμαχεί μαζί του στην επίθεση εναντίον της αστικής δημοκρατίας, επίθεση που επιβάλλεται ακριβώς λόγω του αντιδημοκρατικού χαρακτήρα της τελευταίας.. Έχει δίκιο ο Πουλαντζάς, όταν «αδιαφορεί» για τη μεταστροφή της Λούξεμπουργκ επιμένοντας στα στρατηγικά συμπεράσματα που συνήγαγε από την πρώτη κριτική της; Έχει δίκιο να θεωρεί κρίσιμη τη διατήρηση πανεθνικού κοινοβουλευτικού τύπου θεσμών στο σοσιαλισμό μια και το θεμελιώδες είναι «πώς να συλλάβουμε ένα ριζικό μετασχηματισμό του κράτους συναρθρώνοντας τη διεύρυνση και το βάθεμα των θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και των ελευθεριών με την ανάπτυξη μορφών άμεσης δημοκρατίας στη βάση και τη διασπορά αυτοδιαχειριστικών εστιών», πράγμα που είναι «το βασικό πρόβλημα ενός δημοκρατικού δρόμου για το σοσιαλισμό και ενός δημοκρατικού σοσιαλισμού»;

Νομίζουμε πως έχει δίκιο μια και η μεταστροφή της Λούξεμπουργκ δεν αναιρεί την ουσία της αρχικής τοποθέτησής της. Όπως το θέτει ο Norman Geras στο κλασικό του βιβλίο The Legacy of Rosa Luxembourg, «[η]  βαθιά και προφανής δέσμευση στη σοσιαλιστική δημοκρατία … βρίσκεται … στη Λούξεμπουργκ με τρόπο πολύ σαφή σε σχέση με τους περισσότερους συγχρόνους της και εκφράστηκε στα 1918 με συγκεκριμένες αμφιβολίες, ανησυχίες και αντιρρήσεις σχετικά με την πορεία της Ρωσικής Επανάστασης … Αυτό δεν ήταν «λάθος». Ήταν, όπως αποδείχτηκε, μια κολοσσιαία συνεισφορά, έστω και μόνο για μια μελλοντική επαναστατική γενιά…». Η επιμονή της πως δεν υπάρχει δημοκρατία οποιουδήποτε είδους χωρίς και γενικές εκλογές, απεριόριστη ελευθερία του τύπου, γνώμης, συγκέντρωσης και οργάνωσης αν μπορούσε να ληφθεί περισσότερο υπόψη είναι πιθανό τα πράγματα να έπαιρναν άλλο δρόμο από αυτόν που τελικά πήραν.
  Δεν σκοπεύουμε να ασχοληθούμε εδώ περισσότερο με το ζήτημα του δημοκρατικού δρόμου. Υπενθυμίζουμε, απλώς, πως είναι η στρατηγική εκείνη που προετοιμάζει την ιστορική ρήξη επιτυγχάνοντας θεσμικές μεταβολές στην προοπτική του σοσιαλισμού. Όλες οι μεταρρυθμίσεις που αυξάνουν τη δυνατότητα συλλογικής δράσης των ανθρώπων σήμερα, όλες οι επιλογές που μειώνουν την επικράτεια του εμπορεύματος, όλες οι θεσμικές αλλαγές που επιτρέπουν την αμεσοδημοκρατική παρέμβαση του πληθυσμού είναι πολιτικές νίκες του κινήματος από την σκοπιά του σοσιαλισμού. Είναι πολιτικές παρεμβάσεις που ξεκόβουν τόσο από μια αριστερίστικη σωτηριολογική προσμονή μιας απρόβλεπτης στην πράξη κατάστασης επαναστατικής κρίσης όσο –και πιο έντονα- με μια ρεφορμιστική προκήρυξη υποτιθέμενων διαρθρωτικών αλλαγών, που μεταρρυθμίζουν τον καπιταλισμό, χωρίς να τον κλονίζουν ούτε κατ’ ελάχιστον. Ο δημοκρατικός δρόμος επιχειρεί να προετοιμάσει την κατάσταση της ιστορικής τομής, να την φέρει κοντύτερα στο χρόνο. Γιατί και οι δύο στάσεις που αναφέρθηκαν προηγουμένως στην πραγματικότητα μας αναγκάζουν να βλέπουμε το σοσιαλισμό «εκτός χρόνου», ολοκληρωτικά απροσδιόριστο ή απεριόριστα απομακρυσμένο.

Η προσέγγιση αυτή βρίσκεται, χωρίς αμφιβολία, μέσα στο πλαίσιο της ιστορικής επαναστατικής παράδοσης, αυτής του Λένιν και της Λούξεμπουργκ, αυτής με την οποία ο θρίαμβος του Στάλιν παρουσιάζει μια ασυνέχεια τόσο ολοκληρωτική που χρειάστηκε να βρει μια «βιολογική» έκφραση στην εξόντωση ολόκληρης της μεγάλης επαναστατικής γενιάς του ’17. Η προσέγγιση αυτή βρίσκεται στους αντίποδες αυτού που ο Πουλαντζάς ονόμαζε «δεξιό ευρωκομμουνισμό», μιας αντίληψης, δηλαδή, προοδευτικού, ειρηνικού, νόμιμου και σταδιακού μετασχηματισμού. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως ο ίδιος επέμενε να μιλάει για ένα σημείο καθοριστικής ρήξης σε αυτήν την πορεία του «επαναστατικού δρόμου προς το δημοκρατικό σοσιαλισμό», ένα σημείο μη-επιστροφής σε ό,τι αφορά το συσχετισμό δυνάμεων υπέρ της εργατικής τάξης. Δεν είναι τυχαία, ακόμη, η επιμονή του στη μεγάλη χρησιμότητα που έχει ακόμη για μας «ο Λένιν του Κράτος και Επανάσταση που είναι και ο σημαντικότερος…». Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται αυτήν την κορυφαία ρήξη είναι αρκετά ασαφής και αμήχανος σε όλα τα τελευταία του κείμενα. Το ζήτημα, ωστόσο, είναι καίριο μια και θεωρεί πως αυτό είναι που κατεξοχήν διαχωρίζει τη στρατηγική του δημοκρατικού δρόμου από το ρεφορμισμό. Η προσπάθειά του να αντικρούσει μια εκδοχή δυαδικής εξουσίας δεν αναπτύσσεται τόσο, ώστε να δώσει μια συνεκτική εναλλακτική. Η στρατηγική συζήτηση σε αυτό το σημείο παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον.

Η Ρωσική Επανάσταση είναι ένα παράδειγμα κοινωνικού μετασχηματισμού με πολύ  μεγάλη σημασία -και για την θεωρία της αριστεράς- σήμερα όσο και πάντοτε. Ο πολυδιάστατος χαρακτήρας της προσφέρει τις δυνατότητες για στρατηγικά συμπεράσματα με διαρκή αξία. Αποτέλεσμα και εκτύλιξη συνδυασμού «πολέμου κινήσεων» και «πολέμου θέσεων» μαζί δείχνει πόσο μια μετασχηματιστική διαδικασία δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει και τα δύο. Γιατί, όπως σωστά σημειώνει ο Perry Anderson στο κλασικό δοκίμιό του The Antinomies of Antonio Gramsci, «[τ]ο να διατυπώνεις την σοσιαλιστική στρατηγική στο μητροπολιτικό καπιταλισμό ουσιαστικά σαν «πόλεμο κινήσεων» σημαίνει να λησμονείς την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του αστικού κράτους και να φέρνεις την εργατική τάξη αντιμέτωπη μ’ αυτό σε μια σειρά θανατηφόρων περιπετειών. Το να τη διατυπώνεις ως «πόλεμο θέσεων» σημαίνει να ξεχνάς τον αναγκαστικά απότομο και εκρηκτικό χαρακτήρα των επαναστατικών καταστάσεων, που , από την φύση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών δεν μπορούν να σταθεροποιηθούν για πολύ και, κατά συνέπεια, απαιτούν τη μεγαλύτερη ταχύτητα και κινητικότητα στην επίθεση για να μη χαθεί η ευκαιρία…».  Αυτές οι διατυπώσεις μοιάζει να αφορούν κάτι πολύ μακρινό βάσει των σημερινών συνθηκών. Έτσι φαίνονταν και την εποχή που διατυπώθηκαν, πριν από τριάντα χρόνια. Εάν δεν προχωρήσαμε, ωστόσο, δεν κάνει παρά επιτακτικότερη την ανάγκη να προσπαθήσουμε περισσότερο στο μέτρο που μας αναλογεί. Αν ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός παραμένει το ζήτημα που δικαιώνει τη διακριτή παρουσία της αριστεράς. Αν όχι, όντως πρόκειται για περιττές απασχολήσεις χωρίς ενδιαφέρον. Δεν ξέρουμε, όμως, τότε σε τι χρειάζεται η αριστερά.

Χρήστος Λάσκος –Χριστόφορος Παπαδόπουλος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Λουτράκι-Βατερλώ με στάση ΕΡΤ. Του Κώστα Βαξεβάνη

Σαράντα Νοέμβρηδες μετά. Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου