Μαρκ Φίσερ, Η ακύρωση του μέλλοντος (επιλογή-μετάφραση: Αλέξανδρος Παπαγεωργίου), Αντίποδες 2024
Το έργο του Μαρκ Φίσερ παρουσιάζει, κατά την ταπεινή μου γνώμη, τέσσερις αξιοσημείωτες ιδιαιτερότητες-προτερήματα:
Πρώτον, εδράζεται υπαρξιακά στην πρόσμιξη του προσωπικού και του πολιτικού στοιχείου. Το γράψιμο ως προσωπική έκφραση και ως μοίρασμα με την (ψηφιακή και μη) κοινότητα ήταν για τον συγγραφέα ανάσα διαφυγής και, συνάμα, θηλιά μες στα σκοτάδια της μακροχρόνιας μάχης του με την κατάθλιψη, η οποία οδήγησε εντέλει στην απεγνωσμένη πράξη της αυτοκτονίας τον Ιανουάριο του 2017. Μέσα από τα γραπτά του επιχειρεί να διερευνήσει πώς η ατομική κατάσταση επιδρά στη θέαση των κοινωνικών συνθηκών και, αντιστρόφως, πώς το κοινωνικό περιβάλλον διαμορφώνει την ατομική εμπειρία.
Δεύτερον, ο Φίσερ υπήρξε δεινός blogger (με το διεισδυτικό και πολύ δημοφιλές ιστολόγιό του k-punk να διατηρείται σε λειτουργία ακόμα και μετά το θάνατό του), και ο ίδιος προσδιόριζε τις δημόσιες τοποθετήσεις του ως «χαμηλή θεωρία». Υπό αυτό το διόλου υποτιμητικό πρίσμα, μπορεί εύστοχα να χαρακτηριστεί το γεφύρωμα μεταξύ της ακαδημαϊκής τεκμηρίωσης και της μέριμνας για μαζική διάχυση της γνώσης σε ευρύτερα ακροατήρια. Επιπροσθέτως, η «χαμηλή» θεωρία δεν συνιστά αυτοσκοπό που η παραγωγή και διάδοσή της εξαντλείται εντός των αμφιθεάτρων. Αντίθετα, παρίσταται ως το αναγκαίο μέσο κριτικής παρέμβασης στο «εδώ και τώρα», για την ανάδειξη των εν υπνώσει δυνατοτήτων για μελλοντική κοινωνική χειραφέτηση.
Τρίτον, η «Ακύρωση του μέλλοντος» δεν αποτελεί ενιαίο έργο, αλλά πρόκειται για συλλογή κειμένων, επιλεγμένων μάλιστα to the point από τον μεταφραστή της ελληνικής έκδοσης, τα οποία εκτείνονται σε μακρό ορίζοντα, ξεκινώντας από την εποχή των βεβαιοτήτων του «τέλους της ιστορίας» και φτάνοντας στον πυκνό χρόνο των πολλαπλών κρίσεων. Συνεπώς, εύλογα δεν υπάρχει αφηγηματική γραμμικότητα και σαφής ερμηνευτικός προσανατολισμός, αλλά υφίστανται θραυσματικές απεικονίσεις του παρόντος και των «ακυρωμένων» δυνατοτήτων του μέλλοντος και ευδιάκριτες μετατοπίσεις ως προς την –άλλοτε αισιόδοξη κι άλλοτε απαισιόδοξη– συναισθηματική πρόσληψη της συλλογικής συνθήκης. Ωστόσο, το βιβλίο, τόσο χάρη στην αναλυτική ικανότητα του Φίσερ, όσο και στην εξαιρετικά προσεγμένη μετάφραση του κριτικού του κινηματογράφου-κοινωνικού κριτικού Αλέξανδρου Παπαγεωργίου, διατηρεί ένα διεπιστημονικά συνεκτικό νήμα. Τούτο έγκειται στον κεντρικό ρόλο της ιδεολογίας, της κουλτούρας και της ψυχανάλυσης για την εξήγηση της δυσφορίας που βιώνουμε εντός των ορίων του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Ως αντίβαρο σε αυτή την πολυπαραγοντικά ασφυκτική συνθήκη προσωπικής και συλλογικής ματαίωσης, ο Φίσερ προτάσσει την άρρηκτη σύνδεση μεταξύ της ατομικής ευτυχίας, της πολιτικής συμμετοχής και των εκτεταμένων κοινωνικών δεσμών.
Τέταρτον, από μεθοδολογική σκοπιά (μολονότι ο ίδιος ο Φίσερ μάλλον απεχθανόταν τις ταμπέλες), το έργο του κινείται στο ρεύμα του μετα-μαρξισμού, εκκινώντας από την ερμηνευτική προαντίληψη της σχετικής αυτονομίας μεταξύ της υλικής (παραγωγικής) βάσης και του ιδεολογικού (θεσμικού, πολιτισμικού κ.λπ.) εποικοδομήματος. Η ιδιαιτερότητα της σκέψης του, πάντως, σε σχέση με τους μεταμοντέρνους μετα-μαρξιστές θεωρητικούς έχει να κάνει με το γεγονός ότι επιχειρεί όχι να υπερβεί, αλλά να ανανοηματοδοτήσει τη –δομική στον μαρξισμό– έννοια της «τάξης», την οποία προσλαμβάνει ως ένα σύνθετο πλέγμα κοινωνικών σχέσεων που επιδρούν καταλυτικά στην ανθρώπινη υποκειμενικοποίηση.
Το πρώτο και, κατά τη γνώμη μου, πιο ενδιαφέρον μέρος του βιβλίου αναφέρεται στον εξαιρετικά δυσμενή τρόπο με τον οποίο ο καπιταλιστικός ρεαλισμός επιδρά στην ψυχική υγεία των προσώπων. Εν είδει επεξηγηματικής παρέκβασης αξιοποιώντας τα λόγια του ίδιου του Φίσερ, «ο καπιταλιστικός ρεαλισμός αναφέρεται στην ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι δεν υπάρχει καμία εναλλακτική στον καπιταλισμό – αν και ο όρος «πεποίθηση» είναι ενδεχομένως παραπλανητικός, δεδομένου ότι η λογική του καπιταλιστικού ρεαλισμού εκδηλώνεται στις θεσμικές πρακτικές των εργασιακών χώρων και των μέσων ενημέρωσης, αλλά φωλιάζει επίσης και μέσα στα μυαλά των ανθρώπων» (σελ. 57). Αναφορικά με τα ζητήματα ψυχικής υγείας, ο Φίσερ εντοπίζει μια κρίσιμη διαφορά μεταξύ της θλίψης και της κατάθλιψης, η οποία έγκειται στο «ότι, ενώ η θλίψη αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως μια ενδεχομενική και προσωρινή κατάσταση πραγμάτων, η κατάθλιψη αυτοπαρουσιάζεται ως αναγκαία και ατέρμονη, οι παγωμένες επιφάνειες του κόσμου του καταθλιπτικού εκτείνονται προς κάθε πιθανό ορίζοντα» (σελ. 61).
Τα αίτια για την ολοένα και εντεινόμενη συναισθηματική πίεση που βιώνουν τα υποκείμενα στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό της επιτάχυνσης είναι ποικίλα μα όλα κατατείνουν στην ιδιωτικοποίηση του άγχους, δηλαδή στην αποπολιτικοποίηση των λόγων της ατομικής και συλλογικής δυσφορίας και, εξ αντανακλάσεως, των ψυχαναλυτικών μεθόδων για την αντιμετώπιση της εν λόγω δυσφορίας. Παραπέμποντας στα «Φαντάσματα του Μαρξ» του Ζακ Ντεριντά, εισάγει την έννοια της «στοιχειοντολογίας», επισημαίνοντας ότι μας συμβαίνει κάτι χειρότερο, πιο ύπουλα απελπιστικό, σε σχέση με τα φαντάσματα χαμένων μελλόντων που δεν εκπληρώθηκαν και μας στοιχειώνουν στο διηνεκές: πλέον, δεν υφίσταται καν η παραμικρή φαντασία γύρω από την ύπαρξη ενός εναλλακτικού μέλλοντος. Αυτή η οντολογικοποίηση της καπιταλιστικής διαρρύθμισης και διευθέτησης του κόσμου εκφράζεται μέσα από τη φυσικοποίηση των κοινωνικών ανισοτήτων και την εξατομίκευση-υπευθυνοποίηση των κοινωνικών υποκειμένων. Η υποκατάσταση της συλλογικής ματιάς από τις ατομικές βιογραφίες οδηγεί στο να λησμονείται το προφανές, δηλαδή ότι «το λεγόμενο ‘μέσα’ είναι στην πραγματικότητα μια αναδίπλωση του έξω. Τα περισσότερα από αυτά που υποτίθεται ότι είναι ‘μέσα’ μας, τα έχουμε στην πραγματικότητα προσλάβει από το ευρύτερο κοινωνικό πεδίο», όπως τονίζει ο ριζοσπάστης ψυχοθεραπευτής Ντέιβιντ Σμέιλ, τον οποίο συχνά επικαλείται ο Φίσερ (σελ. 104).
Στη θέση θετικών συναισθημάτων, όπως η οικειότητα και η αλληλεγγύη, που υποδήλωναν έναν ισχυρό ταξικό δεσμό μεταξύ τους outsiders του κοινωνικοοικονομικού βίου, έχει εγκαθιδρυθεί πλέον μια αρνητικά φορτισμένη αλληλεγγύη που παίρνει τον χαρακτήρα μνησικακίας και διάθεσης αποκλεισμού των ευάλωτων «άλλων». Στην καλύτερη των περιπτώσεων δε, η φιλελεύθερη μέριμνα για τους outsiders εξαντλείται στη μιντιακή προβολή success stories υπερεπιτυχημένων καλλιτεχνών, αθλητών κ.λπ., οι οποίοι ξεκίνησαν από χαμηλά κοινωνικά στρώματα και βάδισαν στον δικό τους ξεχωριστό, ατομικό δρόμο επιτυχίας (π.χ. Γιάννης Αντετοκούνμπο).
Οι αγχωτικοί ρυθμοί ζωής επιτείνονται, αφενός, από την ενοχοποίηση της αδράνειας και την «υποχρέωση» συμμετοχής μας στο ψηφιακό κυνήγι της πληροφορίας, η απόσυρση από το οποίο εκλαμβάνεται ως εξαφάνιση από προσώπου γης, και, αφετέρου, από την «κανονικοποίηση»-«μοντελοποίηση» των κοινωφελών υπηρεσιών διά των ρυθμιστικών εργαλείων του New Public Management, με στόχο την αυστηρή επιτήρηση των «ανάξιων» φτωχών και το καναλιζάρισμα της βούλησης και δράσης τους προς ένα toolkit «βέλτιστων πρακτικών».
Προφητεύοντας κατά κάποιον τρόπο την αριστουργηματική τηλεοπτική σειρά “Severance”, όπου η too big to fail καπιταλιστική επιχείρηση προσφέρει στο προσωπικό της (και εξαναγκάζει σε) διαχωρισμένες εμπειρίες μεταξύ οκτάωρης εργασίας και ελεύθερου χρόνου μετά το πέρας του οκταώρου, με διάχυτη την απουσία σκοπού και αναστοχασμού επί του σκοπού της εργασίας, ο Φίσερ επισημαίνει ότι στον καπιταλισμό της επιτήρησης «δεν χρειάζεται απλώς να δουλεύεις, πρέπει να σε βλέπουν να δουλεύεις, ακόμη κι όταν δεν υπάρχει ‘δουλειά’ να κάνεις» (σελ. 110).
Πάνω απ’ όλα, όμως, καταλογίζει τις περισσότερες ευθύνες για την εντεινόμενη ψυχική δυσφορία στην ίδια την Αριστερά, η οποία είτε στη ριζοσπαστική είτε στη ρεφορμιστική εκδοχή της έχει ουσιαστικά παραιτηθεί από το όραμα ενός διαφορετικού κόσμου. Ειδικότερα, προσάπτει στις περισσότερες εκδοχές αριστερής πολιτικής πατερναλισμό και αγκύρωση στη νοσταλγία του «χαμένου Παραδείσου», καθώς είτε αναπαράγουν μια ηθικιστική μομφή κατά των «ηδονών» είτε μένουν εγκλωβισμένες στα αναλυτικά εργαλεία του αναλογικού κόσμου, ήτοι στη μεταπολεμική «ανακωχή κεφαλαίου-εργασίας».
Συμπερασματικά, το έργο του Φίσερ καταδεικνύει πόσο αφελές είναι να αρκούμαστε στο εφικτό-ορατό και να λέμε πάλι καλά που ΄χουμε και τη δουλίτσα μας σε μια εποχή διάσπαρτης αορατότητας και συντριπτικής κυριάρχησης των πάσης φύσεως (πολιτικών, οικονομικών κ.λπ.) εξουσιαζόντων επί των «συνδεδεμένων μόνων» εξουσιαζόμενων.
Εν κατακλείδι, η «Ακύρωση του μέλλοντος» δεν συνιστά μια νοσταλγική καταβύθιση στο παρελθόν, δηλαδή σε έναν τακτοποιημένο, προ πολλού απελθόντα «λαϊκό μοντερνισμό», αλλά στην «εδώ και τώρα» αναζήτηση των διαπροσωπικών-σχεσιακών προϋποθέσεων μιας νέας δημοκρατικής ουτοπίας που θα ανακτήσει τις «αδύνατες» δυνατότητες του ακυρωμένου μέλλοντος. Κλείνοντας με τα δικά του λόγια, «πότε μπορεί να γίνει πολιτική πράξη το να μιλάμε για τα συναισθήματά μας; Όταν είναι μέρος μιας πρακτικής συλλογικής συνειδητοποίησης που καθιστά ορατές τις απρόσωπες και διυποκειμενικές δομές που συνήθως συσκοτίζει η ιδεολογία» (σελ. 106).
Το κείμενο αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της εισήγησης στην παρουσίαση του βιβλίου του Μαρκ Φίσερ “Ακύρωση του μέλλοντος”, η οποία διοργανώθηκε από το alter-βιβλιο και τις εκδόσεις Αντίποδες την Τρίτη 29 Απριλίου 2025 στο καφέ-μπαρ Μανιφέστο, με ομιλητές τον Χρήστο Λάσκο, τον Νικόλα Σεβαστάκη και τον Θωμά Ψήμμα.