«Δώσε μου ό,τι όνομα θες, δεν έχει σημασία, ούτως ή άλλως είμαστε χαμένοι στην ανωνυμία, καταντήσαμε αριθμοί». Το βλέμμα της 23χρονης Γιασμίν ακολουθεί την τετράχρονη κόρη της Νάγια και τον σύζυγό της Νιντάλ. Μόλις πριν λίγες ώρες το πλοιάριο που τους μετέφερε στην Ελλάδα είχε φτάσει στις ακτές της Κω. Μιλά με έναν λόγο που δεν έχει εξάρσεις, σαν στεγνός θρήνος γεμάτος ερωτηματικά. «Ποιος καταράστηκε την Συρία; Γιατί ο Θεός επιτρέπει αυτή την τραγωδία; Η πατρίδα μου ήταν όμορφη, οι άνθρωποι έντιμοι, δεν ήμασταν πλούσιοι αλλά ήμασταν ευτυχισμένοι. Τώρα κάθε οικογένεια έχει έναν νεκρό, έναν αγνοούμενο. Δεν έχουμε άλλη επιλογή από τη φυγή».
Χριστιανή από το Χαλέπι, σπούδαζε Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο και η κόρη της ήταν μηνών, όταν ξέσπασε ο πόλεμος. «Ο θάνατος εκεί είναι παντού. Τον αδελφό μου τον σκότωσαν. Ήταν 28 ετών και η γυναίκα του περίμενε το πρώτο τους παιδί. Περπατούσε στον δρόμο και χτυπήθηκε από όλμο. Ο ανιψιός μου γεννήθηκε ορφανός».
Η Γιασμίν άφησε πανεπιστήμιο και σπίτι και πήγε στη Λιβύη όπου ο άντρας της βρήκε μια δουλειά. Αλλά οι μάχες άρχισαν να μαίνονται και εκεί. «Δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε στη Συρία με το μωρό. Το σπίτι μας είχε καταστραφεί κι ένα κατάστημα που είχε ο άντρας μου έγινε στάχτες. Δεν είχαμε πού να γυρίσουμε». Έφυγαν για την Ιορδανία, αλλά η ζωή εκεί για τους πρόσφυγες ήταν πολύ δύσκολη. «Δεν υπήρχαν δουλειές για μας, μας αντιμετώπιζαν με καχυποψία, αρνούνταν ακόμη και σπίτι να μας νοικιάσουν κι όταν άκουγαν στον δρόμο να μιλάμε με συριακή προφορά μας κοιτούσαν εχθρικά». Έφυγαν για την Τουρκία, όπου έμειναν λίγους μήνες προσπαθώντας να βρουν δουλειά για να επιβιώσουν. Μάταια. Αποφάσισαν να περάσουν στην Ευρώπη.
Η πρώτη φορά που επιχείρησαν να περάσουν στην Ελλάδα ήταν τραυματική. «Κινδυνέψαμε να πνιγούμε. Ήμασταν 15 άνθρωποι σε μια πολύ μικρή βάρκα. Μετά από λίγο άρχισε να γεμίζει νερό. Ήμουν τρομοκρατημένη κι έλεγα ‘Θεέ μου ας πεθάνω εγώ, δεν αντέχω να δω το παιδί μου να πνίγεται’. Καλέσαμε βοήθεια και όταν ήρθαν Τούρκοι λιμενικοί εκλιπαρούσα τον άντρα μου ‘δως τους το μωρό να σωθεί’. Εκείνος δεν ήθελε κι έλεγε ‘πώς θα τους εμπιστευτώ το παιδί μας;’ Μας επέστρεψαν στην Τουρκία και λέγαμε πως ποτέ πια δεν θα επιχειρούσαμε θαλάσσιο ταξίδι. Αλλά το ξανακάναμε. Μπορείς να καταλάβεις ποια απόγνωση μπορεί να οδηγήσει μια μάνα να προσπαθήσει ξανά αυτό το ταξίδι με το παιδί της;»
Η Γιασμίν μιλά σαν να αφηγείται κάποιου άλλου την ιστορία και διστάζει πριν συνεχίσει. «Έμεινα έγκυος πριν έναν χρόνο και ζήτησα από έναν γιατρό να διακόψει την κύηση. Ξέρω πώς ακούγεται, αλλά δεν είχα άλλη διέξοδο: όταν φέρνεις ένα παιδί στον κόσμο, πρέπει να νιώθει ότι το φροντίζεις, του προσφέρεις μια ζωή, ότι μπορεί να σε εμπιστευτεί. Έχω ήδη τη Νάγια και δεν μπορώ να της προσφέρω τίποτα. Στην πατρίδα μου δεν έχουμε ηλεκτρικό, νερό, φαγητό, ούτε δουλειά. Και στην προσφυγιά που ζούμε για περισσότερο από τρία χρόνια, πάλι δεν έχουμε τίποτα. Φεύγεις και δεν παίρνεις τίποτα μαζί σου. Προσπαθείς να χωρέσεις όλη σου τη ζωή σε μια βαλίτσα. Ακόμη κι αυτά χάθηκαν στον πάτο της θάλασσας στην πρώτη μας απόπειρα να έρθουμε στην Ευρώπη».
Όσοι πρόσφυγες φτάνουν στην Ελλάδα, έχουν συνήθως ένα σχέδιο ζωής: άλλοι να ζητήσουν άσυλο εδώ, άλλοι να πάνε σε άλλη χώρα, όλοι όμως αναζητούν καταφύγιο και ασφάλεια. Εκείνη νιώθει χαμένη. «Δεν ξέρω τι να περιμένω ή τι να σχεδιάσω. Δεν ξέρω τι θα απογίνουμε. Ούτε καν αν θα μείνουμε ή θα φύγουμε. Πριν τέσσερα χρόνια όλοι μας συμπαθούσαν, τώρα κανείς δεν μας θέλει. Γιατί; Το μόνο που θέλω είναι να μπορέσω να γυρίσω μια μέρα στη Συρία. Να βρεθώ στη γειτονιά μου, με την οικογένειά μου και να γνωρίσει η Νάγια την πατρίδα της, τους παππούδες της. Έστω και για μια μέρα. Αλλά όπως ήταν πριν τον πόλεμο».
Ήταν τα τελευταία της λόγια, πριν χαθούν τα ίχνη της. Δεν θέλησε να δώσει κανένα στοιχείο επικοινωνίας, λέγοντας «μόνο να μιλήσω ήθελα».
Aναδημοσίευση από το UNHCR