Συνέχεια από το Η πολιτική των ημερών (Ι)
Όμως, οι εκλογές δεν λύνουν τίποτα αν οι πολίτες καθίστανται ανενεργοί. Δεν εξυπηρετεί τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας η ανάθεση αρμοδιοτήτων και ευθυνών χωρίς έλεγχο και ανακλητότητα, χωρίς απολογισμό και αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, χωρίς έστω μια λειτουργική ισορροπία μεταξύ της υποχρέωσης του εκλεγμένου να ενεργεί μέσα στο συμφωνηθέν με τους εκλογείς πλαίσιο και της ανάγκης να λαμβάνονται άμεσα κάποιες αποφάσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η συνεχής επίκληση της εκάστοτε αξιωματικής αντιπολίτευσης, του ΣΥΡΙΖΑ εν προκειμένω, περί άμεσης προσφυγής στις κάλπες με κάθε ευκαιρία, δεν βοηθά στην συνειδητοποίηση της δευτερεύουσας σημασίας των εκλογών ως ένα μόνο μέρος μια σύνθετης πολιτικής διαδικασίας. Αντίθετα, δημιουργεί την εσφαλμένη εντύπωση στους πολίτες πως αρκεί μια διαφορετική επιλογή στην κάλπη για να αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο.
Χωρίς περαιτέρω δική τους ενεργοποίηση και συμμετοχή. Και κάτι τέτοιο είναι ολέθριο.
Η γνώμη μου είναι πως, ακόμη κι αν το Μάιο του 2012 οι πολίτες βρέθηκαν απροετοίμαστοι, τον Ιούνιο έχασαν μια καλή ευκαιρία. Μέσα σε συνθήκες εξαιρετικής πόλωσης βέβαια, είχαν πραγματικά τη δυνατότητα να κάνουν με την ψήφο τους μια σημαντική αλλαγή σε θεσμικό επίπεδο. Δεν το έπραξαν. Ή δεν ήταν αρκετοί αριθμητικά όσοι το έκαναν. Όπως και να έχει, οι πολίτες που απείχαν μαζί με εκείνους που ψήφισαν διαμόρφωσαν ένα εκλογικό αποτέλεσμα που επέτρεπε στα δύο γνώριμα κόμματα του δικομματισμού των τελευταίων 40 ετών να καθορίζουν και πάλι την πολιτική ατζέντα. Ο σοφός λαός, του οποίου την ετυμηγορία οφείλουμε να σεβόμαστε, απεφάνθη με την αποχή του και την κατανομή των ψήφων του. Αν και κατανοώ την αγωνία ότι θα παραληφθεί “καμμένη γη” από την αυριανή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς η μνημονιακή συγκυβέρνηση ξεπουλά και διαλύει τα πάντα, θεωρώ πως από τη στιγμή που δεχόμαστε να παίξουμε με τους όρους της παραδοχής της απόφασης της όποιας πλειοψηφίας (έστω και σχετικής) η συνεχής αναφορά στην αναγκαιότητα νέων εκλογών είναι μάταιη. Ακόμη και η επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές δεν είναι αξιοποιήσιμο εργαλείο, καθώς είναι γενικώς αποδεκτό πως επικρατεί μια λογική “χαλαρής ψήφου”, χάρη στην οποία εξάλλου και ο ΣΥΡΙΖΑ παλιότερα είχε καλύτερα ποσοστά σε σχέση με την απόδοσή του στις εθνικές εκλογές. Για να μπορούσε πράγματι να χρησιμοποιηθεί ως μέσο πίεσης θα έπρεπε να είχε προηγηθεί μια μακρά περίοδος κατά την οποία μαζικότατες διαδηλώσεις και απεργίες θα λάμβαναν χώρα· πράγμα το οποίο δε συνέβη δυστυχώς.
Επομένως, είναι γεγονός πως ο λαός περιμένει μέσω της εκλογικής διαδικασίας να εκφράσει, έστω και επιφυλακτικά την άποψή του για το ποιος ή ποιοι θα μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις των καταστάσεων. Αυτό, εξάλλου, γίνεται σαφές και με την απλή διαπίστωση της εξαιρετικά χαμηλής -για την κρισιμότητα των καιρών- κυκλοφορίας της εφημερίδας “Η Αυγή” που λειτουργεί ως δίαυλος επικοινωνίας των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ. Αντί σε αυτή την κρίσιμη περίοδο οι πολίτες να προσπαθούν διακαώς να ενημερωθούν απευθείας και χωρίς παραμορφωτικά φίλτρα για τις αρχές και τις θέσεις του κόμματος που προτίθενται να υπερψηφίσουν, απαξιώνουν τις εφημερίδες της Αριστεράς και αγοράζουν κατά δεκάδες χιλιάδες τα φύλλα συστημικών εφημερίδων μεγαλοεπιχειρηματικών συμφερόντων οι οποίες με το δόλωμα των εκπτωτικών κουπονιών αξιοποιούν την ευκαιρία να προπαγανδίσουν τις φιλοκυβερνητικές ή συντηρητικές εν γένει απόψεις τους.
Όμως, σε αυτή την περίπτωση της διστακτικής εκλογικής προτίμησης, η ανοχή των ψηφοφόρων εύκολα θα μπορούσε να εξαντληθεί προτού προλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ να προβεί στις ενέργειες που έχει εξαγγείλει περί μιας διαφορετικού τύπου κυβέρνησης, της Κυβέρνησης της Αριστεράς. Γιατί, οι πολίτες-ψηφοφόροι που μέχρι τώρα ανεβοκατέβαζαν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ στην εξουσία, θα είναι πολύ πιο αυστηροί και επιφυλακτικοί στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ. Οι συνέπειες μιας πιθανής αποτυχίας του ΣΥΡΙΖΑ να αλληλεπιδράσει ουσιαστικά με την κοινωνία εμφυσώντας ανθρωπιστικές και συλλογικές ιδέες (όχι απλώς να αντεπεξέλθει στις πρακτικές απαιτήσεις των πολιτών-ψηφοφόρων που έχουν μάθει να σκέφτονται και να ενεργούν με συγκεκριμένο τρόπο) θα είναι σκληρές και διαρκείας και θα ρίξουν βαριά σκιά πάνω από το κίνημα, ανοίγοντας το δρόμο σε ζοφερές πιθανότητες που περιμένουν υπομονετικά σε υπόγεια λαγούμια και μέσα σε κελιά στον Κορυδαλλό.
Όλα τα παραπάνω δημιουργούν ένα σκηνικό που αν και παραπέμπει σε κάποιο δυστοπικό μέλλον δεν παύει να είναι κομμάτι του παρόντος. Οι συνθήκες του σήμερα δημιουργούν το αύριο. Είναι δεδομένη η στασιμότητα που παρατηρείται όσον αφορά στην δυνατότητα αύξησης της τάξης μεγέθους των πραγματικά ενεργών πολιτών (με όρους ταξικής συνείδησης και πάλης). Από τη μια η ανεργία ωθεί στην απελπισία και την απομόνωση πιο εύκολα από ο,τι στην απόφαση για συλλογική δράση. Από την άλλη, στο χώρο της εργασίας, ο συνδικαλισμός έχει εγκλωβιστεί σε νοσηρά φαινόμενα του παρελθόντος, από τα οποία φαίνεται πως δύσκολα θα ξεφύγει, όσο δεν βρίσκονται οι τολμηροί και συνεπείς που θα διαφοροποιηθούν από αυτές τις νοοτροπίες. Αντιλαμβάνομαι, λοιπόν πως σε αυτή τη στιγμή της ιστορίας ακόμη και οι εκλογές μπορούν να αποτελέσουν ένα σημαντικό εργαλείο για την αλλαγή των καταστάσεων που ωθούν στην εξαθλίωση όλο και περισσότερους ανθρώπους, καθώς ο καπιταλισμός προσπαθεί να επανακάμψει κερδοφόρα από την σοβούσα κρίση των τελευταίων χρόνων. Για να είναι όμως αποτελεσματική η χρήση αυτού του μέσου, πρέπει να προηγηθούν κάποιες σημαντικές ενέργειες.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως ο πολιτικός φορέας εκείνος που αναλαμβάνει και εγγυάται να επιτύχει το στόχο της κατάργησης των μνημονίων, τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους και την εφαρμογή ενός προγράμματος κοινωνικής και παραγωγικής ανασυγκρότησης[1], οφείλει να καταφέρει να κινητοποιήσει τους παθητικούς ψηφοφόρους και να τους εμπνεύσει εμπιστοσύνη και αίσθημα ευθύνης και συμμετοχής.
Το πώς αυτό μπορεί να επιτευχθεί, θα αποδειχθεί στην πράξη. Με δεδομένη την μέχρι τώρα επικράτηση ΠΑΣΟΚ και ΝΔ και την απλοϊκή διαπίστωση ότι οι περισσότεροι πολίτες είναι οπαδοί του ενός ή του άλλου κόμματος, θα μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ να αναζητήσει απευθείας ψήφους από τη δεξαμενή των δυσαρεστημένων ψηφοφόρων τους. Κάνοντας συμφωνίες με στελέχη που προέρχονται από τα κόμματα αυτά (ή τα κόμματα που ξεπήδησαν από αυτά τα προηγούμενα τρία χρόνια) θα προσφέρει γνώριμα πρόσωπα, χωρίς να βάλει το εκλογικό κοινό σε διαδικασία ουσιαστικής ριζοσπαστικοποίησης. Θα αποσπάσει μόνο την ψήφο. Ή, πιο σωστά, θα του δανείσουν την ψήφο. Και θα την πάρουν πίσω αν δεν ικανοποιηθούν οι προσδοκίες τους.
Το άλλο που θα μπορούσε να κάνει, είναι να υποθέσει ότι ο λαός επιθυμεί ανανέωση και είναι έτοιμος να μπει σε μια διαδικασία κάθαρσης. Σε αυτή την περίπτωση, θα μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ να ξεκινήσει έναν απαιτητικό αλλά ειλικρινή διάλογο με την κοινωνία και, έχοντας ήδη δομές που λειτουργούν, να προβεί σε προσεκτική καταγραφή και ανάδειξη των προσωπικοτήτων που θα μπορούσαν να σηματοδοτήσουν αυτή την ανανέωση. Με πλήρη επίγνωση του ότι δεν υφίσταται παρθενογένεση στην πολιτική. Αλλά και με οδηγό την παράγραφο 15 της πολιτικής απόφασης του ιδρυτικού συνεδρίου σύμφωνα με την οποία θα διαφυλάξει τη φερεγγυότητα και την αξιοπιστία του και δε θα δώσει ρόλο στην Κυβέρνηση της Αριστεράς σε πρόσωπα και δυνάμεις του χρεοκοπημένου και υπόλογου πολιτικού κόσμου, ιδίως όσοι αποδέχθηκαν την πολιτική του μνημονιακού μονόδρομου και έπαιξαν ενεργό ρόλο σε μνημονιακές κυβερνήσεις από θέσεις ευθύνης[2].
Σε μια τελείως εργαλειακή αντιμετώπιση της όλης κατάστασης, θα μπορούσε να πράξει το πρώτο και να ρισκάρει, καταφέρνοντας κατά πάσα πιθανότητα να επικρατήσει σχετικά εύκολα στις εκλογές. Αναπαράγοντας σε μεγάλο βαθμό τη λογική της ανάθεσης μέσω της ψήφου. Ενδεχομένως, με σοβαρές απώλειες από τα αριστερά του, γεγονός που δεν πρέπει να αγνοηθεί αλλά να συνεκτιμηθεί.
Προσωπικά, προκρίνω τη δεύτερη επιλογή γιατί δημιουργεί μια πιο μόνιμη σχέση με την κοινωνία, καθώς εγκαθιδρύει μια διαδικασία ουσιαστικής αλληλεπίδρασης και εμπέδωσης των ριζοσπαστικών στόχων του και του οράματος για μια διαφορετική κοινωνική οργάνωση. Με πλήρη επίγνωση πως ο σοσιαλισμός οικοδομείται σταδιακά και δεν τοποθετείται προκάτ. Υπό αυτό το πρίσμα, η όποια προσπάθεια να προσεταιριστεί βουλευτές που εγκαταλείπουν τη μνημονιακή συγκυβέρνηση ή άλλους βουλευτές μικρότερων κομμάτων που βλέπουν στον ΣΥΡΙΖΑ μια καλύτερη πιθανότητα επανεκλογής τους και ετοιμάζονται να συμπράξουν μαζί του υποσχόμενοι πως θα φέρουν πακέτο και τους ψηφοφόρους της εκλογικής περιφέρειάς τους δεν αλλοιώνει απαραίτητα τον προγραμματικό του λόγο αλλά σίγουρα θολώνει το προφίλ του, δημιουργώντας την εντύπωση ότι “ξεπλένει” με τον τρόπο αυτό καιροσκόπους πολιτικούς. Οι οποίοι δεν είναι σίγουρο ότι δε θα διεκδικήσουν ακόμη και κυβερνητικό αξίωμα σε περίπτωση επικράτησης του ΣΥΡΙΖΑ και εκλογής τους. Και οι οποίοι δεν είναι μέλη του κόμματος για να δεσμεύονται τουλάχιστον ηθικά από το καταστατικό του, αλλά λειτουργούν βάσει άτυπων συμφωνιών με την ηγεσία. Η οποία, έχοντας καταφέρει να εκλεγεί από το Συνέδριο (ένα σώμα 3500 ατόμων που συγκροτήθηκε με ειδικό σκοπό και λειτούργησε για 4 μόνο ημέρες), δεν είναι υπόλογη και δεν ελέγχεται από την διαρκή Κεντρική Επιτροπή. Δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό ένα ακόμη ρήγμα στην αλληλεπίδραση με τη βάση του κόμματος και μια μικρή υποψία έλλειψης νομιμοποίησης, ειδικά στο κομμάτι που αφορά τις συνεργασίες.
Προφανώς τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά για να αναλυθούν μέσα σε λίγες γραμμές. Αλλιώς θα είχαν λυθεί από καιρό. Το εκλογικό σώμα είναι γεμάτο αντιφάσεις. Κατά συνέπεια, χρειάζεται με προσεκτικές κινήσεις να το προσεγγίσει κανείς. Ως απλό μέλος του κόμματος διαπιστώνω στην καθημερινότητά μου πως η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών καμία διάθεση δεν έχει να ασχοληθεί διεξοδικά με ψυχοφθόρες πολιτικές διαδικασίες και προτιμά να κάνει κάποιος άλλος αυτή τη δουλειά αντ’αυτών. Κοιτάζουν, λοιπόν, προς τον ΣΥΡΙΖΑ και βλέπουν απλώς κάποιον που θα μπορούσε να διαχειριστεί τις τύχες τους, ελπίζοντας πως θα προλάβει να κάνει κάτι προτού διαφθαρεί κι αυτός από την εξουσία. Αυτό είναι όλο. Δε βλέπουν πιο πέρα από την ικανοποίηση κάποιων βασικών αιτημάτων. Όχι απαραίτητα γιατί δεν μπορούν, αλλά γιατί δεν θέλουν, δεν αντέχουν.
Η καταστροφική επέλαση του καπιταλισμού στις ζωές των ανθρώπων ξεπέρασε το γοητευτικό στάδιο της κατανάλωσης υλικών αγαθών και μπήκε στη φάση της ακόμη πιο έντονης εκμετάλλευσης των ανθρώπων. Οι άνθρωποι είχαν μάθει να θεωρούν τους εαυτούς τους πρωτίστως καταναλωτές και τώρα που θίχτηκε ανεπανόρθωτα αυτή η δυνατότητα, καμπουριάζουν, σκύβουν το κεφάλι και κοιτάζουν τα πόδια τους, τους έχει υπνωτίσει ο ήχος της αλυσίδας που είναι περασμένη γύρω από τους αστραγάλους. Θεωρούν ρομαντική επιδίωξη τον σοσιαλισμό και μας χτυπούν ελαφρά στην πλάτη με ένα βλέμμα γεμάτο συμπόνοια.
Εξάλλου όλος ο τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας έχει δομηθεί με καπιταλιστικά πρότυπα και ενδεχομένως χρειάζεται να ανακαινιστεί εκ βάθρων για να μπορέσει να λειτουργήσει κάποια άλλη πρόταση κοινωνικής οργάνωσης. Όμως, σε συνθήκες ανθρωπιστικής κρίσης, το πρόταγμα για σοσιαλισμό (πόσο μάλλον για κομμουνισμό και αναρχία) φαντάζει ανεδαφικό, όταν οι άνθρωποι χάνουν τις δουλειές τους, πεινάνε, αυτοκτονούν.
Οπότε, κατανοώ τη σπουδή για να έρθει ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση ώστε να μπορέσει να μειώσει καταρχάς τις επιπτώσεις της κρίσης και να αρχίσει να προσπαθεί να τη σταματήσει και να αναδιαρθρώσει στη συνέχεια το παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Κι όσο πιο γρήγορα αρχίσει να το προσπαθεί, τόσο το καλύτερο. Γιατί, όσο περνά ο χρόνος, η μνημονιακή κυβέρνηση θα ξηλώνει τον κοινωνικό ιστό, εφαρμόζοντας ένα δόγμα του στυλ “Δεν Υπάρχει Εναλλακτική” και θα απομονώνει τα μέλη της κοινωνίας από το σύνολο, εξοντώνοντάς τα ένα ένα. Όπως κάνει ένα αρπακτικό που επιτίθεται σε ένα κοπάδι.
Επομένως, οι εκλογές είναι μια κάποια λύσις και ο ΣΥΡΙΖΑ φορέας αυτής της πρότασης. Όμως, δεν πρέπει, σε καμία περίπτωση, το ενδιαφέρον να επικεντρωθεί μόνο στην εκλογική διαδικασία. Όπως συχνά αναφέρεται και από το ίδιο το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο λαός πρέπει να είναι στους δρόμους και να διεκδικεί την ικανοποίηση των αιτημάτων του. Στην περίπτωση αυτή, θεωρείται πως η βούληση της πλειοψηφίας είναι ορθή και το γενικό συμφέρον εκφράζεται μέσα από τις απαιτήσεις της λαϊκής πλειοψηφίας, όπως αυτές αρθρώνονται σε κινηματικές διαδικασίες.
Ενθυμούμενοι πως όλα αυτά τελούνται μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο του καπιταλιστικού κράτους και της αστικής δημοκρατίας, αναγνωρίζουμε πως κάθε προσπάθεια για αλλαγή των παραμέτρων είναι καταδικασμένη να κινείται μέσα στα όρια νομιμότητας που το ίδιο το κράτος έχει θέσει. Μπορεί όμως με τον τρόπο αυτό να τίθενται οι βάσεις για μια έστω και κατά βήματα ριζοσπαστικοποίηση και ταξική συνειδητοποίηση όσων δεν κατέχουν τον πλούτο και τα μέσα παραγωγής. Έτσι ώστε με όρους δυναμικής παρουσίας και διεκδίκησης να είναι δυνατόν να ανατραπεί κάποια στιγμή η εγκαθιδρυμένη πραγματικότητα του παρόντος η οποία αλλιώς θα διαιωνίζεται. Επομένως, αφού το ίδιο το σύστημα προσφέρει τα μέσα, μάλλον είναι επιβεβλημένη η αξιοποίησή τους. Ειδικά στην περίπτωση της εκλογής ΠτΔ, όπως θα δούμε να συμβαίνει σε λίγες μέρες.
Άλλος δρόμος για την κοινωνική ειρήνη και ευημερία δεν υπάρχει εκτός από αυτόν που περνά από την με κάθε τρόπο προσπάθεια ανατροπής του ισχύοντος κοινωνικο-οικονομικο-πολιτικού συστήματος ώστε να αλλάξουν οι συσχετισμοί δυνάμεων και να έρθει στο προσκήνιο μια ανθρωποκεντρική θεώρηση των πραγμάτων, απαλλαγμένη από κάθε είδους διακρίσεις.
[1] . Απόφαση Ιδρυτικού Συνεδρίου, παράγραφος α2 http://www.syriza.gr/page/politikes-apofaseis-synedriwn.html#.VHTkNY9xMxA
[2] . Πολιτική Πολιτική Απόφαση Ιδρυτικού Συνεδρίου, παράγραφος ζ15 http://www.syriza.gr/page/politikes-apofaseis-synedriwn.html#.VHTkNY9xMxA
