in

Η πολιτική των ημερών (Ι). Του Κωνσταντίνου Γιαννέλου

Η πολιτική των ημερών (Ι). Του Κωνσταντίνου Γιαννέλου

Πρώτη σκέψη. 

Η οργάνωση ανθρώπων σε πολυπληθείς κοινωνίες επέφερε την αναγκαιότητα σύναψης συμβολαίων μεταξύ τους ώστε να διασφαλιστεί η ομαλή και εύρυθμη λειτουργία της ομάδας. Οι νόμοι και η αποδοχή τους είναι μια εκδοχή αυτής της κοινωνικής συμφωνίας. Το Σύνταγμα αποτυπώνει το γενικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο υλοποιούνται αυτές οι αποφάσεις περί συνύπαρξης και επιχειρείται, μέσα από την αφαιρετική και γενική διατύπωσή του, να προβλέψει όσο το δυνατόν περισσότερες πτυχές αυτής της διαδικασίας και να θέσει κάποιους βασικούς κανόνες. Η υιοθέτηση συνταγμάτων ακολούθησε την εξέλιξη των κοινωνικών δομών και το πέρασμα από βασιλικές και φεουδαλικές μορφές προς πιο (φιλ)ελεύθερες και δημοκρατικές δομές. Δεν έπαυε να είναι, όμως, μια κατάκτηση της αστικής τάξης, ακόμη κι αν ξεκίνησε ως παραχώρηση από τους βασιλείς. Και αναπόφευκτα, καθώς τα πολιτικά συστήματα διαμορφώνονταν κατά βάση από την αστική τάξη, την άρχουσα τάξη δηλαδή της καπιταλιστικής κοινωνίας, τα συντάγματα καταλήγουν να εμφορούνται έντονα από την αστική ιδεολογία.

Δεύτερη σκέψη. 

Όλα αυτά δεν αναφέρονται για να απαξιωθεί το Σύνταγμα ως εργαλείο επίτευξης κοινωνικής ευημερίας αλλά για να τονιστεί μια άλλη εκδοχή της πραγματικότητας, μια διαφορετική προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία αυτοί που κατέχουν τον πλούτο και τα μέσα παραγωγής (το κεφάλαιο) χρησιμοποιούν όλους τους δυνατούς τρόπους για να δημιουργήσουν και να συντηρήσουν εκείνες τις συνθήκες και παραμέτρους που θα συμβάλουν στη διατήρηση της παγκοσμίως εγκαθιδρυμένης κατάστασης, όσον αφορά στο οικονομικό σύστημα και τα πολιτικά συστήματα που το στηρίζουν. Το αστικό κράτος είναι φορέας αυτής της νοοτροπίας.

Τρίτη σκέψη.

Θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος ότι η μεσοαστική/μικροαστική δημοκρατία στην οποία διάγουμε τον ανήσυχο βίο μας και εκφράζουμε εντός της τις απόψεις μας, δεν είναι παρά μια συνέπεια αυτής της προσπάθειας του κεφαλαίου για έλεγχο στις ζωές των ανθρώπων. Επιπρόσθετα, το κράτος, μια αυταρχική δομή κοινωνικής οργάνωσης που γιγάντωσε την επιρροή της ώστε να συμπεριλάβει όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες, συνδράμει εργαλειακά σε αυτή την προσπάθεια των καπιταλιστών, εκπαιδεύοντας τους πολίτες του σε συγκεκριμένες και αποδεκτές συμπεριφορές, σε συμβατό με το σύστημα τρόπο σκέψης και δράσης ή μη δράσης. Συμβατό, με την έννοια ότι διδάσκει την αποδοχή των καταστάσεων ως έχουν και αποτρέπει από οποιαδήποτε προσπάθεια ουσιαστικής μεταβολής τους, πόσο μάλλον ανατροπής τους.

Τέταρτη σκέψη.

Στο πλαίσιο αυτό και οι εκλογές μπορεί πλέον να ιδωθούν όχι μόνο ως μια αναγκαία συνθήκη εκκίνησης της δημοκρατίας, έστω και έμμεσα καθώς οι πολίτες ελεύθερα επιλέγουν τους αντιπροσώπους τους στη διακυβέρνηση, αλλά και ως ένας τρόπος εξουδετέρωσης της πολιτικής δυσφορίας μέσα από μία συνταγματικά κατοχυρωμένη οδό που επιτρέπει την εναλλαγή των κυβερνήσεων χωρίς ουσιαστικά το πολίτευμα να τίθεται σε αμφισβήτηση. Δίνεται, δηλαδή, από το εγκαθιδρυμένο σύστημα μια ευκαιρία στους πολίτες να (θεωρήσουν ότι πράγματι) ασκούν εξουσία επί των κυβερνήσεων και των πολιτικών τους.  

Πράγματι, όμως, συμβαίνει αυτό;

Η μέχρι τώρα εμπειρία δείχνει πως οι εκλογές λειτουργούν κυρίως ως μια νομιμοποιητική διαδικασία του υπάρχοντος συστήματος εξουσίας, στην οποία η συμμετοχή των πολιτών εξαντλείται είτε στη δυνατότητα καταψήφισης μιας απερχόμενης κυβέρνησης, εν είδει τιμωρίας, είτε στη θεματικού τύπου υπερψήφιση ενός κόμματος, ιδωμένη υπό το πρίσμα της οικονομικής θεωρίας της δημοκρατίας, σύμφωνα με την οποία η ψήφος εκφράζει τα εγωιστικά συμφέροντα των ψηφοφόρων και η επιλογή κομμάτων προσομοιάζει στον τρόπο με τον οποίο αγοράζουν αγαθά ή υπηρεσίες.

Είναι σαφές, βέβαια, πως η εκλογική συμπεριφορά διαμορφώνεται με βάση μακροπρόθεσμες και βραχυπρόθεσμες παραμέτρους, όπως η κατάσταση της οικονομίας και η προσωπικότητα των κομματικών ηγετών. Το να επιχειρηθεί να εξαχθεί ένα ασφαλές συμπέρασμα, θα ήταν εξαιρετικά παρακινδυνευμένο και άστοχο, από τη στιγμή που έχει γίνει κανόνας πλέον η ανατροπή καθιερωμένων προτύπων και φαινόμενα όπως η κομματική και ταξική απευθυγράμμιση κάνουν όλο και πιο συχνά την εμφάνισή τους, με αποτέλεσμα να εξαχνώνεται σταδιακά η σχέση ανάμεσα στην υποστήριξη ενός κόμματος και την κοινωνική τάξη ή την ταύτιση με τις προγραμματικές αρχές του.

Μετά από δεκαετίες επικράτησης του δικομματισμού, όπως αυτός ευνοήθηκε με το εκλογικό σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, η απογοήτευση των πολιτών όσον αφορά στην πολιτική διαδικασία και η ανάδυση νέων κομμάτων ή η ενίσχυση ήδη υπαρχόντων κατέστησε αδύνατη τη συγκρότηση μονοκομματικής κυβέρνησης και άνοιξε το δρόμο προς πολυκομματικές κυβερνήσεις συνεργασίας, οι οποίες θα γίνουν οριστικά αναπόφευκτες αν κατοχυρωθεί συνταγματικά η απλή αναλογική. Στην περίπτωση αυτή, αφενός θα εκπροσωπούνται δικαιότερα οι επιλογές των πολιτών, αφετέρου προκύπτει μια ασυνέπεια απέναντί τους, καθώς κανείς προεκλογικά δε θα ανακοινώνει συνεργασία, με σκοπό τη μέγιστη δυνατή ενίσχυσή του και οι όποιες συμφωνίες θα προκύπτουν μετεκλογικά, σε επίπεδο ηγεσιών. Με αποτέλεσμα, να προκύπτουν αποκλίσεις από τις προγραμματικές εξαγγελίες και οι ψηφοφόροι να καταλήγουν να έχουν δώσει μια “λευκή επιταγή” στους αντιπροσώπους τους να δράσουν ως διαχειριστές και όχι ως πληρεξούσιοι. Προφανώς, μια τέτοια εξέλιξη στερείται νομιμοποίησης καθώς εμπεριέχει μια ελιτίστικη προσέγγιση που δεν ταιριάζει στην όποια δημοκρατία.

Οπότε, τι; 

Ας είμαστε ειλικρινείς. Το οικονομικό σύστημα που έχει επικρατήσει είναι ο καπιταλισμός. Για να μπορέσει να λειτουργήσει ο καπιταλισμός, χρειάζεται και ένα πολιτικό σύστημα που θα τον στηρίζει. Οι αστικές δημοκρατίες είναι αυτό το όχημα στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Σε κάποιες άλλες δεν χρειάζεται καν το πρόσχημα της δημοκρατίας.

Γεννιόμαστε από γονείς που είναι ήδη υπήκοοι μιας τέτοιας μικροαστικής δημοκρατίας και εκπαιδευόμαστε στο σπίτι και στο σχολείο για να γίνουμε και εμείς υπήκοοι του συστήματος αυτού. Πρωινή προσευχή, “στοιχηθείτε, ανάπαυση, προσοχή”, έπαρση σημαίας και εθνικός ύμνος, υποχρεωτικό πρόγραμμα σπουδών, στρατός, φορολογία. Θες, δε θες. Ακόμη κι αν κάποιος δεν αναγνωρίζει το αυταρχικό κράτος ως πολιτική οντότητα με την οποία οφείλει να αλληλεπιδράσει. Στην περίπτωση αυτή το κράτος τον ονομάζει εχθρό του και επιδιώκει την εξόντωσή του αν δεν επιτύχει το σωφρονισμό του.

Ζούμε μέσα στα όρια σκέψης που το σύστημα μάς έχει επιτρέψει να αντιλαμβανόμαστε ως αποδεκτά και επιτρεπτά. Μαθαίνουμε να θεωρούμε τον γάμο και την τεκνοποιία ως μοναδικό προορισμό του ανθρώπου, αναλώνουμε τη μία και μοναδική ζωή που έχουμε στη διάθεσή μας για να αποκτήσουμε τα προσόντα που θα μας βοηθήσουν να βρούμε μια δουλειά που θα μας επιτρέψει να καταναλώνουμε όσο περισσότερο γίνεται, όταν ακόμη και η ίδια η ζωή μας σπαταλιέται άσκοπα με τον τρόπο αυτό.

Στην εποχή της έντασης της ιδιώτευσης και του ατομικισμού, η λογική του ελάχιστου κόπου και της μηδαμινής έκθεσης επιβάλλει την αδιαφορία και την απάθεια, υπαγορεύει τη μη δράση και την εκ του ασφαλούς κριτική, την εκ του καναπέως αντ-επανάσταση και την ισοπέδωση των πάντων, μέσα από νεοφιλελεύθερες γενικεύσεις και τσουβαλιάσματα. Ακόμη και στη σημερινή συγκυρία, πχ όπου ο ΣΥΡΙΖΑ κινείται δημοσκοπικά προς την πρώτη θέση στις εκλογές και θα έχει τη δυνατότητα να προσπαθήσει να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα που ευαγγελίζεται ότι θέτει τον άνθρωπο ως προτεραιότητα, πολλοί είναι αυτοί παραμένουν αδρανείς, δε θέλουν να αναλάβουν το μερίδιο ευθύνης που τους αναλογεί, επικαλούνται μια κάποια διαφαινόμενη απώλεια ιδεολογικής καθαρότητας και δηλώνουν αναρμόδιοι και απρόθυμοι να εμπλακούν στις διαδικασίες, απέχουν από τη συγκρότηση ενός μαζικού κινήματος που θα μπορούσε να εκφραστεί πολιτικά μέσα από το εγχείρημα της ριζοσπαστικής αριστεράς και στερούν από το λαϊκό κίνημα την ορμή που θα μπορούσαν να του προσδώσουν. Επιλέγουν να μην πράξουν ώστε να μην χρειαστεί να μετανιώσουν αν αποτύχουν, εθελοτυφλώντας μπροστά στην διαπίστωση ότι χαμένος είναι πρώτα ο αγώνας που δεν δόθηκε.

Η αυξανόμενη αποχή από την εκλογική διαδικασία δεν μπορεί απλώς να θεωρηθεί ως απαξίωση του πολιτικού συστήματος, λόγω της διαφθοράς των βουλευτών και των κυβερνητικών αξιωματούχων. Αφού οι πολίτες που απέχουν δεν προβαίνουν σε επαναστατικές ενέργειες για να ανατρέψουν την εγκαθιδρυμένη κατάσταση, τότε δεν μπορεί παρά να πρόκειται για μια συνειδητή επιλογή τους να αφήσουν τις καταστάσεις να ελέγχονται από κύκλους με τους οποίους οι ίδιοι δεν σχετίζονται, εφόσον δεν καταφέρνουν ή δεν επιθυμούν να συναλλάσσονται μαζί τους με όρους πελατειακής σχέσης. Επομένως, οι άνθρωποι καταλήγουν να αυτοπαγιδεύονται στον μικρόκοσμο της καθημερινότητας, αποδεχόμενοι ως μόνιμη την αδυναμία τους να ασχοληθούν με προβλήματα που εκτείνονται πέραν της ιδιωτικής σφαίρας και αδυνατούν να κατανοήσουν πως όλα εντάσσονται σε ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, για την εύρυθμη λειτουργία του οποίου χρειάζεται διευρυμένη κοινωνική συμμετοχή.

Καταλήγουμε με τον τρόπο αυτό στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία της συμμετοχικής μειοψηφίας, με την έννοια ότι ένα μικρό ποσοστό συμμετέχει στις εκλογές και μια μειοψηφία μέσα σε αυτό το ποσοστό καταφέρνει να εκλέξει εκείνους που θα σχηματίσουν στη συνέχεια μια κυβέρνηση η πολιτική της οποίας θα αφορά τους πάντες, μηδενός εξαιρουμένου.

Υπάρχει κάποιο δομικό λάθος σε αυτή την κατάσταση.

Photo Credit: Konstantinos Tsakalidis

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Η Αριστερά μπορεί να νικήσει. Tου Πάμπλο Ιγκλέσιας

Πόσο δεξιό είναι Το Ποτάμι; Του Γιώργου Ανανδρανιστάκη