Η ιστορία δείχνει ότι η άμυνα στα μικροπαράσιτα που κατοικούν στα σώματά μας είναι πάντα συνυφασμένη με την αντίσταση στα μακροπαράσιτα, εκείνα που βρίσκονται στην κορυφή και εκμεταλλεύονται, υποδουλώνουν, ταπεινώνουν. Η ιστορία δείχνει, επίσης, πως οι επιδράσεις των ιών χρησιμοποιούνται συχνά από τα μακροπαράσιτα για τα πειθαρχούντα πλήθη. Ωστόσο, υπενθυμίζει ο Massimo De Angelis, μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν από τα κάτω εναντίον των μακροπαράσιτων, όπως συνέβη με τη μαύρη πανώλη του δέκατου τέταρτου αιώνα. Μπορεί λοιπόν η σημερινή κρίση να βελτιώσει κάτι; Ναι, εάν θα είμαστε σε θέση να διδαχτούμε, για παράδειγμα, από τις πολύτιμες μορφές αλληλεγγύης που αναδύθηκαν στις συλλογικότητες των πολυκατοικιών και τα νοσοκομεία, αλλά και από τις πιο νηφάλιες συμπεριφορές και τις συμπεριφορές έγνοιας και φροντίδας, που έχουμε αρχίσει να εφαρμόζουμε προς τον εαυτό μας και προς τους άλλους.
[Δημοσιεύτηκε στις 16 Μαρτίου στον ιστότοπο commune-info.net– Μετάφραση: Ευδοκία Ελευθερίου, Καλλιόπη Ράπτη] Πήγη: sfiggandotherchimeras.wordpress.com
Αυτές τις μέρες κυκλοφόρησε στα κοινωνικά δίκτυα μια παλιά κριτική του Peter Linebough σε ένα βιβλίο του 1976 του William McNeill, το Plagues and Peoples, το οποίο μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε στα ιταλικά με τον τίτλο La Pestenella Storia (Einaudi 1981). Αυτό που με ενδιαφέρει να αναδείξω από την προσέγγιση του McNeill είναι η γενική δομή του σκεπτικού του ως ιστορικού, που ξεκινά από τις προϊστορικές κοινωνίες για να φτάσει στα τέλη του 1700.
Ο McNeill επισημαίνει πως η επιβίωσή μας εξαρτάται από την αντίστασή μας σε δύο είδη παρασίτων: τα μικροπαράσιτα που ζουν στο σώμα μας (βακτήρια, ιοί) και τα μακροπαράσιτα (τις κυρίαρχες τάξεις) που σε διάφορες συνθήκες εκμεταλλεύονται, φορολογούν, δολοφονούν, υποδουλώνουν, ταπεινώνουν, αναδιαρθρώνουν από το ύψος των οικονομικών τους βλέψεων. Οποιοδήποτε είδος παράσιτου εξαρτάται από τον ξενιστή του, τη ζωτικότητά του και ως εκ τούτου είναι προς το συμφέρον του παράσιτου να μην αποδυναμώσει τον ξενιστή του μέχρι θανάτου. Αντίθετα, πρέπει να επιτυγχάνεται μια ισορροπία και πρέπει να επιτρέπεται στον ξενιστή να ζει, στο βαθμό που παράγει ένα πλεόνασμα για το παράσιτο, όποιο κι αν είναι, μίκρο ή μάκρο.
Υπάρχουν σαφώς πολλές διαφορές μεταξύ αυτών των δύο τύπων παρασίτων. Για παράδειγμα, για το μικροπαράσιτο, το σώμα στο οποίο στοχεύει επιτιθέμενο είναι κατά κύριο λόγο εκείνο του ατόμου, ενώ για το μακροπαράσιτο, το σώμα στο οποίο στοχεύει είναι κυρίως το σύνθετο και κοινωνικό.
Αλλά εκτός από αυτή, και άλλες προφανείς διαφορές, αυτή η εικόνα τοποθετεί τη ζωή μας και την επιβίωσή μας εν μέσω δύο δυναμικών πεδίων: Ένα σε υψηλότερη κλίμακα και ένα σε χαμηλότερη κλίμακα, σχηματίζοντας δύο πλαίσια δράσης και αντίδρασης, δηλαδή σχέσης, μεταξύ ημών και δύο κατηγοριών παρασίτων.
Στη μέση αυτών των δύο δυναμικών πεδίων υπάρχουν οι υποκειμενικότητες του πλήθους, οι τόσο πολλές υποκειμενικότητες που κινούνται αντιμέτωπες με αυτά τα δύο παράσιτα σε συγκεκριμένες ιστορικές φάσεις, με τους δικούς τους χρόνους ανασύνθεσης και (αντι)δράσης, στους χώρους και στα δίκτυα που καταφέρνουν να παράγουν, ακολουθώντας το δικό τους φαντασιακό για τη ζωή τους και χαράσσοντας προοπτικές επιβίωσης.
Έτσι, αν κοιτάξουμε την ιστορία, ένας λοιμός μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μετατόπιση του συσχετισμού δυνάμεων υπέρ των υποδεέστερων τάξεων (όπως για παράδειγμα στην Ευρώπη μετά την Μαύρη Πανούκλα τον δέκατο τέταρτο αιώνα, από την οποία το 1381 πυροδοτήθηκε η εξέγερση των χωρικών στην Αγγλία που οδήγησε σε μια ιστορική κρίση της φεουδαρχίας).
Αντίθετα, οι επιδημίες που μετέφεραν οι Ευρωπαίοι κατακτητές στην αμερικάνικη ήπειρο συνέβαλαν στην αποδυνάμωση της αντίστασης των αυτόχθονων πληθυσμών, οι οποίοι εξοντώθηκαν από παθογόνους παράγοντες που δεν είχαν ποτέ βιώσει στο σώμα τους, όπως η ευλογιά, η ιλαρά και η γρίπη. Μεταξύ του 1492 και του 1600, πέθανε το 90% των αυτόχθονων λαών της Βόρειας και Νότιας Αμερικής, δηλαδή περίπου 55 εκατομμύρια άνθρωποι, εξαιτίας τόσο της βίας των κονκισταδόρες όσο και των παθογόνων παραγόντων που δεν είχαν ξαναγνωρίσει ποτέ τα σώματα των ιθαγενών.
Ο αγώνας ενάντια στα μακροπαράσιτα
Το σημείο που θα ήθελα να υπογραμμίσω είναι ότι τα αποτελέσματα των μικροπαράσιτων μπορούν να αξιοποιούνται από τα πλήθη εναντίον των μακροπαράσιτων, ή αντίθετα μπορούν να χρησιμοποιούνται από τα μακροπαράσιτα για να πειθαρχούν τα πλήθη. Αυτό το ονομάζουμε πολιτική χρήση των παρασίτων. Αυτή η χρήση μπορεί να προσδώσει πλεονεκτήματα στα πλήθη στον αγώνα τους για να ζήσουν σε έναν καλύτερο κόσμο, ή στα παράσιτα ώστε να επιβιώνουν σε ένα περιβάλλον όπου θα μπορούν να προσαρμόζονται καλύτερα συνεχίζοντας να κυριαρχούν ως παράσιτα.
Στις σημερινές συνθήκες, η πολιτική χρήση των παρασίτων περνά κυρίως μέσω της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, η οποία συνδέεται με τις μορφές διακυβέρνησης της επιβίωσής μας. Αλλά σε αυτό το κλίμα, που θέλει να μας εγκλωβίσει ακόμα και αναγκαστικά στο κύκλωμα σπίτι-δουλειά-κατανάλωση, είναι σημαντικό να ενεργοποιηθούμε για να επανεξετάσουμε την «κανονικότητα» τού μετά-την-κατάσταση-έκτακτης-ανάγκης. Να ενεργοποιηθούμε επομένως ενάντια στη θεσμοθέτηση της έκτακτης ανάγκης, αλλά και ενάντια στη φρούδα ελπίδα πως η επιστροφή στους ρυθμούς και στις μεθόδους εργασίας και κατανάλωσης των μεσαίων τάξεων είναι μια κανονικότητα θεμιτή από κοινωνική και οικολογική άποψη. Για να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε την κατάσταση μετά την έκτακτη ανάγκη, πρέπει να σταθούμε λίγο περισσότερο σε αυτό που έφερε στην επιφάνεια αυτή η έκτακτη ανάγκη.
Ο κορωναϊός έχει κάνει στον τρόπο παρατήρησης της κοινωνίας αυτό που κάνει ο μαρκαδόρος επισήμανσης σε ένα τυπωμένο χαρτί: καθιστά ευδιάκριτες διαφορές και σχέσεις.
Ενώ ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός αποδίδει τις ευθύνες αποκλειστικά στα άτομα, ο κορωναϊός (καθώς και άλλες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης που αφορούν την υγεία, την οικονομία και την οικολογία) καθιστά πρόδηλη την διαφοροποιημένη, πολυεπίπεδη επίπτωση στο κοινωνικό σώμα. Καθιστά επίσης πρόδηλο το γεγονός ότι για τον νεοφιλελευθερισμό –ο οποίος τις τελευταίες δεκαετίες έχει εντείνει τους κοινωνικούς διαχωρισμούς και έχει αναδιαρθρώσει τα νοσοκομεία μειώνοντας τους πόρους τους και αυξάνοντας τα κόστη για τους ασθενείς– οι ανάγκες θεραπευτικής φροντίδας δεν έχουν μεγάλη σημασία.
Στη σημερινή κανονικότητα, η διεργασία αναπαραγωγής του κοινωνικού σώματος δεν κατανέμεται κατά τρόπο ισομερή. Ακριβώς όπως δεν υπάρχει ισότητα στις επιπτώσεις του κορωναϊού σε διαφορετικά τμήματα του πληθυσμού. Αυτή η έλλειψη ισομέρειας δεν οφείλεται μόνο στην ποιοτική διαφοροποίηση του κοινωνικού σώματος που κατανέμει ανισομερώς την πιθανότητα μόλυνσης, ίασης ή θανάτου (νέοι και ηλικιωμένοι, νοσηλευτές ή κυβερνοναύτες), αλλά οφείλεται και στη διαφοροποίηση της πρόσβασης των πολιτών σε κοινωνικούς πόρους καθώς επίσης και στη διαφοροποίησή τους όσον αφορά τους υφιστάμενους τρόπους του σχετίζεσθαι.
Οι πρώτοι που προσβάλλονται από τη μόλυνση είναι εκείνοι που βρίσκονται στις πιο παγκοσμιοποιημένες περιοχές, σε αντίθεση με τις λιγότερο παγκοσμιοποιημένες και αλληλοσυνδεόμενες, θέτοντας υπό αμφισβήτηση το δόγμα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Οι περισσότεροι που πεθαίνουν είναι ηλικιωμένοι, σε αντίθεση με τους νέους, μια διαφορά που γίνεται πιο σκληρή όταν ο γιατρός πρέπει να αποφασίζει ποιος μπορεί να ζήσει ή να πεθάνει, δίνοντάς του την προτεραιότητα στην τελευταία δυνατότητα ανάνηψης με τον μοναδικό εναπομείναντα πνευμονικό αναπνευστήρα.
Οι πιο αδύναμες κατηγορίες, όπως οι επισφαλώς εργαζόμενοι της gigeconomy [του συστήματος εκείνου της ελεύθερης αγοράς που απασχολεί εργαζόμενους με προσωρινές συμβάσεις εργασίας], είναι αυτοί που πλήττονται περισσότερο στο εισόδημα και την οικονομική ασφάλεια μετά τα περιοριστικά μέτρα που έθεσε σε ισχύ η ιταλική κυβέρνηση. Για όποιον δεν απολαμβάνει ελευθερία και ζει σε ασφυκτικά γεμάτες φυλακές, αυτά τα περιοριστικά μέτρα είναι η τελευταία σταγόνα μιας κατάστασης από καιρό μη βιώσιμης. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι σε θέση να βλέπει τους αγαπημένους του και ότι, εξαιτίας του συνωστισμού, είναι περισσότερο εκτεθειμένος στον ιό. Και ούτω καθεξής. Επιπλέον, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η διακυβέρνηση αυτής της πανδημίας βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην εργασία (κακοπληρωμένη ή απλήρωτη) πολλών εργαζομένων που διασφαλίζουν την επιβίωση του κοινωνικού σώματος.
Κι αν αλλάξουμε το πλαίσιο;
Το άλλο πράγμα που καθίσταται πρόδηλο από αυτήν την κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι ότι η πρόληψη και ο περιορισμός της εξάπλωσης του ιού εξαρτάται από το να έχουμε επίγνωση των επαφών μας με τον κόσμο, με άλλους ανθρώπους, δηλαδή από τις κοινωνικές μας σχέσεις. Η έμφαση στον τρόπο που οι κοινωνικές μας σχέσεις διαμορφώνονται, και τον οποίο πρέπει να τηρούμε στο πλαίσιο αυτής της έκτακτης ανάγκης –μείνετε μακριά, πλύνετε τα χέρια σας κ.λπ.–, μετατρέπεται σε μέτρο της ικανότητάς μας να συνυπάρχουμε στον κόσμο μαζί με τους άλλους, στο δεδομένο πλαίσιο.
Ας βγούμε από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ας αλλάξουμε συνεπώς το πλαίσιο και ας μπούμε σε εκείνο άλλων καταστάσεων έκτακτης ανάγκης της εποχής μας: κλιματική αλλαγή, κοινωνική δικαιοσύνη, επισφάλεια, μεταναστεύσεις. Τι σημαίνει σε αυτό το πλαίσιο να επικεντρωθούμε στις κοινωνικές σχέσεις και να ανακαλύψουμε νέες δεξιότητες του σχετίζεσθαι μεταξύ των ανθρώπων και με τη βιόσφαιρα;
Υπάρχει λοιπόν μια μεγάλη ανάγκη για μια υποκειμενικότητα ανατρεπτική και δημιουργική που να τοποθετείται στην προοπτική της ανοικοδόμησης της «κανονικότητας» με βάση την αρχή της φροντίδας: φροντίδας για το σώμα των ατόμων, για το κοινωνικό σώμα και για την ανασύνθεση των διαστρωματώσεών του, και για το πολιτικό σώμα, υπεύθυνο τις τελευταίες δεκαετίες για το γεγονός ότι λεηλάτησε δικαιώματα που κατακτήθηκαν με προηγούμενους αγώνες.
Το ερώτημα που τίθεται είναι λοιπόν το εξής: πώς μπορεί να οικοδομηθεί μια νέα «κανονικότητα» υπό το πρίσμα της σημερινής κρίσης και της επείγουσας ανάγκης να αντιμετωπιστούν οι άλλες κρίσεις, η οικολογική και η κοινωνική, που προκαλούν περισσότερα θύματα από την τρέχουσα, με μια προοπτική που θα βασίζεται στις σχέσεις και τη φροντίδα; Θέλω να υπογραμμίσω ένα κομβικό σημείο που εντελώς ιδιαίτερα έφερε στο προσκήνιο ο συναγερμός για τον κορωναϊό: εκείνο της αναγκαιότητας μιας αφήγησης σχετικά με το πλεόνασμα.
Αφήγηση για το πλεόνασμα και τις σχέσεις που (ανα)παράγουν τα κοινά
Η λέξη πλεόνασμα (ridondanza) είναι συνδεδεμένη γενικά με πλεονάζοντα στοιχεία συστημάτων που δεν προσφέρουν χρησιμότητα. Για παράδειγμα, το πλεόνασμα, οι εφεδρείες προσωπικού, που υπόκεινται σε απολύσεις κατά τις αναδιαρθρώσεις, προκειμένου να επιτευχθεί οικονομική αποδοτικότητα, ονομάζονται ακριβώς redundancies στα αγγλικά. Ωστόσο, σύμφωνα με άλλες λογικές, που σχετίζονται με τη φροντίδα του κοινωνικού σώματος και των μεμονωμένων σωμάτων, το πλεόνασμα, οι εφεδρείες, μάς επιτρέπουν όχι μόνο να αντιμετωπίζουμε την κανονικότητα με λιγότερο στρες (συμβάλλοντας στην ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος των ατόμων), αλλά και να αντιμετωπίζουμε τις πάσης φύσεως κρίσεις με πολύ περισσότερη ηρεμία.
Με το πλεόνασμα ανθρώπων και στοιχείων, που περισσεύουν σύμφωνα με την αποκλειστική λογική του κέρδους, παράγεται μεγαλύτερη ευελιξία από εκείνη που μετράται με τις οικονομικές και λογιστικές λογικές, επειδή αυξάνεται η ανθεκτικότητα των συστημάτων. Τα συστήματα με μεγαλύτερο πλεόνασμα μπορούν επίσης να έχουν αυξημένη δημιουργική ικανότητα, να εδραιώνουν μεγαλύτερα και πιο πυκνά δίκτυα συνεργασιών και, όταν υπάρχει ανάγκη, να τα κινητοποιούν πιο αποτελεσματικά. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τα ιεραρχικά γραφειοκρατικά μοντέλα ελέγχου, όπου οι θέσεις εργασίας είναι σταθερά καθορισμένες, με ελάχιστο πλεόνασμα και με ελάχιστη ευελιξία μη οικονομικής τάξης.
Στην παρούσα κρίση, το πλεόνασμα δημιουργείται χάρη στη συμμετοχή πολλών σε δίκτυα αλληλεγγύης, από τις συλλογικότητες των πολυκατοικιών που οργανώνονται για να κάνουν τα ψώνια για τους ηλικιωμένους, μέχρι την ταυτόχρονη ανάληψη πολλών καθηκόντων (multitasking) των εργαζόμενων στον τομέα της υγείας, οι οποίοι δεν θεωρούν ότι πρέπει να αγκυλώνονται άκαμπτα στα καθήκοντά τους. Οι σχέσεις και οι δραστηριότητες που (ανα)παράγουν τα κοινά (commoning), και οι οποίες ακολουθούν γενικά τις στιγμές κρίσης, είναι το σημάδι ότι το κοινωνικό σώμα έχει ανάγκη το πλεόνασμα.
Σε μία κλίμακα υψηλότερη από τις επί μέρους παραγωγικές πραγματικότητες, και αποκλειστικά και μόνον από αυτές, το κομβικό ζήτημα του πλεονάσματος σημαίνει επίσης άλλα δύο πράγματα. Κατά πρώτο λόγο, την αναγκαιότητα για ένα ελάχιστο εισόδημα για όλους, δηλαδή έναν κοινωνικό αλγόριθμο, έναν αυτόματο μηχανισμό, που να στοχεύει στην αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων οποιασδήποτε πιθανής κρίσης (στον τομέα της υγείας, του περιβάλλοντος, κ.λπ.) που υφίστανται οι πιο αδύναμες περιπτώσεις ατόμων, οι οποίες έρχονται κατά καιρούς στο προσκήνιο ανάλογα με το είδος της έκτακτης ανάγκης και της κοινωνικής και εδαφικής κατανομής των επιπτώσεών της.
Στα μάτια της νεοφιλελεύθερης λογικής και πολλών μακροπαράσιτων, ένα τέτοιο εισόδημα ανεξάρτητο από την αναζήτηση εργασίας είναι συνώνυμο της σπατάλης των πόρων. Εντούτοις, σε μια προοπτική διαχείρισης της κρίσης, ένα τέτοιο εισόδημα είναι απαραίτητο όχι μόνο για τη διαχείριση μιας νέας κανονικότητας με περισσότερη ηρεμία, λιγότερο άγχος και περισσότερους πόρους για να επενδύσουμε σε ένα νέο κύμα δημιουργίας κοινών που θα επιτρέπει μια ανασύνταξη, αλλά και σε περίπτωση νέων καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, για να γνωρίζουμε από την πρώτη στιγμή ότι, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, όλοι είναι προστατευμένοι.
Τέλος, είναι επίσης απαραίτητο να σκεφτούμε το πλεόνασμα ως αξίωμα ανοίγματος της πολιτικής στην πολλαπλή συμμετοχή που πρέπει να ενισχυθεί και να προωθηθεί. Η συμμετοχή εδώ νοείται όχι μόνο ως μια απλή στιγμή διαβούλευσης, αλλά ως συστατική δύναμη του σχετίζεσθαι που μετατρέπει ολοένα και περισσότερες ιεραρχίες ελέγχου σε συμμετοχικά πολυεπίπεδα συστήματα, όπου εφαρμόζεται η αρχή της επικουρικής υποστήριξης.
Μπορεί αυτή η κρίση να βελτιώσει κάτι;
Η τρέχουσα κρίση της δημόσιας υγείας μάς έχει θέσει μπροστά στην κρίσιμη σημασία τού να είμαστε προσεκτικοί στις σχέσεις. Ταυτόχρονα, μας επεσήμανε πώς ο νεοφιλελευθερισμός έχει αυξήσει την ευαλωτότητα των διαχωρισμένων σωμάτων των μεμονωμένων ατόμων και του διαστρωματωμένου κοινωνικού σώματος εν γένει. Μας έκανε να αποδεχτούμε μια κάποια ορθολογικότητα συμπεριφορών πιο νηφάλιων και συμπεριφορών έγνοιας και φροντίδας προς τους εαυτούς μας και προς τους άλλους.
Αυτή η κρίση θα τελειώσει, αλλά δεν θα βελτιωθεί τίποτα αν, μετά την ήττα ενός μικροπαράσιτου, επιτρέψουμε στα μακροπαράσιτα να συνεχίσουν τη διαχείριση (governance) της ζωής μας, ίσως ακριβώς με τις ίδιες τεχνικές κοινωνικού ελέγχου, αυτές με τις οποίες πειραματίστηκαν για την καταπολέμηση των μικροπαράσιτων. Μια διαχείριση που προσβλέπει στη διαφύλαξη των σχέσεων πρέπει να βασίζεται στη φροντίδα και να επαναπροσδιορίζει την κοινωνικότητά μας και την παραγωγικότητά μας βασιζόμενες ακριβώς πάνω σε αυτήν: την φροντίδα.
Φωτογραφία: «Η σωστή απόσταση»: λάδι και άμμος σε καμβά. Ζωγραφική από την Valeria Cademartori