Αν ένα πράγμα κρατάω από αυτές τις εκλογές, είναι αυτό: ήταν μάλλον η πρώτη φορά, από το 2015 και μετά, που είδαμε τόσους ανθρώπους να δίνουν με πάθος έναν πολιτικό αγώνα. Να είναι χαρούμενοι και χαρούμενες. Αυτή η συσσώρευση συναισθημάτων μπορεί όχι μόνο να μετασχηματίσει δημιουργικά την Πόλη Ανάποδα, αλλά παράγει μια ενέργεια που μπορεί να συμβάλλει σε δέκα άλλα κοινωνικά και κινηματικά μέτωπα (να κάτι που δεν πιάνουν όσοι σνομπάρουν τις εκλογές).
Δεύτερο, η πολλή φασαρία που προκαλέσαμε κατά την προεκλογική μας καμπάνια (μεταφορικά και κυριολεκτικά), νομίζω ότι πέτυχε σε μεγάλο βαθμό τον εκλογικό μας στόχο. Ο αντίλαλός μας έκανε γκελ σε πολλές παραπάνω γειτονιές από όσες είχαμε πατήσει ως τώρα. Ο απόηχος έφτασε σε δεκάδες χιλιάδες κατοίκους που θα ακούσουν, κάπως θολά, ότι υπάρχει και «κάτι άλλο». Από εκεί και πέρα, είναι ζήτημα δικής μας δουλειάς, αλλά και πολλών ακόμα ενδεχομενικότητων, για το πώς θα αξιοποιήσουμε τους διαύλους επικοινωνίας που άνοιξαν. Όχι για να έρθουν αυτοί μαζί μας, αλλά για να πάμε πρώτα εμείς μαζί τους.
Τρίτο, μπορεί να άνοιξαν τέτοιοι δίαυλοι για το μέλλον, δεν προλάβαμε όμως να τους αξιοποιήσουμε στο παρόν. Δεν νομίζω δηλαδή η ως τώρα παρέμβασή μας κατάφερε να ανοιχτεί στη θάλασσα της αποχής, σε αυτούς κι αυτές που έχουν γυρίσει την πλάτη σε όλο το πολιτικό σύστημα και να τους πει κάτι που θα τους πείσει να γυρίσουν εντός παιδιάς του κοινωνικού και πολιτικού ανταγωνισμού. Μόνο όταν το καταφέρουμε αυτό, θα φέρουμε αποτελέσματα που θα απειλήσουν τις αστικές παρατάξεις.
Χωρίς αυτό, βρεθήκαμε να δίνουμε την εκλογική μάχη στο περιορισμένο έδαφος του υπαρκτού εκλογικού κοινού. Εκεί, εννοείται, δεν είσαι «εσύ κι ο κόσμος» (υπαρκτός ή φανταστικός) αλλά, σ΄ αρέσει δεν σ’ αρέσει, παίζεις απέναντι στους άλλους. Σε αυτή τη συνθήκη, το εκλογικό τοπίο αποδείχθηκε για εμάς πολύ πιο στενό από όσο θα ελπίζαμε. Εξαιτίας της πρωτοφανούς αποτυχίας της διοίκησης Ζέρβα, απέναντί μας δεν είχαμε μία ή περισσότερες απόπειρες κομματικής καταγραφής από το χώρο της κεντροαριστεράς, αλλά δύο παρατάξεις που έλπιζαν ότι θα πάρουν τη διοίκηση.
Ειδικότερα, το σχέδιο Πέγκα τροφοδοτούσε βάσιμα δυο προσδοκίες. Από τη μία, έδινε στον ΣΥΡΙΖΑ μια προοπτική νίκης στο 2ο μεγάλο δήμο της χώρας. Από την άλλη, έδινε στον κόσμο που θυμάται με νοσταλγία την εποχή Μπουτάρη την ελπίδα ότι μπορούμε να γυρίσουμε στο 2010 και να είναι όλα όπως παλιά. Τέλος, χάρη στις συμμαχίες, υιοθέτησε ένα σχετικά ριζοσπαστικό προγραμματικό πλαίσιο, επενδύοντας τις παραπάνω προοπτικές με ένα πολιτικό πλαίσιο αριστερότερο του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτή η συνθήκη περιόρισε προφανώς το εύρος της δικής μας απεύθυνσης – και καλά έκανε, δεν κλαίγομαι, πολιτικοί αντίπαλοι είμαστε. Το γεγονός μάλιστα ότι είχαμε δύο παρατάξεις εκ κεντροαριστερών που μάχονταν για τη 2η θέση, δεν επέτρεψε καθόλου την ελεύθερη διασπορά μιας «χαλαρής» ψήφου πρώτου γύρου (και πάλι καλά έκανε δηλαδή, δεν μπορείς να επενδύεις στη «χαλαρή» ψήφο, εμείς επενδύουμε στη συμμετοχή). Ακόμα και όταν όλες οι ενδείξεις έδειχναν ότι η 2η θέση είχε κλείσει και η παράταξη Πέγκα δεν έχει πια πιθανότητες, οι υποστηρικτές της μιλούσαν για συνωμοσίες για να συσπειρώσουν το κοινό της. Κατανοητό, φυσικά.
Υπό άλλες συνθήκες, η πίεση θα ήταν αρκετή για να συρρικνώσει ως εξοντώσεως το εύρος της απεύθυνσής μας, περιορίζοντάς την στα όρια της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Όπως ξέρουμε, όχι μόνο αποφύγαμε αυτό τον κίνδυνο, αλλά καταφέραμε να κρατήσουμε ανοιχτή την επικοινωνία με πολύτιμους ανθρώπους πέρα από αυτό τον χώρο και τελικά να τριπλασιάσουμε μέλη, υποψήφιους και ψηφοφόρους – χωρίς να υπολογίζουμε εδώ όσους και όσες είναι μαζί μας χωρίς να ψηφίζουν στην πόλη.
Όπως επίσης ξέρουμε τελικά, το σχέδιο Πέγκα ηττήθηκε. Ό,τι και να έλεγε το πρόγραμμά της, η παράταξη Πέγκα παρέμεινε μια παράταξη του επιχειρηματικού κόσμου – και σε αυτό το πεδίο ερχόταν από την αρχή δεύτερη. Κατά τη γνώμη μου λοιπόν, και όλοι ξέρουν πόσο πολύ εστιάσαμε στο πρόγραμμα, το πρόγραμμα δεν αρκεί. Ό,τι και να λέμε, ο κόσμος παραμένει χωρισμένος σε δυο μπάντες και όλοι κατά βάθος, συνειδητά ή ασυνείδητα, το ξέρουν αυτό. Μπορείς σε επιμέρους ζητήματα να πας με τμήματα των απέναντι, αν όμως εκχωρηθείς πλήρως σε αυτούς, τίποτα άλλο δεν έχει νόημα. Πρόγραμμα υπέρ των φτωχών που θα το υλοποιήσει ένας εκπρόσωπος των πλούσιων, δεν στέκει.
Δεν είναι ωστόσο δική μας δουλειά να αποτιμήσουμε το σχέδιο Πέγκα. Ο απολογισμός μιας ήττας θέλει θάρρος κι εύχομαι να το βρουν όσοι και όσες το υποστήριξαν, για το καλό όλων μας, στην ίδια πόλη μένουμε. Αυτό που κάπως μας απασχολεί μόνο είναι ότι άφησε την πόλη με πιο αδύναμη αντιπολίτευση απέναντι στην ερχόμενη διοίκηση Αγγελούδη. Οκ, εξασφάλισε 5 έδρες για παλιούς -και σεβάσμιους- αυτοδιοικητικούς παράγοντες, αλλά δεν ξέρω σε τί αντιπολίτευση μπορούμε να ελπίζουμε, όταν ο επικεφαλής απαξίωνε ακόμα και να απαντήσει τί θα κάνει σε αυτό το ενδεχόμενο, ή όταν το βασικό προεκλογικό επιχείρημα ήταν ότι «η αντιπολίτευση δεν έχει πια νόημα».
Κατά συνέπεια, το βάρος για αυτή τη δουλειά πέφτει σε μεγαλύτερο βαθμό στους ώμους μας, ακόμα και με τη μία, φτωχή εδρούλα που μας μένει μετά την ληστεία του νόμου Βορίδη. Αυτό που όμως πέφτει κυρίως στους ώμους μας, είναι η ευθύνη διατύπωσης ενός σχεδίου αλλαγής που δεν θα κοιτά πίσω, αλλά μπροστά, που δεν θα εκχωρείται, αλλά θα συγκρούεται με τον «επιχειρηματικό κόσμο», που δεν θα βασίζεται σε έναν σωτήρα, αλλά σε μια ανοιχτή, συμμετοχική διαδικασία. Καθήκον δύσκολο, για το οποίο καθόλου σίγουρος δεν είμαι ότι επαρκούμε, αλλά δεν μπορεί να το αναλάβει και κανείς άλλος. Τα υπόλοιπα για αυτό στη συνέλευση.