Τη συμπαράσταση του στα αιτήματα των εργαζομένων του προγράμματος «Βοήθεια στο σπίτι» στον δήμο Νεάπολης-Συκεών εκφράζει η δημοτική κίνηση «Η πόλη αλλιώς» μετά την αλλαγή του ωραρίου εργασίας τους που αποφάσισε η διοίκηση του δήμου.
Αναλυτικά η ανακοίνωση της δημοτικής κίνησης:
«Στο Δημοτικό Συμβούλιο του δήμου Νεάπολης –Συκεών της 7/6/2023 γίναμε για άλλη μια φορά μάρτυρες της αντιδημοκρατικής λειτουργίας η οποία χαρακτηρίζει τη Δημοτική Αρχή του Δήμου μας.
Με μια κατ’ όνομα μόνο “εισήγηση” της αντιδημαρχίας, και χωρίς καμία προηγούμενη συνεννόηση και διαβούλευση με τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες, ήρθε για ψήφιση η ριζική αλλαγή του ωραρίου, με την εισαγωγή 3 βαρδιών αντί της μίας που λειτουργούσε μέχρι τώρα. Βάζουμε τη λέξη “εισήγηση” σε εισαγωγικά, διότι δεν υπήρχε σ’ αυτή η οποιαδήποτε αιτιολόγηση αυτής της αλλαγής, κανένα στοιχείο που να δείχνει αναγκαιότητα αλλαγής και φυσικά ούτε λέξη για την πραγματική κατάσταση του προγράμματος και τη χρησιμοποίηση των εργαζομένων σε άλλα καθήκοντα, που ουδεμία σχέση έχουν με το πρόγραμμα “Βοήθεια στο Σπίτι”.
Οι εργαζόμενες και οι εργαζόμενοι του προγράμματος, με τη μαζική τους παρουσία στο Συμβούλιο, προσπάθησαν να βάλουν το ζήτημα στη σωστή του διάσταση:
-Εξήγησαν ότι δεν έχει κανένα νόημα να επιβάλλονται με το έτσι θέλω αλλαγές σ’ ένα πρόγραμμα για το οποίο δεν έχει γίνει καν ακόμα επικαιροποίηση του κανονισμού λειτουργίας και δημιουργία καθηκοντολογίου.
-Τόνισαν ότι οι τρεις βάρδιες έχουν δοκιμαστεί στο παρελθόν αλλά καταργήθηκαν, μια και αποδείχτηκε ότι δεν προσέφεραν τίποτε.
-Κατήγγειλαν ότι χρησιμοποιούνται σε πλήθος άλλων εργασιών, κυρίως στα ΚΑΠΗ (είσπραξη χρημάτων για εκδρομές, συνοδεία σε εκδηλώσεις αναψυχής κλπ) παρά τη ρητή εισήγηση της ΚΕΔΕ από το 2020, που ζητούσε να μην χρησιμοποιούνται σε άλλες εργασίες που τελικά αποβαίνουν σε βάρος του προγράμματος.
-Το κυριότερο απ’ όλα, απέδειξαν με στοιχεία ότι υπάρχει πολύς δρόμος ακόμα για να γίνουν οι υπηρεσίες που προσφέρουν ακόμα πιο ποιοτικές και αποδοτικές για τους περίπου 700 συνδημότες μας που κάνουν χρήση του προγράμματος “Βοήθεια στο Σπίτι”, υπηρεσίες που ο καθένας καταλαβαίνει ότι στηρίζονται στη συχνή προσωπική επαφή με τους ωφελούμενους του Προγράμματος.
Παρ’ όλα αυτά, οι εργαζόμενοι δεν προσήλθαν στο Δημοτικό Συμβούλιο με πρόθεση ευθείας ρήξης με τη Δημοτική Αρχή, αλλά ζήτησαν το αυτονόητο, να αναβληθεί η απόφαση και να προηγηθεί μια πραγματική συζήτηση για το πώς θα γίνει το “Βοήθεια στο Σπίτι” ακόμα πιο αποδοτικό.
Η απάντηση της πλειοψηφίας του Συμβουλίου και του Δημάρχου προσωπικά ήταν ένα μνημείο αντιδημοκρατικότητας και αυταρέσκειας. Βέβαια, για όποιον παρακολουθεί τις συνεδριάσεις του Δ.Σ., αυτό μόνο έκπληξη δεν ήταν, αφού αυτή είναι η μόνιμη τακτική.
Κατά τον κ. Δήμαρχο, αυτός μόνο ξέρει ποιες είναι οι πραγματικές ανάγκες του προγράμματος, ενώ οι εργαζόμενοι (που βέβαια έχει το θράσος να αποκαλεί “συνεργάτες”) δεν ξέρουν τίποτα, και μάλιστα τους απείλησε ανοιχτά ότι θα μετανιώσουν για τη στάση τους (!) και ότι θα κινδυνέψουν ακόμα και οι θέσεις εργασίας τους, παρ’ ότι μόλις πριν λίγους μήνες έγιναν επιτέλους μόνιμες, παρά το γεγονός ότι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο πρόγραμμα εδώ και δεκαετίες.
Αρνήθηκαν λοιπόν οποιαδήποτε αναβολή της συζήτησης, γιατί αυτοί νοιάζονται “για το καλό της κοινωνίας” – για τον κ. Δήμαρχο οι εργαζόμενοι στο Δήμο δεν αποτελούν μέρος της κοινωνίας, πιθανόν να τους θεωρεί εξωγήινους που μόλις έφτασαν στον πλανήτη μας.
Η “Πόλη Αλλιώς” έχει εμπιστοσύνη στους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες του προγράμματος “Βοήθεια στο Σπίτι” και σε κάθε εργαζόμενο στις υπηρεσίες του Δήμου.
Αυτοί και αυτές είναι που φέρνουν σε πέρας τα καθήκοντα που απαιτούνται, παρά το γεγονός ότι σχεδόν πάντα οι υπηρεσίες είναι υποστελεχωμένες, με αποτέλεσμα όλο και περισσότερες από τις υπηρεσίες του Δήμου να καταλήγουν σε εργολάβους που κερδοσκοπούν πάνω στις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες.
Συμπαραστεκόμαστε στα δίκαια αιτήματα των εργαζομένων και καλούμε, έστω και τώρα, τη Δημοτική Αρχή να αποσύρει την απόφαση που ψήφισε μόνη της και να διεξάγει έναν πραγματικό διάλογο για την πραγματική αναβάθμιση του προγράμματος και την όσο γίνεται υψηλότερη ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών».