Robert Boyer, Οι καπιταλισμοί στη δίνη της πανδημίας, Πόλις, σελ. 316 (μετάφραση: Άγγελος Μουταφίδης)
Jean-Paul Fitoussi, Τι μας κρύβουν οι λέξεις -Πώς η νεογλώσσα επηρεάζει τις κοινωνίες μας, Πόλις, σελ. 252 (μετάφραση: Α. Δ. Παπαγιαννίδης)
Ο καπιταλισμός δεν θριαμβεύει παρά όταν ταυτίζεται με το κράτος, όταν γίνεται κράτος
ΦΕΡΝΑΝ ΜΠΡΟΝΤΕΛ
Η επιλογή των εκδόσεων Πόλις να προσφέρουν στο ελληνικό κοινό τα βιβλία των Μπουαγιέ και Φιτουσί ταυτόχρονα είναι, νομίζω, ιδιαίτερα εύστοχη. Πρόκειται για εργασίες συμπληρωματικές σε τέτοιο βαθμό, που η από κοινού ανάγνωσή τους ολοκληρώνει την εικόνα που έχουν για τα πράγματα οικονομολόγοι, οι οποίοι, ανήκοντας στην κεϋνσιανή σχολή -αν και ο Μπουαγιέ ξεκίνησε ως φέρελπις μαρξιστής, εκ των πρωταγωνιστών της περίφημης «Σχολής της Ρύθμισης»- βρίσκουν την τελευταία δεκαετία την ευκαιρία «να πάρουν το αίμα τους πίσω» από τους νεοφιλελεύθερους.
Το γεγονός πως οι κεϋνσιανοί, γενικώς, «άργησαν πολύ» και αποδέχτηκαν στη μεγάλη τους πλειοψηφία την περίφημη νεοκλασική σύνθεση στα οικονομικά για πολλές δεκαετίες δεν είναι λόγος για να τους κρατάει κανείς κακία. Ούτε το γεγονός πως άρχισαν την επίθεσή τους όταν πια το νεοφιλελεύθερο αίσχος -ως επιστημονικό (!) credo- είχε γίνει φανερό, μειώνει τη σημασία της.
Το αντίθετο ισχύει, κατά τη γνώμη μου. Η σφοδρή κριτική της σημερινής κατάστασης από τη μεριά ανθρώπων, οι οποίοι για πολύ καιρό αποδέχτηκαν -σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό- την επικράτηση της λογικής ΤΙΝΑ δεν μπορεί παρά να είναι ευπρόσδεκτη από όσους συνειδητοποιούν πως η συνέχιση της νεοφιλελεύθερης παράκρουσης διαμορφώνει ένα μέλλον οριακής, ακραίας διακινδύνευσης για την ανθρωπότητα και τον πλανήτη.
Η πανδημία φαίνεται πως ανοίγει αυτιά, μάτια και στόματα, στο μέτρο που, στη πολύ μετριοπαθή, αλλά εξαιρετικά δραστική, διατύπωση του Μπουαγιέ, «έδειξε πως η πίστη μας στην ανωτερότητα της αγοράς εξασθένισε σταδιακά τος δεξιότητες και τις δυνατότητες ανάληψης συλλογικής δράσης […]» (σελ. 27). Σωστότερο θα ήταν να ειπωθεί πως η αγορά τα έκανε ρόιδο, όπως κάθε φορά στις κρίσιμες καταστάσεις. Ας είναι, όμως. Έστω η παραδοχή πως «η πίστη μας στην αγορά» αποδείχτηκε γι’ άλλη μια φορά εσφαλμένη είναι μεγάλο πράγμα.
Πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν το 2008 είναι ακόμα εδώ μαζί μας. Όταν, δηλαδή, εκείνη η κρίση δεν έχει ακόμη ξεπεραστεί και όταν, επιπλέον, η ανάσχεση των πιο καταστροφικών συνεπειών της σε παγκόσμια κλίμακα «επιτεύχθηκε», μέσω της εφαρμογής πρωτόγνωρα αντισυμβατικών -ιδίως, νομισματικών- πολιτικών, τις οποίες ελάχιστα κατανοούν ακόμη και όσοι τις επέλεξαν. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Μπουαγιέ, «[δ]εν έχει ακόμη αναπτυχθεί κάποια θεωρία που να πραγματεύεται τη βιωσιμότητα τέτοιων μη τυπικών καθεστώτων: οι επιχειρήσεις, οι χρηματιστές, οι οργανισμοί ρύθμισης και οι πολιτικοί ιθύνοντες λαμβάνουν αποφάσεις από μέρα σε μέρα, κρίνοντας πραγματιστικά, χωρίς να μπορούν να ανατρέξουν σε μια θεωρία ικανή να διαφωτίσει, αν όχι να αιτιολογήσει, τις αποφάσεις του, ορισμένες από τις οποίες επιφέρουν σοβαρές συνέπειες. Για παράδειγμα, πριν από την εμφάνιση του κορονοϊού, κανένας δεν ήξερε πώς θα μπορούσαμε να βγούμε από μια οικονομία μηδενικών ή και αρνητικών επιτοκίων» (σελ. 44).
Σας βεβαιώ πως ούτε σήμερα ξέρουμε!
Τόσο καλά, λοιπόν. Οι πιο κρίσιμες οικονομικές επιλογές γίνονται μέσα στην τύφλα μας τη μαύρη -αλλά με σαφές το κοινωνικό τους πρόσημο, ως προς τα αποτελέσματα. Η διαρκής αύξηση των ανισοτήτων είναι ένας μόνο δείκτης.
Θα μπορούσε, βέβαια, κάποιος να πει «ρεαλιστικά»: ας μην είμαστε τόσο επικριτικοί μέσα σε αυτήν τη μεγάλη μπόρα. Ας ξεπεραστεί ο τωρινός κάβος και μετά βλέπουμε. Ε, λοιπόν, αυτή η τόσο νουνεχής παραίνεση είναι η χειρότερη επιλογή. Γιατί, όπως πολύ καλά εξηγεί ο Μπουαγιέ, «οι διαδοχικές [τυφλές και μεροληπτικές, ταυτόχρονα, Χ.Λ] αποφάσεις που λαμβάνουμε καταλήγουν στη δημιουργία μιας τροχιάς εξάρτησης, καθώς το κόστος της όποια υπαναχώρησης -αν βέβαια υποθέσουμε ότι αυτή είναι εφικτή- μοιάζει να αυξάνεται συνεχώς» (σελ. 82). Που πάει να πει, δηλαδή, πως δενόμαστε όλο και πιο σφιχτά στο ζουρλομανδύα τόσο που στο τέλος μόνη λύτρωση θα απομείνει ο αυτοχειριασμός.
Το βιβλίο του Μπουαγιέ, μ’ όλο που ο κεϋνσιανισμός είναι, κατά τη γνώμη μου, «λίγος» σε σχέση με τις μαρξιστικές ερμηνείες προκειμένου να αποδώσει με πληρότητα την κατάσταση, συμβάλλει με ενδιαφέρουσες επισημάνσεις, αναλύει σημαντικές πλευρές της παρούσας περιόδου και διαμορφώνει πειστικές προγνώσεις για ένα μέλλον που θα χαρακτηρίζεται, «ανταποκριν[όμενο] πλήρως στην πρόβλεψη του Καρλ Μαρξ [από] όλο και πιο σοβαρές χρηματοπιστωτικές και, κατ’ επέκταση, οικονομικές κρίσεις» (σελ. 265). Και διατροφικές. Και ενεργειακές. Και περιβαλλοντικές. Και υγειονομικές.
Από άποψη κοινής ορθολογικότητας, δύσκολη εποχή για ρεφορμισμούς. Όπως και για επαναστάσεις, άλλωστε, αλλά για διαφορετικούς λόγους, που δεν έχουν να κάνουν με την ορθολογικότητα.
***
Ο Φιτουσί, με το δικό του κείμενο, έρχεται να μας δείξει πώς ο νεοφιλελευθερισμός διαχειρίστηκε τις λέξεις στο πέρασμά του πάνω από τις κοινωνίες. Πώς στρέβλωσε και πώς μετατόπισε, πως έσβησε και πώς έγραψε, πώς εκμεταλλεύτηκε κάθε δυνατότητα για να κάνει τον Γκέμπελς να μοιάζει «γατάκι» μπροστά του.
«Άλλες λέξεις σβήστηκαν από το λεξιλόγιο της νεογλώσσας -πλήρης απασχόληση, ζήτηση, δημοσιονομική ανάκαμψη [επέκταση; Χ.Λ.], βιομηχανική πολιτική, δημόσιες επενδύσεις, αύξηση μισθών και ημερομισθίων, κ.ο.κ. -και άλλες υπερτονίστηκαν -ανταγωνιστικότητα, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, δημοσιονομικός κανόνας, Δημοσιονομικό Σύμφωνο, ανταγωνισμός, δημόσιο χρέος, δανειστές και οφειλέτες, προσφορά, κλπ.» (σελ.20).
Η νεοφιλελεύθερη νέο-γλώσσα είναι η μόνη, μάλιστα, μια και εξέλιπε η σταλινική, ως γλώσσα θεσμικής εξουσίας, της οποίας, για να θυμηθούμε τον Όργουελ, το λεξιλόγιο μειώνεται κάθε χρόνο. Επιχειρώντας μέσω της γλωσσικής εκπτώχευσης και την αντίστοιχη διανοητική.
Πώς αλλιώς θα μπορούσαν να γίνουν πιστευτές διατυπώσεις του είδους «[α]ν θέλετε να γίνει η χώρα σας πλουσιότερη, θα πρέπει να αποδεχτείτε να φτωχύνετε σε ατομικό επίπεδο» ή ιδέες σαν αυτές του γίγαντα νομπελίστα Modigliani πως η μαζική ανεργία αποτελεί σύμπτωμα μιας αιφνίδιας έξαρσης τεμπελιάς. Πώς αλλιώς θα είχαν θέση σε οποιαδήποτε ορθολογική συνδιαλλαγή οι οιμωγές για το σπάταλο κοινωνικό κράτος, όταν είναι πασίγνωστο πως τα δημόσια χρέη εκτοξεύτηκαν ακριβώς με την εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Πώς αλλιώς θα μπορούσαν να περιγραφούν ως ««διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» όλα εκείνα τα πράγματα που περιορίζουν την εξασφάλιση την οποία είχαν οι άνθρωποι για μια αξιοπρεπή ζωή» (σελ. 57).
Πώς αλλιώς οι άνθρωποι δεν θα κάγχαζαν εξακολουθητικά μπροστά στο σωρό νεοφιλελεύθερων ηλιθιοτήτων, που κυριάρχησαν επί τέσσερις δεκαετίες σε ένα ευρύτατο φάσμα από τη δεξιά μέχρι την κεντροαριστερά -και σε πρακτικό επίπεδο ακόμη και στις παρυφές της αριστεράς (θυμάμαι έντονα ακόμη τον Τσίπρα κάπου εκεί στο 2018 να μιλάει κι αυτός για «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις»).
Ο Φιτουσί κάνει κυριολεκτικά φύλλο και φτερό τόσο τη νεοφιλελεύθερη νέο-γλώσσα όσο και την «επιστήμη» που της αντιστοιχεί. Με εκκίνησή του την πεποίθηση πως οι καπιταλιστές -γιατί περί αυτού πρόκειται εκτός από κίλερς, όταν αφορά τα συμφέροντά τους, είναι και κάπως… βλαμμένοι. Να πώς το θέτει:
«Ο Κέυνς πίστευε ότι οι καπιταλιστές, με την έντονη επιθυμία τους για συσσώρευση πλούτου, έπασχαν από μιας μορφής νεύρωση. Η θεραπεία αυτής της νεύρωσης θα έπαιρνε χρόνο, πολύ γρήγορα όμως η ανάγκη τους να ικανοποιούν το αίσθημα ανωτερότητάς τους θα φανερωνόταν όπως στ’ αλήθεια είναι: ως σύμπτωμα μειωμένης πνευματικής ισορροπίας και όχι ως ένδειξη ευφυίας» (σελ. 103).
Μπορεί να είναι προβληματική (sic) η διατύπωση από την άποψη της πολιτικής ορθότητας, αλλά κάτι λέει. Στο μέτρο, μάλιστα, που, έστω με άλλα λόγια, περιέχει πολλή αλήθεια θα πρέπει να αντιληφθούμε πως βρισκόμαστε μπροστά σε πραγματικά κοσμοϊστορική καμπή. Τι θα ακολουθήσει; αναρωτιέται ο κεϋνσιανός Φιτουσί.
Η δημιουργία πάμπλουτων θυλάκων ανάμεσα σε άγριες ορδές; Η, μήπως, η επιστροφή σε μια κοινωνία κεντρικού σχεδιασμού;
Γιατί, «αν οι μηχανές αποδεικνύονται ανώτερες από τους χειρουργούς ή τους πρωταθλητές του γκο, δεν υπάρχει λόγος να μην τα καταφέρνουν καλύτερα και από τον επιχειρηματία, όσον αφορά τις προβλέψεις για την κίνηση των αγορών, τον τύπο των προϊόντων που θα κερδίσει την προτίμηση των καταναλωτών και την οργάνωση της παραγωγής που θα έχει το μικρότερο κόστος. Με τη διαθέσιμη τεχνολογία -εκείνη ακριβώς που μας προβληματίζει ως προς τις επιπτώσεις της στην απασχόληση- ασφαλώς και θα σημειώναμε καλύτερες επιδόσεις σε σύγκριση με τα παλιά σοβιετικά πλάνα κεντρικού σχεδιασμού. Ο κομμουνισμός θα μπορούσε να βρίσκεται στο τέρμα του δρόμου -όπως άλλωστε και στην προσέγγιση του Κέυνς» (σελ. 116).
Όπως και στην προσέγγιση του Κέυνς, λοιπόν, ο κομμουνισμός!
Δεν ξέρω ως πού έβλεπε ο Κέυνς, αλλά ο δημοκρατικός, ελευθεριακός κομμουνισμός ως η καλή έκβαση όλων αυτών που μας συμβαίνουν μοιάζει ορθολογική από πολλές απόψεις. Αλλά αυτό αφορά άλλα βιβλία!
ΥΓ. Η Ελλάδα αναφέρεται πολλές φορές τόσο από τον Μπουαγιέ όσο και από τον Φιτουσί. Ας διαβάσουν τις αναφορές με λίγη προσοχή όσοι έδωσαν τη μάχη του «ευρωπαϊσμού» ενάντια στο «λαϊκισμό» τα προηγούμενα χρόνια. Δύσκολα θα αισθανθούν άνετα.