in

Η οχλοβοή της μοναξιάς. Tου Θωμά Ψήμμα

Μπράνιμιρ Στσεπάνοβιτς, Στόμα γεμάτο χώμα (μτφρ.: Ισμήνη Ραντούλοβιτς), Κυψέλη 2024

Όταν το 1974 ο Μαυροβούνιος Μπράνιμιρ Στσεπάνοβιτς έγραψε το «Στόμα γεμάτο χώμα», έτυχε άμεσης αναγνώρισης, λαμβάνοντας την ίδια χρονιά το Βραβείο Λογοτεχνίας της Πόλης του Βελιγραδίου. Στη συνέχεια, όμως, για αρκετό χρονικό διάστημα το βιβλίο παρέμενε ένα κρυμμένο διαμάντι της βαλκανικής, και εν γένει της ευρωπαϊκής, λογοτεχνίας, μέχρι την επανάκαμψή του, αρχής γενομένης από τη γαλλική μετάφρασή (πλέον αριθμεί 23 εκδόσεις στη Γαλλία), ενώ πρόσφατα μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο από τον Σέρβο σκηνοθέτη Πούρισα Τζόρτζεβιτς. Στη χώρα μας είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά το 1992, σε μετάφραση του Λεωνίδα Χατζηπροδρομίδη, από τις εκδόσεις Παρασκήνιο (εξαντλημένο πια). Επανακυκλοφόρησε το 2024 από τις εκδόσεις Κυψέλη, σε μετάφραση της Ισμήνης Ραντούλοβιτς, με ένα ευσύνοπτο και κατατοπιστικό επίμετρο του Τάκη Κατσαμπάνη.

Το εν λόγω έργο αποτελεί ένα σπουδαίο λογοτεχνικό επίτευγμα, τόσο από τη σκοπιά της φόρμας όσο και από άποψη περιεχομένου.

Αναφορικά με την επιλογή της οπτικής γωνίας, ολόκληρο το βιβλίο-χρονικό καταδίωξης ξετυλίγεται μέσα από ένα αισθητικά εντυπωσιακό και ιδιοφυές εύρημα. Τούτο έγκειται στην εναλλαγή της τριτοπρόσωπης και της πρωτοπρόσωπης αφήγησης. Η μεν τριτοπρόσωπη αφήγηση προσδίδει μερική αποστασιοποίηση, χωρίς ποτέ να καταλήγει σε ψυχρά αντικειμενική περιγραφή, κάθε κίνησης και ακινησίας, κάθε σκέψης και δράσης του ανώνυμου ήρωα. Η δε πρωτοπρόσωπη σκοπιά μεταδίδει την αποφασιστικότητα και τους δισταγμούς του κυνηγημένου μέσα από το άγρυπνο βλέμμα των διωκτών του, χαρίζοντας σφυγμό στο ξεδίπλωμα της –πότε επιβραδυνόμενης και πότε καταιγιστικής– πλοκής.

Ως προς το περιεχόμενο, εκ πρώτης όψεως η υπόθεση αφορά στην πρόθεση ενός ανθρώπου της πόλης –ο οποίος σχεδόν ποτέ εν ζωή δεν προσπάθησε να φέρει εις πέρας αποστολές με τη δική του ανεξίτηλη σφραγίδα–, να πεθάνει μόνος και γαλήνιος στην ακατέργαστη ερημιά, στην κατάλευκη βουνοκορφή της παιδικής του ηλικίας. Με αφορμή αυτή τη βαθιά προσωπική, χωροχρονικά εντοπισμένη ιστορία-αλληγορία, ο συγγραφέας κατορθώνει να περάσει υπόρρητα, σαν φιγούρα που αντανακλάται στο τζάμι ενός ρέοντος τρένου χωρίς τερματικό σταθμό, οικουμενικούς υπαρξιακούς στοχασμούς γύρω από την αδιάρρηκτη συνάφεια μεταξύ ζωής και θανάτου, ελευθερίας και ανάγκης, του εγώ και του εμείς, και, εντέλει, των αντιφατικών θραυσμάτων του ίδιου μας του εαυτού.

Από τη μια πλευρά, ο αυτάρκης οδοιπόρος-«φυγάς» αποζητά τους θάμνους, τα πουλιά, το βουνό, το «παγωμένο δάσος της παιδικής του ηλικίας» (σελ. 45), διαβλέπει αυταπατώμενος στη διαυγή παρουσία της φύσης, «στον άπειρο χώρο της γης και του ουρανού» (σελ. 76) το οριστικό κι αμετάκλητο αντίδοτο απέναντι στα θολά περιγράμματα των ανθρώπων που πέρασαν και δεν ακούμπησαν από τη ζωή του. Μολονότι φαίνεται να έχει πλήρη συναίσθηση της έσχατης, της μόνης αυθεντικά δικής του απόφασης, να πεθάνει δηλαδή μόνος και έρημος, βυθισμένος στη νοσταλγία της χαμένης αθωότητας, μετεωρίζεται ανάμεσα στην αφηρημένη ιδέα της ομορφιάς και της αγάπης και στην αναπόδραστα ατελή ενσάρκωσή τους στον πραγματικό κόσμο.

Έτσι, με τη συμπυκνωμένη σοφία και τις συσσωρευμένες ματαιώσεις των γηρατειών, αναγνωρίζει ότι «το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης βρισκόταν πρωτίστως στην αγάπη και στην ομορφιά, δηλαδή σε όλα εκείνα που δεν υπήρχαν στην ήδη θολή και άσχημη εικόνα της ζωής του» (σελ. 53). Ωστόσο, χαρακτηρίζει την υπαρκτή ανθρώπινη συμπόνια «νοσηρή» (σελ. 15) και κρίνει μηδενιστικά ότι οποιοδήποτε μονοπάτι που υπόσχεται παρηγοριά ή βοήθεια δεν μπορεί παρά να είναι ολισθηρό. Η εν λόγω ιδεατή αναπαράσταση της αγάπης και η απόρριψη κάθε απτής εκδοχής της ως επίπλαστης και φθαρτής τον οδηγεί νομοτελειακά στην επικράτεια του μίσους. Το μίσος αυτό, όμως, δεν στρέφεται προς τον όχλο, την «αγέλη λυσσασμένων σκυλιών» (σελ. 58), που τον καταδιώκει με μανία, αλλά περισσότερο απέναντι σε όσα ο ίδιος άφησε απωθημένα, επιτρέποντας στο δικό του κάτι που πλέον αποτιμά ως τίποτα να περιφέρεται άσκοπα ως το κέντρο του κόσμου. Ίσως τελικά να μην προσπαθεί να το σκάσει από το αγριεμένο πλήθος, αλλά, πριν κλείσει οριστικά τα μάτια του, να κλείσει για μια στιγμή τ’ αυτιά του στο «αδυσώπητο και αδιανόητο βουητό του χρόνου» (σελ. 59) και να χωθεί για πάντα στη μάνα γη.

Ως αντίπαλο δέος στον αφ’ υψηλού μοναχικό καβαλάρη που υποβαθμίζει τους άλλους σε ανεπιθύμητους περαστικούς, σε «μόνο ένα επιπλέον στοιχείο του τοπίου στο οποίο ξεκούραζε το βλέμμα του» (σελ. 29), γιγαντώνεται κι εξαγριώνεται ο –σκέτος σάρκα και οστά– όχλος. Εκκινεί από δυο συντροφικές ατομικότητες, στην πορεία μετατρέπεται σε μια αποκτηνωμένη συλλογικότητα, μέχρι να καταλήξει στις βουβές τύψεις για την ενδεχόμενη προδοσία του χαμένου Μεσσία. Μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση των διωκτών υφαίνεται νήμα-νήμα η πρωτοφασιστική εμπειρία: το ζιζάνιο της περιέργειας, το ρίζωμα του εγωιστικού γονιδίου, οι αρχηγικές βλέψεις για το ποιος θα αναδειχθεί στον πιο μανιακό-αποτελεσματικό κυνηγό, η εσωτερικευμένη ενοχοποίηση του άλλου, η εξωτερίκευση του μίσους που εκφράζεται στη ρητά διατυπωμένη πρόθεση για την πιο βίαιη πράξη (το ξερίζωμα της καρδιάς) και, τελικά, η υποταγή των άβουλων σκιών στη μαγεία της αδυσώπητης μοίρας. Πράγματι, ο άνθρωπος αυτός (άνθρωπος ή στοιχειό άραγε;) άφησε την τελευταία του πνοή με το στόμα του γεμάτο χώμα, όχι όμως από τα δικά τους νύχια, αλλά με την πιο αυτόνομη πράξη του δικού του πεπρωμένου.

Συμπερασματικά, πίσω από την απύθμενη μνησικακία, αλληλοτροφοδοτούμενη μεταξύ του Υπερανθρώπου και του όχλου, υφίσταται μια αξεδιάλυτη σχέση, και σε αυτήν ακριβώς την οχλοβοή της μοναξιάς βρίσκεται η πραγματική ουσία αυτής της αριστουργηματικά φιλοτεχνημένης, γεμάτης τραγικότητα αλληγορίας. Υπό το πρίσμα της καντιανής κατηγορικής προσταγής, αναδύεται η αντικοινωνική κοινωνικότητα της ανθρώπινης κατάστασης, με όρους σύγχρονης πολιτικής θεωρίας η –έστω και σχετική– ώσμωση ανάμεσα στον «ορθολογιστή», «αντιλαϊκιστή» ηγέτη και στο παθιασμένο, ευεπίφορο σε κομφορμιστικό λαϊκισμό, πόπολο. Μόνο μέσα από την ορατή οδύνη και απελπισία για τον πόνο του άλλου, μπορεί να εκληφθεί ο άλλος ως πλησίον και να βλαστήσουν δεσμοί ενσυναίσθησης και αλληλεγγύης. Κι αυτή η αισιόδοξη πινελιά δεν είναι ένα μύθευμα αλλοτινά χαμένο στη χιονισμένη κορυφή της Πρεκόρνιτσα, αλλά μια –διαρκώς και πανταχού παρούσα-–οικουμενική αλήθεια που περνάει αδιόρατα, ξυστά από το τρένο της ζωής μας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Μια μάσκα στο χρώμα του ουρανού. Της Αθηνάς Παπανικολάου

Ξεκίνησαν οι πρόδρομες εργασίες για την εγκατάσταση του γιγαντιαίου φωτοβολταϊκού πάρκου στον Δήμο Χαλκηδόνας