Χάιντς Χάιμζετ, Τα έξι μεγάλα ερωτήματα της Δυτικής Μεταφυσικής, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, σελ. 420 (μετάφραση: Μιχάλης Παπανικολάου)
Χάνεις τον κόσμο προκειμένου να τον κερδίσεις
Μάιστερ Έκχαρτ
Τα Έξι μεγάλα ερωτήματα της Δυτικής Μεταφυσικής είναι ένα πολύ ιδιαίτερο βιβλίο στο πλαίσιο της Ιστορίας της Φιλοσοφίας. Πρόκειται για μια ειδικού τύπου έρευνα, την Problemgeschichte -την ιστορία των προβλημάτων- όπου το υλικό ταξινομείται «δομικά», λαμβάνοντας υπόψη τη μονιμότητα των φιλοσοφικών προβλημάτων και την αντίσταση που αυτά προβάλλουν σε κάθε απόπειρα οριστικής επίλυσης και όχι χρονολογικά, με βάση τη διαδοχική εναλλαγή των διανοητών και την εξέλιξη των φιλοσοφικών θεωριών. Όπως σημειώνει στον πρόλογο της γαλλικής έκδοσης ο Πιερ Ωμπένκ, «[τ]ούτα τα προβλήματα, τα οποία συχνά δεν επιδέχονται επίλυση, ή που -τουλάχιστον- δεν μπορούν να επιλυθούν παρά μονάχα στο πλαίσιο μιας προσεγγιστικής διαδικασίας άπειρης και, συνεπώς, μη ολοκληρώσιμης, συγκροτούν τη βασική δομή αυτού που θα μπορούσαμε να “ιστορία των φιλοσοφικών προβλημάτων”» (σελ. 13).
Η επιμονή του Χάιμζετ στη μονιμότητα των φιλοσοφικών προβλημάτων έρχεται να συγκλίνει με μια μαρξιστική ανάγνωση της φιλοσοφίας, αυτήν του Αλτουσέρ, για τον οποίο όλη η ιστορία της φιλοσοφίας επαναλαμβάνει την ίδια σύγκρουση, αυτήν μεταξύ του ιδεαλισμού και του υλισμού. Το γεγονός πως ο Αλτουσέρ θα ορίσει την φιλοσοφία ως ταξική πάλη στο πεδίο της θεωρίας δεν αλλάζει το παραπάνω δεδομένο, όπως και την εξαιρετική ποιότητα της παρέμβασής του. Αντίθετα, ένα μεγάλο μέρος της μαρξιστικής «φιλοσοφίας», ομνύον σε ένα «διαλεκτικό υλισμό», τον ντιαμάτ, που όλα τα έσφαζε και όλα τα μαχαίρωνε, δεν έχει να προσφέρει το παραμικρό στη φιλοσοφική σκέψη και, αν κάτι κατάφερε είναι να μειώσει, μέχρι εκμηδενίσεως, την αξία της μαρξιστικής παρέμβασης στη φιλοσοφία.
Μένοντας λίγο ακόμη σε αυτό το τελευταίο, η διαπαιδαγώγηση ολόκληρων γενεών αριστερών με τα εγχειρίδια του Πόλιτζερ πρόσφερε πολύ κακή υπηρεσία στο κομμουνιστικό ιδίως κίνημα. Αν, για παράδειγμα, η απάντηση στην άποψη του Μπέρκλι πως όλος ο κόσμος αποτελείται από πνευματικές άυλες οντότητες είναι η προτροπή να κάτσει μπροστά στην άμαξα, για να δει πώς θα τον πατήσει, είναι φανερό πως κάτι δεν πάει καλά. Ο Μπέρκλι είναι πολύ σκληρός αντίπαλος, για να τον αντιμετωπίσουμε με ευφυολογήματα.
Ο Ωμπένκ ισχυρίζεται πως το βιβλίο αυτό -δημοσιευμένο για πρώτη φορά το 1922- είναι δίχως προηγούμενο και δίχως όμοιό του και αποτελεί πρόκληση απέναντι στους επαγγελματίες ιστορικούς της φιλοσοφίας. Γιατί, ο Χάιμζετ, αντίθετα με την κυρίαρχη αντίληψη περί «ρήξεων» και «τομών» -ανάμεσα στην Αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα, ανάμεσα στο Μεσαίωνα και τους Νεότερους Χρόνους με τη μεσολάβηση τάχα κάποιας “Αναγέννησης»- τοποθετείται υπέρ της συνέχειας –«μιας συνέχειας, όμως, που αποτελεί προϊόν της μονιμότητας των φιλοσοφικών προβλημάτων και όχι μιας ανεπίστρεπτης προόδου της σκέψης» (σελ. 15).
Η παραδοσιακή ιστορία της φιλοσοφίας επιμένει στις ρήξεις και τις τομές γιατί επιλέγει να αγνοήσει ένα μεγάλο τμήμα της φιλοσοφικής παράδοσης, η οποία για την κλασική μεταφυσική είναι ό,τι οι μη ευκλείδειες γεωμετρίες για τη γεωμετρία του Ευκλείδη. Ένα τμήμα «εναλλακτικό», που βασίστηκε σε ένα διαφορετικό βίωμα του Είναι. Αυτός ο «υπόγειος ποταμός», με τον Αυγουστίνο να αντιστέκεται στον εξελληνισμό του χριστιανισμού πρώτος, κάποιους από τους Πατέρες της Εκκλησίας, τους φραγκισκανούς και, κυρίως, την παράδοση που ονομάζουμε «γερμανικό μυστικισμό», με κύριους εκπροσώπους, μεταξύ άλλων τον Μάιστερ Έκχαρτ, τον Νικόλαο Κουζανό -και, παράλληλα, τον Ιωάννη Σκώτο του Δουνς και τον νομιναλισμό του Γουλιέλμου του Όκκαμ- με κατάληξη τον γερμανικό ιδεαλισμό, αλλά και τον Νίτσε.
Αν λαμβάνονταν υπόψη η συγκεκριμένη παράδοση, πολλές από τις καινοτομίες των Νεότερων Χρόνων θα φαίνονταν πως, με τον τρόπο τους και το λόγο τους, εμφανίστηκαν πολύ νωρίτερα και πολλές φορές ξανά.
Το κυριότερο, όμως, είναι πως με αυτές τις παραδόσεις -και, ιδίως, αυτήν του «γερμανικού μυστικισμού»- έχουμε την έξοδο της φιλοσοφίας από τα σπουδαστήρια και είσοδό της στην πλατιά και πολύμορφη, πολύχρωμη ζωή του λαού με την επιλογή χρήσης της ζωντανής γερμανικής γλώσσας στην θέση των λατινικών.
«Το γεγονός ότι την αφορμή της γλωσσικής πρακτικής του Έκχαρτ την έδωσαν καθήκοντα «εξωτερικού χαρακτήρα (κηρύγματα για τις γυναίκες, για τους «αμόρφωτους»)δεν μειώνει τη μοναδική της αξία: ίσα ίσα, τα καθήκοντα αυτά ήταν ακριβώς το στοιχείο της εποχής που υποδείκνυε ένα καινούργιο μέλλον. Μίλησαν άραγε ξανά έκτοτε σε γερμανικό έδαφος με τέτοια βαθύτητα στις γυναίκες και το «λαό» για τα έσχατα και δυσκολότερα ζητήματα; Είπαν ποτέ, διέδωσαν και ξανάνιωσαν ποτέ λόγια έτσι, με τέτοια πληρότητα; Και πάλι, τους αιώνες που ακολούθησαν, εκείνοι που προσπάθησαν να επιβάλλουν στη νεότερη γερμανική σκέψη τη γερμανική γλώσσα, ήταν πάντοτε συνεχιστές της μυστικής φιλοσοφίας του Έκχαρτ» (σελ. 29).
Δεν είναι τυχαίο, νομίζω, πως οι μεγάλες εξεγέρσεις – οι Jacqueries, αυτές των Καθαρών και των Αναβαπτιστών του Μίντσερ- βασίστηκαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε αυτές τις «κρυφές», συνειδητά παραμελημένες, δηλαδή, παραδόσεις.
Τα Έξι μεγάλα ερωτήματα της Δυτικής Μεταφυσικής, η καρδιά όλης της φιλοσοφικής συζήτησης στα ζητήματα της Οντολογίας -του τι υπάρχει, αν υπάρχει και πώς υπάρχει- ταξινομούνται από τον Χάιμζετ ως εξής:
Ι. Θεός και Κόσμος
ΙΙ. Άπειρο και Πεπερασμένο
ΙΙΙ. Ψυχή και Εξωτερικός κόσμος
ΙV. Είναι και Ζωή
- V. Άτομο
- VI. Νόηση και Βούληση
Είναι εύκολο να αναρωτηθεί κάποιος, ειδικά αν έχει θητεύσει στον Πόλιτζερ, γιατί θα έπρεπε να ασχοληθούμε με αυτού του τύπου τα ερωτήματα.
Τι νόημα έχει μια συζήτηση σχετικά με τον εάν ο Θεός είναι συνεκτατός με το Είναι, αν δημιούργησε τον Κόσμο από το πρότερο Χάος ή από το Τίποτε;
Πόσο σοφότερους μας κάνει η διένεξη σχετικά με το αν το Είναι είναι Εν Είναι, ενιαίο και ομογενές, ή αποτελεί μια πολλαπλότητα αυτόνομων ατόμων, περίκλειστων μονάδων, η συνάθροιση, των οποίων το συγκροτεί;
Ή αν είναι Εν, μια Υπόσταση με άπειρα Κατηγορήματα, των οποίων τα άτομα δεν είναι παρά τρόποι, τροποποιήσεις;
Πόσο ενδιαφέρον έχει το εάν το Άπειρο είναι πραγματικό ή μόνο εν δυνάμει; Και πώς αυτό συνδέεται με μια οντο-θεολογία, όπου ένας αρχετυπικός και ιδρυτικός Θεός, όντας ο ίδιος ανώτατο Όν, επιμερίζει βαθμιδωτά τη νοητότητά του στην ολότητα των όντων, ζώντας μέσα μας, στα κτίσματά του;
Πόσο σημαντικό είναι αν υπάρχουν τα καθολικά ή είναι μόνο ονόματα, ενώ τα πραγματικά όντα είναι μόνο τα ατομικά; Αν υπάρχει, δηλαδή, δέντρο ή μόνο η συγκεκριμένη μηλιά, που έχω πάντοτε απέναντί μου;
Ή αν οι Άγγελοι αποτελούν ο καθένας ένα ξεχωριστό είδος, ενώ οι άνθρωποι είναι στο σύνολό τους είδος;
Η απάντηση που μπορώ να δώσω εκ του προχείρου είναι πως, όποιος διαβάσει το βιβλίο, μέσα από το δύσβατο διανοητικά δρόμο που απαιτείται, θα πειστεί για το εξαιρετικό ενδιαφέρον και τη βαθιά σημασία που έχει η ενασχόληση με αυτά τα ζητήματα.
Και σίγουρα θα κατανοήσει πόσο ισχυρή μηχανή σκέψης, για την εμβάθυνση σε έννοιες χωρίς τις οποίες κανένας σοβαρός στοχασμός δεν είναι δυνατός, αποτελεί το βιβλίο του Χάιμζετ.