Είναι γνωστό πως ο «μεσαίος χώρος» αποτελεί πολιτικά ιδιαίτερα πολύφερνη νύφη -και ιδίως όταν το θέμα μας είναι οι εκλογές. Οπως έγραψε πρόσφατα ο Γιάννης Λούλης («Εφ.Συν.», 15-16 Μαΐου), «[είναι] ευρέως αποδεκτό ότι οι εκλογές κρίνονται στον λεγόμενο “μεσαίο χώρο”». Στη συνέχεια βέβαια του άρθρου του το πράγμα μπερδεύεται, στο μέτρο που ως χαρακτηριστικό παράδειγμα «μεσαίου χώρου» που έκρινε τις τελευταίες δύο εκλογικές αναμετρήσεις στις ΗΠΑ, την πρώτη υπέρ του Τραμπ, τη δεύτερη υπέρ του Μπάιντεν, παρουσιάζεται η εργατική τάξη τής rust belt, της ΒΑ περιοχής των ΗΠΑ που έχει βιώσει έντονη βιομηχανική παρακμή εδώ και δεκαετίες.
Σημειώνει χαρακτηριστικά: «[Στις εκλογές του 2016 το] τι συνέβη είναι γνωστό. Ο μεσαίος χώρος που έκρινε τη συγκεκριμένη εκλογή-σταθμό στην Αμερική [υπέρ του Τραμπ] εκπροσωπούνταν από τέσσερις μεγάλες εργατουπόλεις, όπου οι εργαζόμενοι “με τα μπλε κολλάρα” εγκατέλειψαν το Δημοκρατικό Κόμμα, το οποίο υποστήριζαν για δεκαετίες».
Ομολογώ πως δεν καταλαβαίνω γιατί η πιο χαρακτηριστική εκδοχή της παλιάς καλής βιομηχανικής εργατικής τάξης, ούσα μάλιστα υπό πίεση και παρακμή, παρουσιάζεται ως… μεσαίος χώρος. Αν αυτή η εργατική τάξη είναι ο «μεσαίος χώρος», δεν χρειάζεται ιδιαίτερη μαρξιστική παιδεία για να καταλάβεις πως οι πάντες σχεδόν είναι μεσαίος χώρος. Πράγμα που κάνει αυτονόητη τη διαπίστωση πως «εκεί» κερδίζονται οι εκλογές.
Νομίζω λοιπόν πως τίποτε δεν παίζεται στον «μεσαίο χώρο», στο μέτρο που ο «μεσαίος χώρος» δεν είναι τίποτε. Πράγμα που δεν ισχύει για τις «ενδιάμεσες» κοινωνικές κατηγορίες, τον λαό της ιδιοκτησίας, όσους, χωρίς να ανήκουν στο «μεγάλο κεφάλαιο», είναι ωστόσο κάτοχοι σημαντικού κεφαλαίου και περιουσίας. Οσους, για να το πω πιο «ξύλινα», δεν είναι αναγκασμένοι να πωλούν την εργασιακή τους δύναμη προκειμένου να διατηρηθούν στη ζωή αυτοί και οι οικογένειές τους.
Δεν έχω αμφιβολία πως η μαρξική ταξική προσέγγιση, η οποία αντιλαμβάνεται με τους παραπάνω όρους την κοινωνική δομή, είναι πολύ πλουσιότερη και απείρως χρησιμότερη για να κατευθύνει την αριστερή πολιτική παρέμβαση. Γι’ αυτό και με ικανοποίηση διάβασα -και πάλι στην «Εφ.Συν.»- πως ο Γ. Βαρουφάκης «κάνοντας και ένα είδος αυτοκριτικής, όπως είπε, επισήμανε πως “το να βγαίνουμε και να λέμε ότι η ελληνική οικονομία καταρρέει στο σύνολό της είναι λάθος. Ακόμη και την περασμένη χρονιά, εν μέσω πανδημίας, ένα 20-30% των συμπολιτών μας τα πάνε καλύτερα…”».
Δεν πρόκειται λοιπόν για το 1% και τους υπόλοιπους, ούτε για την ευάριθμη «ολιγαρχία» και το 90+%. Η βαρύνουσα διαίρεση είναι ανάμεσα στους κατόχους κεφαλαίου -μικρού ή μεγάλου- και στους εξαρτώμενους, κατά βάση, από τη (μισθωτή ή οιονεί μισθωτή) εργασία τους. Οπως έχει δείξει δε ο Πικετί, οι τελευταίοι -και ιδίως το 50% της βάσης της πυραμίδας στον αναπτυγμένο καπιταλισμό- κατέχουν λιγότερο από το 5% της συνολικής περιουσίας.
Αυτοί που πλήττονται σήμερα δεν είναι οι «μικρομεσαίοι» ή οι «νοικοκυραίοι», για να χρησιμοποιήσω τον προσφιλή στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης όρο. Η επίθεση της Δεξιάς -με το εργασιακό νομοσχέδιο να είναι απλώς η αιχμή- κατευθύνεται εναντίον του κόσμου της εργασίας. Το σύνολο σχεδόν των «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» αφορούν μια παρατεταμένη ιστορικά πρωτοφανή επίθεση στην εργατική τάξη, ενώ όλες τους ωφελούν ευθέως και τη «μικρομεσαία επιχειρηματικότητα», της οποίας ο εκμεταλλευτικός χαρακτήρας, για όσους «έπεσαν στην ανάγκη της», είναι πραγματικά διαβόητος.
Αυτός είναι άλλωστε ο κυριότερος -μαζί με την εν γένει «επιτρεπτικότητα» από μέρους του κράτους σε πολλές περιπτώσεις- λόγος που «άντεξε» μετά το 2010.
Προφανώς και «γενικεύω» -είναι βέβαιο πως υπάρχουν και μικρομεσαίοι επιχειρηματίες που ακολουθούν «καλές πρακτικές». Ωστόσο σε μια χώρα όπου δεν πληρώνονταν, εν έτει 2014, το 85% των υπερωριών -πολύ συχνά ούτε τα μεροκάματα-, ενώ η φοροκλοπή ΦΠΑ μάς φέρνει πρώτους στην Ε.Ε., το συμπέρασμά μου δεν συνιστά πιστεύω ασύγγνωστη αδικία.
Οι «μεσαίες» ιδιοκτήτριες τάξεις πάντοτε υπήρξαν οι κύριες τάξεις-στηρίγματα του άρχοντος συγκροτήματος.
Και όχι από λάθος. Ο λαός της ιδιοκτησίας, ακόμη κι όταν αυτή κάπως συρρικνώνεται, αντιλαμβάνεται τα συμφέροντά του ως συμβατά με αυτά της κυρίαρχης τάξης πολύ περισσότερο από ό,τι με αυτά του προλεταριάτου. Δεν πρόκειται για «φαντασιακή» τύφλωση ούτε για ψευδή συνείδηση.
Υπάρχει ένα 30-40% της ελληνικής κοινωνίας που, για τους ορθούς για το ίδιο λόγους, επιλέγει τη Δεξιά και στην παρούσα περίοδο τον νεοφιλελευθερισμό. Δεν παραπλανάται, είναι απολύτως εχέφρον ταξικά.
Υπάρχουν και οι υπόλοιποι. Που συγκροτούν την εκμεταλλευόμενη πλειοψηφία και είναι υπεραρκετοί για να αλλάξουν τα πράγματα επιλέγοντας μια αριστερή πολιτική προοπτική. Αρκεί η τελευταία να υφίσταται.