Πριν κανά μήνα μία ευρεία και χαρούμενη αντιπροσωπεία της Πόλης Ανάποδα επισκέφθηκε τη λαϊκή συνέλευση των Σταγιατών. Το θυμήθηκα τώρα, γιατί εχθές είχαμε τη συνέλευση της Πόλης Ανάποδα και προσπαθούσα να σκεφτώ τί μπορούμε να κάνουμε ώστε να ενθαρρύνουμε την ουσιαστική συμμετοχή των μελών. Προσωπικά δεν έχω καμία τάση να φετιχοποιώ τους τοπικούς αγώνες και τις κοινότητες – αυτό που πιστεύω ότι χρειαζόμαστε μέσα στην κρίση είναι ένα μεγάλο κόμμα που θα πάρει την κυβέρνηση. Η συνέλευση αυτή όμως μας έδωσε ενδιαφέροντα συμπεράσματα για το πώς πρέπει να λειτουργούμε σε μια διαδικασία που είναι πραγματικά λαϊκή, στην οποία δηλαδή συμμετέχει η πλειοψηφία μιας κοινότητας ανθρώπων, χωρίς άλλο πολιτικό ή ιδεολογικό προσδιορισμό.
Η λαϊκή συνέλευση στους Σταγιάτες πραγματοποιήθηκε δυο μέρες μετά την επίθεση του Μπέου στη Βιβλιοθήκη της Κοινότητας και είχε προφανώς δύο κύρια θέματα: πρώτο, τί θα κάνει η κοινότητα με τη Βιβλιοθήκη και τον εξοπλισμό που με δικό της κόστος και κόπο έφτιαξε και δεύτερο πώς θα συνεχίσει τον αγώνα υπεράσπισης του νερού. Για περισσότερες πληροφορίες, αναζητήστε τα σχετικά κείμενα και βίντεο, τα οποία επιπλέον είναι χαρακτηριστικά του ηθικού και αισθητικού χάσματος που χωρίζει την αγωνιζόμενη κοινότητα από την τοπική εξουσία. Εδώ, θα μείνω στη διαδικασία της συνέλευσης, γιατί ήταν κάπως διαφορετική από αυτό που θα κάναμε εμείς.
Η πρώτη διαφορά αφορά τη λήψη των αποφάσεων. Στη συνέλευση των Σταγιατών υπήρχαν, όπως παντού, 3-4 άνθρωποι που είναι πιο δραστήριοι/ες, πιο έμπειροι/ες και που ανέλαβαν να συντονίσουν τη διαδικασία. Το συνηθισμένο θα ήταν οι ίδιοι να κάνουν και μια πρόταση – εισήγηση προς τη συνέλευση, η συζήτηση να περιστραφεί γύρω από αυτή και στο τέλος τα μέλη να την ψηφίσουν, δημοκρατικά κι ωραία. Πράγματι, κάποιοι συμμετέχοντες το ζήτησαν επιτακτικά αυτό, από την αρχή της συνέλευσης. Οι άνθρωποι μας όμως ήταν πιο σοφοί και πιο σοφές από αυτό. Σκέφτηκαν μάλλον ότι αν κατέθεταν εξαρχής μια ολοκληρωμένη, τεκμηριωμένη πρόταση, θα ήταν δύσκολο για οποιοδήποτε άλλον κάτοικο, λιγότερο έμπειρο και ενήμερο από αυτούς, να τολμήσει να πει κάτι διαφορετικό. Δώσανε λοιπόν τον λόγο κατευθείαν στα μέλη της συνέλευσης. Και πράγματι, μίλησαν καμιά 10αριά άνθρωποι, δυο και τρεις φορές ο καθένας από 2-3 λεπτά, αποκλειστικά πάνω στα συγκεκριμένα ζητήματα του κτηρίου και της πηγής, καταθέσαν ελεύθερα τις προτάσεις τους και στο τέλος διαμορφώθηκε μια κοινή απόφαση.
Η δεύτερη έκπληξή μου αφορούσε την ίδια την απόφαση. Τί λέει μέσα μας ο αυθόρμητος ριζοσπαστισμός μας: μας πήρε ο Μπέος το κτήριο μας; Πάμε όπως είμαστε μετά τη συνέλευση, σπάμε το λουκέτο και το παίρνουμε πίσω. Οι περισσότεροι κάτοικοι όμως είπαν: αν αλλάξουμε τα λουκέτα, θα επιβεβαιώσουμε τον ισχυρισμό Μπέου ότι κάποιοι κάνουν κατάληψη, ενώ αυτός που κάνει κατάληψη είναι ο Μπέος – αυτό πρέπει να δείξουμε. Άλλωστε, καλοκαίρι είναι, τί να τα κάνουμε τα κλειστά ντουβάρια, θα κάνουμε τις εκδηλώσεις μας από έξω, θα εστιάζουμε την κάμερα στην κλειδαριά του Μπέου και από Σεπτέμβρη έχει ο Θεός. Εκεί θα φανεί ποιος είναι πιο δυνατός. Δεύτερο πλήγμα της αυθόρμητης λαϊκής σοφίας στον προκατ αριστερισμό μας.
Το τρίτο χτύπημα αφορούσε πάλι τη διαδικασία. Στην πλατεία του χωριού, πέρα από την πλειοψηφία των ενεργών κατοίκων, είμασταν ακόμα καμιά 25 άνθρωποι, από τη Θεσσαλονίκη, το Βόλο και την Αθήνα, που ήρθαμε να δηλώσουμε την συμπαράστασή μας. Τί κάνουμε συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις; Δίνουμε πρώτα το λόγο στους «αλληλέγγυους» για το «χαιρετισμό» τους και μετά ξεκινάμε την κύρια διαδικασία. Οι συντονίστριες της συνέλευσης, από φόβο ίσως μην κουραστούν οι θειάδες και φύγουν, το κάνανε ανάποδα. Είπανε πρώτα θα λύσουμε τα δυο ζητήματά μας με σύντομες, συγκεκριμένες τοποθετήσεις και μετά θα δώσουμε το λόγο στους αλληλέγγυους να απευθυνθούν στη συνέλευση. Μας εξήγησαν επίσης ευγενικά κι ωραία ότι μας ευχαριστούν πολύ, ότι η παρουσία μας είναι ενθαρρυντική κι αναγκαία για την κυκλοφορία του αγώνα τους, αλλά και ότι καλό να σεβόμαστε τον τρόπο, την ηθική και την αισθητική που έχουν οι ίδιοι επιλέξει για αυτόν τον αγώνα. Κι έτσι έγινε – μιλήσαμε στο τέλος και μάλιστα οι θειάδες δεν φύγανε και μείνανε να μας ακούσουν.
Αλληλεγγύη ή ιδιοποίηση;
Και τί τους είπαμε λοιπόν εμείς οι αλληλέγγυοι, αναρχικοί τε και αριστεροί; Αυτά που μπορείτε να φανταστείτε. Τους αναδείξαμε τις ευθύνες της κυβέρνησης και τους εξηγήσαμε ότι ο αγώνας τους συνδέεται με τα κινήματα ενάντια στα αιολικά και την καύση απορριμμάτων, τις κινητοποιήσεις για την υπεράσπιση της δημόσιας υγείας και την εξέγερση στις ΗΠΑ ενάντια στην αστυνομική καταστολή. Οκ, όλα συνδέονται με όλα. Γιατί όμως οι ίδιοι οι κάτοικοι στον πρώτο κύκλο αντί να μιλάνε για αυτά, λέγανε για το φαρμακείο, τη μικροφωνική και το λουκέτο στη βιβλιοθήκη; Δεν το ξέρουν;
Αυτή η μανία των οργανώσεων του κινήματος, ανεξαρτήτως ιδεολογικού πρόσημου, να τα συνδέσουν όλα, τείνει τελικά να απογειώνει κάθε συγκεκριμένη κοινωνική αντίθεση από το υλικό της πλαίσιο, όχι σε ένα πεδίο συνολικής πολιτικής αντίθεσης όπως ίσως φανταζόμαστε, αλλά σε ένα νέφος ιδεολογίας, εκεί δηλαδή που πάντα κερδίζουν οι κυρίαρχοι.
Ακόμα περισσότερο, όταν πας σε μια κοινωνική κινητοποίηση και τους λες: «αυτό που κάνετε είναι καλό γιατί συνδέεται με αυτό και με το άλλο, που είναι δικά μου» είναι σαν να λες ότι η κινητοποίησή τους εντάσσεται, θέλουν – δεν θέλουν, στο δικό σου ιδεολογικό, ηθικό, αξιακό πλαίσιο. Mε αυτό το τρόπο ιδιοποιείσαι, απαλλοτριώνεις το συγκεκριμένο δίκιο του ανθρώπου που αγωνίζεται και τον αποξενώνεις από τον ίδιο τον αγώνα: του λες «αυτό είναι δουλειά των ειδικών, που θα σου εξηγήσουν τί κάνεις». Και αυτός μετά πάει σπίτι του και αφήνει τους ειδικούς να κάνουν τη δουλειά τους.
Ανάμεσα στους Σταγιάτες και τη συνήθεια
Έτσι λοιπόν, οι τοποθετήσεις των αλληλέγγυων σε εκείνη την όμορφη πλατεία, κάτω από τα δροσερά πλατάνια και δίπλα στη γάργαρη πηγή, ακούγονταν παράφωνες, παρά τις καλές προθέσεις των εκφωνητών τους. Όλες, εκτός από μια, θα το πω γιατί μας έκανε περήφανους. Ο δικός μας δεν βγήκε να δασκαλέψει τους κατοίκους. Είπε κυριολεκτικά δυο κουβέντες – σας αγαπάμε, μας εμπνέετε, κι εμείς είχαμε κι έχουμε αντίστοιχους αγώνες για το νερό, θα είμαστε δίπλα σας ό,τι χρειαστεί, δυο ώρες δρόμος είναι, πάρτε ένα τηλέφωνο κι ερχόμαστε. Και χειροκροτήθηκε αυθόρμητα και με χαρά.
Γιατί; Γιατί ο Γιώργος είναι ωραίος τύπος; Είναι, αλλά όχι μόνο για αυτό. Γιατί η Πόλη Ανάποδα ξεκίνησε από την αρχή με αυτό τον στόχο: να είναι συλλογικότητα, να έχει μέλη, διαδικασίες, συνέλευση, να δίνει το λόγο και όχι να τον παίρνει. Πάνω σε αυτή την κουλτούρα χτίστηκε με τρόπο ρητό και δομημένο και αυτό και μόνο αυτό είναι που την έκανε κάπως να ξεχωρίσει, να δουλέψει, να έχει κάποιο ενδιαφέρον. Το καταφέρνει στην πράξη; Θα δείξει. Η Πόλη Ανάποδα είναι μπόρντερ λάιν σχήμα, ανάμεσα σε αυτό που λέει ότι θέλει να είναι και στο συνηθισμένο. Και δυστυχώς η φυσική ροή των πραγμάτων είναι η υπαναχώρηση στις συνήθειες. Τον πρώτο χρόνο το παλέψαμε κάπως – με 4 συνελεύσεις από τις εκλογές και μετά. Πολύ εύκολα όμως, τα μέλη μπορεί να αποσυρθούν και να μας μείνει ο σκελετός, ένα διαπαραταξιακό συντονιστικό των οργανώσεων της αριστεράς που θα μιμείται το δημοτικό σχήμα. Κάτι τέτοιο γίναμε για λίγο μέσα στην καραντίνα, ελλείψει και της δυνατότητας συνέλευσης.
Μετά, θα κατέβουμε στις επόμενες εκλογές για να αυξήσουμε το ποσοστό μας στο 2,5% και να ακούγεται η φωνή της αριστεράς μέσα στο Δημοτικό Συμβούλιο. Οι εκλογές είναι σε τρία χρόνια και η επόμενη τετραετία θα διαρκέσει μέχρι το 2027. Προσωπικά, ψιλοχέστηκα αυτή τη στιγμή για το ποια φωνή θα ακούγεται πού το 2027. Όταν θα ξανάρθουν οι εκλογές, θα έχει νόημα να κατέβουμε αν είναι να πάρουμε κάτι που θα κάνει το λαό της πόλης να γυρίσει το κεφάλι και να μας δει. Τον Δήμο, για παράδειγμα.
Αυτό που χρειαζόμαστε τώρα είναι ένα δημοτικό σχήμα στο οποίο θα συμμετέχουν, θα δουλεύουν, όσο και όποτε θέλουν και μπορούν, ισότιμα και τα 150 μέλη του. Και έτσι θα κουνήσουν λίγο την πόλη, και θα παράγουν λόγο νέο, και θα γράφουν όλοι κανά κείμενο και ας μην είναι τέλειο και θα φτιάχνουν πολιτικά γεγονότα, και θα νιώθουν καλά που είναι μέλη του σχήματος, και θα παρακολουθούν με ενδιαφέρον τις διαδικασίες, και θα το λένε παραέξω. Δεν ξέρω πως, ας το σκεφτούν καλύτερα οι ίδιοι κι οι ίδιες, αυτό κατάλαβα στους Σταγιάτες.