Είναι γνωστό από την ιστορία πως γενικά οι αγώνες των εργαζομένων και τα θετικά αποτελέσματα της ταξικής πάλης συνδέονται συνηθέστατα με περιόδους άνθησης της οικονομίας. Αντίθετα, η καπιταλιστική κρίση, την ίδια στιγμή που κάνει εμφανή τα καταστροφικά «μειονεκτήματα» του συστήματος, φαίνεται να το ενδυναμώνει. Πραγματικά, όλες οι κρίσεις από τον 19ο αι έως και την τρέχουσα, σηματοδοτούν μια συντριπτική κατίσχυση των δεξιών με μικρές εξαιρέσεις. Για να μείνουμε στις πιο πρόσφατες, η κρίση της δεκαετίας του ’70 σήμανε την εγκαθίδρυση της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης, αναγορεύοντας σε ηγεμονικές, ιδέες που είτε είχαν αποτύχει στην πράξη και απορριφθεί είτε φυτοζωούσαν για πολλές δεκαετίες, ενώ η σημερινή, γενικά, έχει σημάνει μια ενίσχυση και έναν παροξυσμό αυτής της ιδεολογίας και των σύστοιχων πρακτικών, παρόλο που τα πραγματικά δεδομένα δείχνουν, πέρα από κάθε αμφιβολία, πως η πρακτική των απορρυθμίσεων και της απόλυτης απελευθέρωσης της αγοράς διαψεύστηκε με τον πιο απόλυτο τρόπο. Ακόμη και τη δεκαετία του ’30 τον τόνο δεν έδιναν οι πολιτικές του Ρούζβελτ, αλλά οι φασισμοί, οι ναζισμοί και οι χούντες με φούντες, που γέμισαν τον κόσμο. Χρειάστηκε η απίστευτη ανθρωποσφαγή του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου, για να αλλάξουν τα πράγματα.
Οι λόγοι αυτής της «παράδοξης» εξέλιξης είναι μάλλον προφανείς.
Και ο πρώτος και σημαντικότερος είναι πως κρίση σημαίνει πρώτα απ’ όλα ανεργία για μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης και φόβο της ανεργίας για τους υπόλοιπους. Αυτό γίνεται το μεγαλύτερο όπλο της άρχουσας τάξης στην προσπάθειά της να υπερασπιστεί το σύστημά της. Της δίνει τη δυνατότητα για πλήρη αποδιάρθρωση των εργασιακών δικαιωμάτων και κάνει εφικτή τη μεγάλη άνοδο του ποσοστού εκμετάλλευσης, που είναι όρος για την υπέρβαση της κρίσης προς όφελος του κεφαλαίου. Η δυσκολία της να πετυχαίνει αυτά τα πράγματα σε συνθήκες έστω οιονεί πλήρους απασχόλησης είναι αυτονόητη –και η πρόσφατη (μέσα στο 2015 από τις εκδόσεις Ποταμός) έκδοση του εξαιρετικού δοκιμίου του Μιχάλ Καλέτσκι του 1942, «Πολιτικές όψεις της πλήρους απασχόλησης», συνιστά ευτύχημα, για την κατανόηση του πράγματος.
Η άμυνα, λοιπόν, σε αυτή την επίθεση είναι η πρώτη προτεραιότητα για τους εργαζόμενους και τις αριστερές δυνάμεις. Αν δεν ενδυναμωθεί η εργασία τα πράγματα θα γίνονται όλο και χειρότερα. Αν, στις τωρινές αντικειμενικά άγριες σε ακραίο βαθμό συνθήκες, δεν αποκατασταθούν εργασιακές σχέσεις και αντίστοιχα δικαιώματα τουλάχιστον στις προ μνημονίων ρυθμίσεις και μάλιστα άμεσα και δεν φανεί η κυβέρνηση αδιάλλακτα αποφασισμένη να υπερασπιστεί την τεράστια πλειοψηφία των εργαζόμενων απέναντι στο κεφάλαιο, η μάχη που δίνουμε δεν έχει καμία τύχη στο μέτρο που δεν διαφυλάσσει την μόνη κοινωνική βάση, που μπορεί να στηρίξει μια μαχητική στάση για όσο χρόνο απαιτείται. Το δυναμικό αντίστασης των πολιτών είναι πάντοτε μεγάλο, αν και όχι πάντα διαθέσιμο. Για να απελευθερωθεί το δυναμικό αυτό χρειάζεται να σπάσει ο φόβος και η (συν-)ενοχή που τροφοδοτούν την παθητική αποδοχή των καταστροφικών μέτρων, ενώ για την αναζωογόνηση της ελπίδας χρειάζονται πολιτικές, ατομικές και συλλογικές στάσεις και συμπεριφορές και κυρίως μερικότερες νίκες που θα δείξουν το νόημα που έχει το να μιλά ο Δήμος στην Ελλάδα και αλλού σε πρώτο πρόσωπο.
***
Έχοντας υπόψη αυτά τα δεδομένα, την καρδιά του Προγράμματος της Θεσσαλονίκης, με το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές, αποτέλεσε η αμεσότατη, ως «κίνηση της πρώτης μέρας», δέσμευση για επαναφορά των εργασιακών δεδομένων στην προ μνημονίου κατάσταση.
Όπως είναι επίσης γνωστό, ο εκβιασμός του Φεβρουαρίου σήμανε μια μεταβολή αυτής της δέσμευσης. Η διατύπωση ήταν πως η ελληνική κυβέρνηση αποδέχεται, με τη «συνεισφορά του ΟΟΣΑ» να υιοθετήσει «μια «έξυπνη» (smart) νέα προσέγγιση στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας με ισορροπία μεταξύ ευελιξίας και δικαιοσύνης. Αυτό περιλαμβάνει την φιλοδοξία για εξορθολογισμό και σε βάθος χρόνου την αύξηση του κατώτατου μισθού με ένα τρόπο που θα διαφυλάξει την ανταγωνιστικότητα και τις προοπτικές της απασχόλησης. Η έκταση και ο χρόνος των αλλαγών στον κατώτατο μισθό θα γίνουν με διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους και τους Ευρωπαϊκούς και διεθνούς θεσμούς, συμπεριλαμβανομένου και του ILO, ενώ θα ληφθούν υπόψη οι συμβουλές ενός νέου ανεξάρτητου σώματος (independent body) για το αν οι αλλαγές στους μισθούς είναι σε συνάρτηση με τις εξελίξεις στην παραγωγή και την ανταγωνιστικότητα».
Δυστυχώς με τη διατύπωση αυτή έχουμε κάτι περισσότερο από υποχώρηση στο μέτρο που αυτή κάνει αποδεκτούς όρους, οι οποίοι αποτελούν κατεξοχήν τα θεμέλια της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας στα σχετικά ζητήματα. Τα σημεία, δηλαδή, στα οποία παίζεται το πιο μεγάλο παιχνίδι. Η «ισορροπία μεταξύ ευελιξίας και δικαιοσύνης» μαζί με τη «σε βάθος χρόνου αύξηση του κατώτατου μισθού με τρόπο που θα διαφυλάξει την ανταγωνιστικότητα» είναι, από αυτήν την άποψη, εμβληματικές φράσεις.
Να το ξαναπούμε: το νομοσχέδιο για τα εργασιακά, τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και τη διαιτησία πρέπει να κατατεθεί αμέσως. Η ψήφισή του θα αποτελέσει μια νίκη που η κοινωνία την έχει ζωτική ανάγκη, μια νίκη που θα ζωντανέψει την ελπίδα.
Δεν είναι καθόλου τυχαία η επιμονή των «εταίρων» στα εργασιακά ζητήματα μ’ όλο που δεν έχουν «δημοσιονομικό κόστος». Αν και τα μέτρα ενίσχυσης του μισθού και δι΄ αυτού της ενεργού ζήτησης φέρνουν έσοδα στα κρατικά ταμεία, οι δανειστές κατανοούν πολύ καλά τον στρατηγικό, γι΄ αυτούς, χαρακτήρα του πεδίου. Όπως, επίσης, δεν είναι το δημοσιονομικό κόστος που τους κάνει εμμονικούς με το ασφαλιστικό. Η επιδιωκόμενη αποδιάρθρωση συνδέεται άμεσα και με τις επιδιώξεις τους στα εργασιακά.
Γι’ αυτό θα πρέπει να δοθεί πολύ μεγάλη προσοχή από μέρους της κυβέρνησης στα σχετικά ζητήματα.
Έτσι:
α) Δεν θα πρέπει να γίνει αποδεκτό να «προσεγγιστεί» το πρόβλημα του ασφαλιστικού με βάση μια αναλογιστική μελέτη που θα στηριζόταν στα τωρινά στοιχεία –αποτελέσματα της καταστροφικής μνημονιακής πενταετίας. Μια τέτοια μελέτη δεν θα έδινε παρά ένα μέγεθος: τεράστια ελλείμματα και, συνεπώς, επιχειρήματα υπέρ της δραστικής περικοπής των ισχνών πλέον παροχών για τη μεγάλη πλειοψηφία. Μια αναλογιστική μελέτη σήμερα θα αποτύπωνε την καταστροφή και θα οδηγούσε σε μέτρα διαχείρισης των καταστροφικών επιπτώσεων των μνημονιακών πολιτικών (φαύλος κύκλος ελλειμμάτων, μείωση ή και κατάργηση της χρηματοδότησής τους από το κράτος, μείωση συντάξεων και γενικά παροχών). Γι’ αυτό θα πρέπει να αναιρεθεί η πρόβλεψη για μια τέτοια μελέτη, που υπάρχει στη σελίδα 16 της ελληνικής πρότασης 47 σελίδων της 1ης Ιουνίου προς τους «θεσμούς». Το πρόβλημα του ασφαλιστικού μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά μόνο με βάση τη μελέτη των αιτίων και τη λήψη ριζικών μέτρων. Που θα αντιμετωπίζουν το πρωτογενές έλλειμμα, το οποίο οφείλεται στην ασύλληπτη εισφοροδιαφυγή και εισφοροκλοπή, τη «νόμιμη» εισφοροαποφυγή λόγω των «τοξικών εργασιακών σχέσεων» και των «συμβάσεων-σκουπιδιών». Που θα διασφαλίζουν πρόσθετους πόρους για το σύστημα. Που θα συνδέουν την θεραπεία του με την καταπολέμηση της τεράστιας ανεργίας και της μαύρης εργασίας. Πρόσθετο επιχείρημα εδώ στη διαπραγμάτευση με τους δανειστές, κυριολεκτικά κόκκινη γραμμή για περαιτέρω μειώσεις των παρεχόμενων συντάξεων, μας δίνει η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας για τις μειώσεις στις συντάξεις του ιδιωτικού τομέα και των ΔΕΚΟ που όχι μόνο έκρινε αντισυνταγματικές τις μειώσεις του 2012 αλλά και επιβάλλει την οικονομική συνδρομή του κράτους στα ταμεία ασφάλισης, θεωρώντας αντισυνταγματική τη ρήτρα μηδενικού ελλείμματος.
β) Θα πρέπει να επιδειχτεί ιδιαίτερη προσοχή στην επίκληση του ILO σε ό,τι αφορά τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Ο λόγος είναι πως το ILO τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχει δείξει μια ιδιαιτέρως νεοφιλελεύθερη κλίση. Επιπλέον, και επί του συγκεκριμένου, θα πρέπει να διασφαλιστεί η διαιτησία του ΟΜΕΔ και ειδικότερα το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής σ’ αυτήν, όπως επίσης και τα στοιχεία υποχρεωτικότητας που περιέχει. Εδώ κόκκινη γραμμή αποτελεί και η απόφαση 2307/2014 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (και της απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου 25/2004 παλαιότερα), σύμφωνα με την οποία το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία και η εξουσία του διαιτητή για τη ρύθμιση του συνόλου της διαφοράς θεμελιώνονται στο ίδιο το Σύνταγμα (άρθρο 22 παρ.2). Γι΄ αυτό και η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας ακύρωσε τις σχετικές διατάξεις της ΠΥΣ 6/2012. Επομένως ο νομοθέτης, ακόμη και θα το ήθελε, δεν θα μπορούσε να καταργήσει το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία ούτε να περιορίσει την εξουσία του διαιτητή. Και δεν φτάνει η επίκληση του πραγματικού δεδομένου πως το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί πλέον να καταργηθεί γιατί θεμελιώνεται στο ίδιο το Σύνταγμα (άρθρο 22, παρ. 2), όπως και η καθολική εξουσία του διαιτητή για ρύθμιση του συνόλου της διαφοράς και όχι μόνο του βασικού μισθού (Ολομέλεια Συμβουλίου της Επικρατείας 2307/2014). Γιατί, από την άλλη πλευρά, η χειραγώγηση της διαιτητικής κρίσης με τα κριτήρια της μνημονιακής νομοθεσίας και του νόμου 4303/2014 της προηγούμενης κυβέρνησης υπηρετεί με εξαιρετικά αποτελεσματικό τρόπο τη συνέχιση της πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης μέσω της μείωσης των μισθών. Πρέπει να σημειώσουμε ότι το Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Εργασίας, που βρίσκεται σε διαβούλευση αποτελεί, σημαντικό βήμα για την παλινόρθωση της συλλογικής αυτονομίας και την ελάττωση της εγγενούς στις εργασιακές σχέσεις βίας, βίας που εκφράζεται κυριότατα με τη χρήση της ατομικής σύμβασης εργασίας και του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη. Χρειάζεται, ωστόσο, βελτιώσεις, η παρουσίαση των οποίων υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια του παρόντος άρθρου.
γ) Επιβάλλεται, αντίθετα από την πρόβλεψη της σελίδας 28 της πρότασης των 47 σελίδων, η απόλυτη προτεραιότητα των εργατικών απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένων και αυτών για τις αποζημιώσεις απόλυσης, στις περιπτώσεις πτώχευσης και αναγκαστικής εκτέλεσης. Στις καταρρέουσες οικονομικές δομές και επιχειρήσεις η σημασία του προνομίου είναι αυτόδηλη. Ο περιορισμός του προνομίου (με την εξαίρεση των αποζημιώσεων από το προνόμιο) χάρη των τραπεζών δεν μπορεί, επ’ ουδενί, να νομοθετηθεί από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Η προσπάθεια περιορισμού ή ανατροπής του προνομίου είχε επιχειρηθεί ξανά με το σχέδιο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας –έργο ουσιαστικά των τραπεζών- της προηγούμενης κυβέρνησης. Η επαναφορά της δεν είναι απλώς ακατανόητη, συνιστά απίστευτο παραλογισμό.
Συνοψίζοντας και πάλι: η ενδυνάμωση του κόσμου της εργασίας είναι απόλυτη προτεραιότητα.
Προσθέτουμε, λοιπόν, εκ νέου στις προηγούμενες επισημάνσεις:
• Άμεση κατάθεση σχεδίου νόμου για την επαναρρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, την πλήρη αποκατάσταση των συλλογικών συμβάσεων και της διαιτησίας χωρίς τις δολιχοδρομίες του ν. 4303/2014, καθώς και την επαναφορά του κατώτατου μισθού. Εδώ θα μπορούσε να υπάρξει πρόνοια για σταδιακή (αντί της άμεσης), μέχρι 1.7.2016, επαναφορά του κατώτατου μισθού μόνο σε επιχειρήσεις που αποδεδειγμένα αντιμετωπίζουν προβλήματα που απειλούν άμεσα την υπόστασή τους και τις υπάρχουσες θέσεις εργασίας. Μια τέτοια σταδιακή επαναφορά θα μπορεί να γίνει ωστόσο μόνο με συλλογική σύμβαση εργασία που θα υπέγραφε η επιχειρησιακή συνδικαλιστική οργάνωση (όχι την ένωση προσώπων, την κατάργηση της οποίας προβλέπει άλλωστε το Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Εργασίας) μαζί με την αρμόδια πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια κλαδική συνδικαλιστική οργάνωση εργαζομένων.
• Ενίσχυση του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας με τις απαιτούμενες προσλήψεις προσωπικού.
Photo Credit: Nick Paleologos / SOOC
