Όσο πλησιάζουμε στις αυτοδιοικητικές εκλογές τόσο πιο ξεκάθαρα αντιλαμβανόμαστε ότι το ζήτημα που θα κυριαρχήσει στις ατζέντες των υποψηφίων είναι αυτό της κοινωνικής πολιτικής των ΟΤΑ. Ας μην ξεχνάμε ότι τις προηγούμενες δεκαετίες ελάχιστοι ήταν οι δήμοι που είχαν τοποθετήσει την κοινωνική πολιτική ως προτεραιότητα της δράσης τους. Στη χειρότερη περίπτωση οι ΟΤΑ υπήρχαν για «να μαζεύουν τα σκουπίδια και να φέρνουν το νερό» και στην καλύτερη για να σχεδιάζουν την αστική ανάπτυξη και να λειτουργούν πολιτιστικά κέντρα και παιδικούς σταθμούς. Αυτό το μοντέλο ανάπτυξης συνδυάζονταν, σε ορισμένες περιπτώσεις, και με την υπέρμετρη προώθηση κατασκευαστικών έργων ενισχύοντας τον εναγκαλισμό ποικίλων συμφερόντων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Η συστηματική καταστροφή του κράτους πρόνοιας στην οποία έχουν επιδοθεί οι κυβερνήσεις της τελευταίας πενταετίας έχει επιδράσει στις επιλογές των ΟΤΑ δημιουργώντας νέες ανάγκες. Πιεζόμενοι από την ανθρωπιστική κρίση που υπάρχει στη χώρα μας και με το άγχος της επανεκλογής τους, οι δημοτικοί άρχοντες αναγκάζονται να ιεραρχήσουν εκ νέου τις προτεραιότητές τους. Τα πολιτικά προτάγματα δεν αναφέρονται πλέον στην κατασκευή τεχνικών έργων αλλά στην κάλυψη των διατροφικών, εκπαιδευτικών και υγειονομικών αναγκών των πολιτών. Τα «δημοτικά κοινωνικά παντοπωλεία», τα «δημοτικά κοινωνικά ιατρεία», οι θεσμοί αρωγής των νηπίων και των ηλικιωμένων εμφανίζονται με όλο και αυξανόμενο βάρος στις προεκλογικές διακηρύξεις.
Η πλειοψηφία των προερχόμενων από τη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ υποψηφίων στις αυτοδιοικητικές εκλογές φαίνεται στο σημείο αυτό να αδυνατούν να συγκροτήσουν ένα στοιχειώδες πρόγραμμα παρεμβάσεων κοινωνικής πολιτικής. Η αδυναμία αυτή δεν οφείλεται απλώς και μόνο σε έλλειψη τεχνογνωσίας. Αυτή είναι αναμενόμενη στον βαθμό που οι πολιτικές δυνάμεις της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ εδώ και τρεις δεκαετίες μοιράζονταν ένα κοινό πρότυπο ανάπτυξης που έδινε ελάχιστη σημασία στην κοινωνική πρόνοια. Ως αποτέλεσμα αυτών των αντιλήψεων, οι περισσότεροι προερχόμενοι από τη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ υποψήφιοι στις αυτοδιοικητικές εκλογές καταλήγουν να προτείνουν αποσπασματικά μέτρα κοινωνικής πολιτικής. Τα μέτρα αυτά ομοιάζουν με πρακτικές φιλανθρωπίας και δεν βασίζονται σε προσεκτικό σχεδιασμό των αναγκών, αλλά στην εξυπηρέτηση πελατειακών σχέσεων. Συχνά μάλιστα αντιγράφουν με κακέκτυπο τρόπο τον πολιτικό ακτιβισμό του εθελοντισμού που αναπτύχθηκε την τελευταία τριετία.
Ο βασικός όμως λόγος αδυναμίας σχεδιασμού παρεμβάσεων κοινωνικής πολιτικής υπερβαίνει την έλλειψη τεχνογνωσίας και έγκειται στο γεγονός ότι η κοινωνική πολιτική θεωρείται κάτι το διακριτό, κάτι το ιδιαίτερο, στη λειτουργία του κράτους. Μια τέτοια προσέγγιση μοιραία καταλήγει σε αδιέξοδα. Οι συγκεκριμένοι υποψήφιοι μοιάζουν με τον Θανάση Βέγγο που τρέχοντας με το μηχανάκι ρωτάει τον διπλανό οδηγό «ξέρεις από βέσπα;». Το ζήτημα εδώ δεν είναι απλώς και μόνο «αν κάποιος ξέρει από βέσπα» (δηλ. από τον σχεδιασμό μέτρων κοινωνικής πολιτικής). Το ζήτημα είναι ότι ο Βέγγος στη συγκεκριμένη σκηνή δεν οδηγούσε βέσπα, αλλά ένα «πενηνταράκι» Ζούνταπ Φαλκονέτ μοντέλο της δεκαετίας του 1960.
Ο Βέγγος έθετε τη λάθος ερώτηση ακριβώς διότι αδυνατούσε να κατανοήσει τους όρους του προβλήματος, δηλαδή το ότι δεν οδηγούσε βέσπα. Μεταφερόμενο στον χώρο των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, το παράδειγμα αυτό σημαίνει ότι ο σχεδιασμός «μέτρων κοινωνικής πολιτικής» στους ΟΤΑ είναι πλέον όχι μόνο αδύνατος αλλά και μη ευκταίος. Και αυτό γιατί η κοινωνική πολιτική πρέπει να πάψει να θεωρείται ως μία από τις λειτουργίες τους κράτους στον χώρο αυτό. Τουναντίον, δεδομένης της ανθρωπιστικής κρίσης, πρέπει να αποτελέσει το βασικό φίλτρο μέσα από το οποίο θα διυλίζονται όλες οι δράσεις και όλες οι πολιτικές των ΟΤΑ. Κάθε στόχος, κάθε πρόταση, κάθε σχεδιασμός θα πρέπει να μετριέται ανάλογα με το τι προσφέρει στην εμπέδωση της κοινωνικής ισότητας, πρόνοιας και της αλληλεγγύης. Όσοι ΟΤΑ προχωρήσουν σε μια τέτοια κατεύθυνση θα προσφέρουν όχι μόνο λύσεις στις επείγουσες ανάγκες των πολιτών αλλά και μια άλλη προοπτική για τη χώρα.
Πηγή: Αυγή
