Για τον οικοσοσιαλισμό, Η καπιταλιστική καταστροφή του περιβάλλοντος και η οικοσοσιαλιστική εναλλακτική, έκδοση του περιοδικού «ΤΕΣΣΕΡΑ», 2019, σελ. 135
Όπως σημειώνει ο γνωστός επαναστάτης και οικοσοσιαλιστής, Michael Löwy στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου «Το νέο αυτό ντοκουμέντο που συντάχθηκε από την Επιτροπή Οικολογίας της 4ης Διεθνούς, εγγράφεται σε μια διαδικασία σκέψης και δράσης (…) [και] στόχος του είναι όχι μόνο να εξοπλίσει πολιτικά και διανοητικά τα δικά μας μέλη, αλλά και να συμβάλλει στη συζήτηση με την παγκόσμια οικολογική αριστερά».
Αυτή ακριβώς είναι η προσφορά του συγκεκριμένου βιβλίου. Μια ανάλυση για την τρέχουσα (και δυστυχώς συνυφασμένη ιστορικά με τον καπιταλισμό) περιβαλλοντική κρίση που θεμελιώνεται στην εμπειρία των κοινωνικο-οικολογικών αγώνων. Αλλά και μια μαρξιστική, ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική προοπτική που είναι χρήσιμη σε όλους/ες εντάσσονται σήμερα σε αυτό το πολύμορφο κίνημα κατά της κλιματικής αλλαγής, σε όσους/ες τελικά επιμένουν στην αλλαγή του συστήματος και όχι του κλίματος. Υπό αυτό το πρίσμα, πρόκειται για ένα πολιτικό βιβλίο.
Ο λόγος του είναι περισσότερο προταγματικός και λιγότερο αναλυτικός, κάτι που ίσως ξενίσει τον μη εξοικειωμένο αναγνώστη. Εξάλλου, αυτός ο επιθετικός και προταγματικός λόγος από τη μία είναι συνήθης σε κείμενα της 4ης Δ. και από την άλλη εξυπηρετεί το σκοπό του βιβλίου, δηλαδή να εξοπλίζει τα περιβαλλοντικά κοινωνικά κινήματα με επιχειρήματα και συγκεκριμένες διεκδικήσεις.
Η συγγραφική ομάδα, διαισθανόμενη τη σημασία του ζητήματος και αφουγκραζόμενη τη διευρυμένη ανησυχία για το «τώρα» αλλά και το «μετά» των σχέσεων ανθρώπου-φύσης, προσπαθεί να αντιστοιχηθεί με τις ανάγκες των καιρών και να εκφράσει την αγωνία ευρύτερων κομματιών των υποτελών της σημερινής κοινωνίας. Καθώς προέρχεται από κόσμο που έχει συμμετάσχει εδώ και χρόνια στις κινητοποιήσεις για την κλιματική κρίση, προσφέρει μια συλλογική επεξεργασία που αναδεικνύει το περιβαλλοντικό ερώτημα όχι στο πλάι (ως δευτερεύον ή τριτεύον σημείο), αλλά στον πυρήνα της αντικαπιταλιστικής πάλης.
Το ότι ο λόγος είναι λιγότερο αναλυτικός δεν σημαίνει πως το βιβλίο στερείται ανάλυσης. Αντιθέτως, το ένα από τα τέσσερα κεφάλαια του αφιερώνεται στη μελέτη της κλιματικής κρίσης με πλήθος δεδομένων και τεχνικών λεπτομερειών. Αυτό που γίνεται φανερό είναι πως το κλίμα αλλάζει ήδη, εδώ και δεκαετίες. Η αύξηση της θερμοκρασίας, η οποία κατανέμεται άνισα στο πλανήτη, έχει άμεσες κλιματικές επιπτώσεις, επίσης άνισα κατανεμημένες, γεωγραφικά και κοινωνικά. Αυτά είναι, ήδη γνωστά βέβαια. Το βιβλίο προσφέρει κάποιες επιπλέον πτυχές, στις οποίες αξίζει να σταθούμε.
Πρώτον, μπορεί όλες οι προβλέψεις για το μέλλον του κλίματος να περιέχουν μικρότερες ή μεγαλύτερες αβεβαιότητες, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θέτουν σε αμφισβήτηση την πραγματικότητα της τωρινής απειλής και την αμεσότητα της. Οι επιστημονικές αβεβαιότητες μάλλον ενισχύουν μία τάση ανεπάρκειας των επιστημονικών μας γνώσεων για το μέγεθος των συνεπειών παρά εφησυχάζουν. Τα τελευταία χρόνια, καθώς οι μετρήσεις γίνονται όλο και πιο λεπτομερείς και ακριβείς, η πραγματικότητα των παρατηρούμενων επιπτώσεων επιβεβαιώνει τις θεωρητικές υποθέσεις και, μάλιστα, συχνά αποδεικνύεται πιο σοβαρή από τις αρχικές προβολές.
Δεύτερον, η καταστροφή του περιβάλλοντος αποτελεί πλέον σημαντικό ενισχυτικό παράγοντα της κοινωνικής κρίσης. Όπως ακριβώς βρίσκεται στο κέντρο της περιβαλλοντικής καταστροφής, η κλιματική κρίση βρίσκεται και στο κέντρο των κοινωνικών επιπτώσεών της. Μέσα από το βιβλίο είναι φανερό πως τόσο στο λεγόμενο «ανεπτυγμένο» Βορρά όσο και στο Νότο, η κλιματική κρίση οξύνει τις κοινωνικές ανισότητες -τάξης, φύλου, φυλής. Η αποσταθεροποίηση των κοινωνικών συνθηκών, η μετανάστευση, οι επιπτώσεις στην κοινωνική αναπαραγωγή, η απώλεια διατροφικής επάρκειας είναι μερικά μόνο στοιχεία που δείχνουν πως οι κοινωνικές αναδράσεις είναι αρνητικές ιδιαίτερα για τα χαμηλότερα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα, για τις πολλές και τις φτωχές.
Αν τα παραπάνω συγκροτούν τη βάση της ανάλυσης για την κλιματική κρίση στο πλαίσιο της ευρύτερης οικολογικής καταστροφής, έρχεται σχεδόν φυσικά το ερώτημα της εναλλακτικής απάντησης. Υπάρχει τρόπος να ξεπεράσουμε την τρέχουσα καταστροφή; Με ποιόν τρόπο και με ποιές κοινωνικές συμμαχίες; Και κυρίως για ποιούς/ές; Το βιβλίο, ως πολιτικό ντοκουμέντο παίρνει θέση. Όπως αναφέρεται είναι επείγουσα πλέον η ανάγκη μιας διαφορετικής σχέσης της ανθρωπότητας με το περιβάλλον. Η νέα αυτή σχέση, κατά τους συγγραφείς, δεν θα ξεπηδήσει απλώς από ατομικές αλλαγές στις συμπεριφορές. Απαιτεί διαρθρωτική αλλαγή της σχέσης των ανθρώπων μεταξύ τους: δηλαδή την εξάλειψη του καπιταλισμού ως τρόπου παραγωγής της κοινωνικής ύπαρξης και αναπαραγωγής. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και κατανάλωσης και η κυριαρχία της αγοράς, είτε μας αρέσει είτε όχι, δημιουργούν τεράστια προβλήματα στο περιβάλλον, την ανθρώπινη καθημερινότητα, την υγεία μας και κυρίως την πρόσβασή μας στα φυσικά αγαθά. Και αυτή η διαπίστωση δεν αφορά ένα μακρινό μέλλον, αλλά είναι ήδη δίπλα μας. Η κλιματική κρίση δεν θα λάβει σάρκα και οστά όταν ένα τσουνάμι πνίξει τη Νέα Υόρκη ή πλημμυρίσει το Λονδίνο. Η κλιματική κρίση βρίσκεται ήδη εδώ: στις πάμπολλες περιοχές που δεν έχω πρόσβαση στο νερό, στου κλιματικούς πρόσφυγες που λόγω ξηρασίας ψάχνουν νέες καλλιεργήσιμες εκτάσεις γης, στους εργαζόμενους των εξορυκτικών βιομηχανιών που συνήθως πεθαίνουν από καρκίνο και στους χιλιάδες αόρατους των μεγαλουπόλεων που βιώνουν την ενεργειακή φτώχεια. Δεν πρόκειται για μια «αποκάλυψη» που την αναμένουμε ανήμποροι να αντιδράσουμε, αλλά για μια συγκεκριμένη κοινωνικο-οικολογική συνθήκη που ο καπιταλισμός έχει δημιουργήσει ήδη από τη γέννηση του και συνεχίζει να διευρύνει: Το περιβάλλον είναι ένα ακόμα πεδίο κερδοφορίας και η κοινωνική αναπαραγωγή ή η υγεία των ανθρώπων έχει νόημα στο βαθμό που εξυπηρετεί την παραγωγή και την κυριαρχία της αγοράς.
Αυτό που ίσως είναι σημαντικότερο, ίσως και ως επιμύθιο του βιβλίου, είναι πως η κλιματική κρίση ανοίγεται μπροστά μας ως ένα πεδίο ανταγωνισμού. Ανταγωνισμός μεταξύ κρατών, κεφαλαίων, τάξεων και κινημάτων, γύρω από συγκεκριμένα επίδικα με κυριότερο όχι των μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής αλλά την κατανομή του κοινωνικού, οικονομικού και περιβαλλοντικού «κόστους». Και προφανώς οι αντιθέσεις και συγκρούσεις που παράγονται σε αυτόν τον ανταγωνισμό δεν μπορούν παρά να διαπλέκονται με όλα τα άλλα πεδία της ταξικής πάλης και του κοινωνικού ανταγωνισμού. Σε ένα αρκετά σύνθετο πεδίο ανταγωνισμού, αυτό που απαιτείται είναι συγκεκριμένες τοποθετήσεις σε συγκεκριμένες αντιθέσεις, κατανοώντας τη συγκυρία και το συσχετισμό δύναμης. Εξάλλου, όπως σημειώνεται στο βιβλίο «η ανάπτυξη μιας σοσιαλιστικής, φεμινιστικής και οικολογικής συνείδησης είναι μια διαδικασία στην οποία ο κρίσιμος παράγοντας είναι η εμπειρία από τους συλλογικούς αγώνες, από τις τοπικές αναμετρήσεις μέχρι τα κινήματα σε παγκόσμια κλίμακα».
Οι όποιες επείγουσες οικολογικές διεκδικήσεις είναι κρίσιμες και αναγκαίες. Οι ίδιες μπορούν να ευνοήσουν μια διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης, υπό την προϋπόθεση ότι αρνούμαστε να περιορίσουμε τους στόχους, υποτασσόμενοι/ες στην ανταγωνιστικότητα, την αποδοτικότητα, την προσαρμογή ή την ανθεκτικότητα, έννοιες συνυφασμένες με την αποτυχία του καπιταλισμού να «σώσει» το κλίμα προς όφελος των πολλών. Έτσι, απέναντι στην καπιταλιστική αδυναμία, πρέπει να προωθηθούν δημοκρατικές διαδικασίες ενεργητικού ελέγχου, ανάληψη της ευθύνης για την αναγκαία μετάβαση, παρέμβασης στις δημόσιες αποφάσεις και πολιτικές, ακόμα και κοινής ιδοποίησης της παραγωγής και της κοινωνικής αναπαραγωγής. Ο στόχος είναι να διερευνηθεί στην πράξη η εφεύρεση χειραφετημένων σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους καθώς και ανάμεσα στις κοινωνίες και τη φύση. Και αυτή είναι τελικά μια δυναμική διαδικασία αποσαφήνισης, ανασύνθεσης και ριζοσπαστικοποίησης.