Pierre Rosanvallon, Η δική μας διανοητική και πολιτική ιστορία 1968-2018 (μτφρ.: Κατερίνα Λαμπρινού — επιστ. επιμ.: Γιάννης Μπαλαμπανίδης), Πόλις 2020
Αν η Δύση «στρίβει προς τα δεξιά», [αυτό συμβαίνει επειδή] τα ιδεώδη της Αριστεράς, όσα τη διαφοροποιούν σαφώς από τη Δεξιά, δεν στέκονται πια στο ύψος της εποχής.
RAFAELLE SIMONE
Πρέπει να ομολογήσω, εξαρχής, πως, υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα επέλεγα να διαβάσω Ροζανβαλόν, πολύ περισσότερο δεν θα έμπαινα στον κόπο μιας βιβλιοκριτικής, που να τον αφορά.
Οι συνθήκες, ωστόσο, παραείναι μη-κανονικές.
Σε ό,τι αφορά δε την Αριστερά, είναι αληθινά εντυπωσιακό και προς εξήγηση το πόσο αδύναμη εμφανίζεται να παρέμβει πολιτικά σε μια περίοδο, που χαρακτηρίζεται εδώ και πολύ καιρό από διαδοχικές κρίσεις, καταρρεύσεις, συστημικές αποτυχίες τεράστιας έκτασης και πολύ ζοφερές προσδοκίες. Φαίνεται, μάλιστα, πως όσο χειρότερα πάνε τα πράγματα τόσο περισσότερο αποδυναμωμένη -και, επομένως, κοινωνικά άχρηστη- εμφανίζεται η Αριστερά. Διεθνώς και στα μέρη μας, κατεξοχήν.
Ένας προφανής λόγος, νομίζω, είναι το γεγονός πως, από την εποχή της ιλιγγιώδους επέλασης του νεοφιλελευθερισμού κι έπειτα, φαίνεται πως η παράταξη που έχει ως στόχο τον μετασχηματισμό του κόσμου είναι η Δεξιά και όχι η Αριστερά. Μάλιστα, η Δεξιά, άγρια κι επιθετική διαρκώς και περισσότερο, έδωσε πολύ μεγαλύτερη σημασία στη μάχη των ιδεών σε σχέση με την διαχειριστική Αριστερά, που κυριάρχησε την ίδια εποχή. Ο Χάγεκ το διακήρυξε, στην πιο ολοκληρωμένη του εκδοχή, ήδη από το 1949, όταν στο “The Intellectuals and Socialism” σημείωνε:
«Αυτό που μας λείπει είναι μια φιλελεύθερη Ουτοπία, ένα πρόγραμμα που δεν θα υπερασπίζεται απλώς την εγκαθιδρυμένη τάξη ούτε θα αποτελεί ένα είδος εξασθενημένου σοσιαλισμού αλλά έναν γνήσιο φιλελεύθερο ριζοσπαστισμό, που να μη χαρίζεται στις απρέπειες των ισχυρών (συμπεριλαμβανομένων των συνδικάτων), να μην είναι ξερά πρακτικός και να μην περιορίζεται σε αυτό που σήμερα μοιάζει πολιτικά εφικτό […] Το βασικό δίδαγμα, που ένας συνεπής φιλελεύθερος οφείλει να αντλήσει από την επιτυχία των σοσιαλιστών είναι ότι κέρδισαν την επιδοκιμασία των διανοουμένων χάρη στο κουράγιο τους να είναι ουτοπιστές» (σελ.110).
Μπορεί να έπρεπε να περιμένει ένα τέταρτο του αιώνα, αλλά τελικά αποδείχτηκε πως είχε δίκιο, όταν ισχυρίζονταν, σχεδόν εμμονικά, πως το κλειδί της πολιτικής κατίσχυσης, άρα και της αδιατάραχτης ταξικής επιβολής, είναι «η ικανότητα να είσαι ουτοπιστής, να ξεπερνάς το πολιτικά εφικτό». Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως η νεοφιλελεύθερη αντεπανάσταση δεν κάνει άλλο από διαρκείς «μεταρρυθμίσεις».
Ο Χάγεκ, λέγοντάς τα «έξω από τα δόντια», έχοντας την αυτοπεποίθηση του «ιδεολόγου ουτοπιστή», εξέφραζε αυτό το τρομακτικό, που πραγματικά συμβαίνει εδώ και σαράντα χρόνια, και που οι περισσότεροι «φιλελεύθεροι» δύσκολα μπορούν να το εκστομίσουν.
«Αδιάψευστος μάρτυρας, η αμηχανία που ένιωσαν όλοι εκείνοι που λιβάνιζαν τον ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό κατά τη διάρκεια μιας διάλεξης που έδωσε στο Παρίσι ο Φρίντριχ Χάγεκ, την οποία είχα παρακολουθήσει έκθαμβος κι εγώ. Ο Χάγεκ, θεωρούμενος ως ο μέντορας αυτού του ριζοσπαστικού ρεύματος, πρότεινε να θεσμοθετηθεί ένα πολιτικό σύστημα προστατευμένο από τα εκλογικά ρίσκα, που θα το αποτελούσε μια επιτροπή σοφών ώριμης ηλικίας! […] Ο Ραιμόν Αρόν, ο οποίος προήδρευε του συνεδρίου, είχε μείνει άφωνος και εμφανώς αμήχανος» (σελ. 291).
Όσο αμήχανος φαντάζομαι κι όταν ο Πινοσέτ ηγήθηκε της φιλελεύθερης επανάκαμψης στον κόσμο!
Ο νεοφιλελευθερισμός, η καπιταλιστική ιδεολογία στην πιο καθαρή μορφή της, λοιπόν, νίκησε συντριπτικά γιατί φρόντισε πολύ τη μάχη των ιδεών, γιατί έπεισε πως ο δικός της κόσμος μπορεί ν’ αλλάξει τα πράγματα και όχι όσοι, μ’ όλο το επαναστατικό τους παρελθόν, δεν είναι πια παρά θλιβερές θεραπαινίδες του υπάρχοντος. Οπαδοί, απλώς, της διατήρησης των κληρονομηθέντων, φορείς ενός «οράματος» νοσταλγικού, επανορθωτικού, εν τέλει, συντηρητικού.
Κι αυτό αφορά τους καλύτερους, αυτούς που συγκροτούν ακόμη μια Αριστερά της αντίστασης, οσοδήποτε ηττημένη και αναποτελεσματική. Γιατί το κύριο ρεύμα, αυτό που «κυβέρνησε» στην Ευρώπη και τον κόσμο, πολλές φορές ηγήθηκε των συγκεκριμένων «μεταρρυθμίσεων», ως σοσιαλφιλελεύθερο υβρίδιο, του ο οποίου ο μπλερισμός υπήρξε, απλώς, η ευτελέστερη και κραυγαλέα εκδοχή.
Ο Ροζανβαλόν συγχρωτίστηκε έντονα με αυτή την «δεύτερη Αριστερά», επένδυσε πάνω της. Αν και ξεκίνησε εικοσάρης, αμέσως μετά το ’68, από το συνδικάτο της CFDT, ως βασικός υποστηρικτής της «αυτοδιαχείρισης», στράφηκε αντίθετα στον κυρίαρχο «αριστερισμό» της εποχής και νοιάστηκε πολύ για τον «εκσυγχρονισμό», τα καλά του φιλελευθερισμού, της αγοράς και της «καινοτομίας», ως διεξόδους για μια «νέα πολιτική» της Αριστεράς, που, ξέρετε, δεν της αρκεί να διαμαρτύρεται, αλλά θέλει να «αναλαμβάνει ευθύνες», να κυβερνά. Που δεν περιμένει τη «μεγάλη νίκη», την ανατροπή του καπιταλισμού, αλλά δίνει τη μάχη για τις μικρές τωρινές νίκες, έχοντας το ρεαλισμό ως οδηγό δράσης.
Ο Ροζανβαλόν πίστεψε στο Ροκάρ, ο οποίος εξέφρασε με τον πιο εμφατικό τρόπο αυτήν τη «λατρεία προς το ρεαλισμό» και δικαίως, νομίζω, θεωρήθηκε ήδη τότε ως εκπρόσωπος ενός τύπου «αμερικάνικης Αριστεράς», τεχνοκρατικής και «με σύγχρονες προτάσεις». Κι άλλα τέτοια ήταν αυτά στα οποία ενεπλάκη.
Γι’ αυτό και είπα, από την αρχή, πως, υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα τον διάβαζα. Μια και θεωρώ πως η ζημιά που έχει κάνει αυτή η «κυβερνώσα Αριστερά» στο κόσμο της εργασίας, στους φτωχούς και τους εκμεταλλευόμενους, είναι και τεράστια και ασυγχώρητη.
Η πανδημία, ωστόσο, με οδήγησε και σε αυτό, στην ανάγνωση «τέτοιων πραγμάτων». Και μου βγήκε σε καλό. Εκτός του ό,τι είδα την ιστορία του τελευταίου μισού αιώνα μέσα από την οπτική ενός ανθρώπου, που πίστεψε πως η στροφή της Αριστεράς προς τον «εκσυγχρονισμό», την αγορά και έναν ορισμένο -δηλαδή, τον μοναδικό, τελικά- φιλελευθερισμό συνιστά τη λύση στα προφανή, ήδη από την αρχή της περιόδου, αδιέξοδα, έμαθα και πολλά για την ίδια την ιστορία, που η ένταξή μου σε μια μετωπικά ανταγωνιστική πολιτική παράδοση, με μια έννοια, «μου απαγόρευε». Γνώρισα το γαλλικό «εκσυγχρονισμό» από τα μέσα, σα να λέμε.
Είδα το ’68, τον «πολιτιστικό αριστερισμό» και την κατάληξή του, το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, το Κοινό Πρόγραμμα, την «Κυβέρνηση της Αριστεράς» του 1981, τις μεταπτώσεις του μιτερανισμού με πρώτη θεμελιώδη την κωλοτούμπα του ’83, τις μεγάλες κινητοποιήσεις του ‘95 κι όλα όσα μεσολάβησαν μέχρι σήμερα, με τη ματιά του ανθρώπου της «δεύτερης Αριστεράς», αντίπαλου τόσο της «ιστορικής» όσο και της «αριστερίστικης» 68άρικης.
Η εξιστόρηση είναι πολύ πλούσια κι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Το λέω, ενώ είμαι σχεδόν βέβαιος πως σε όλα, αν ήμουν εκεί, θα έκανα πολιτικά τις αντίθετες επιλογές από αυτές του Ροζανβαλόν. Το λέω, ίσως, και γιατί νιώθω πως το βιβλίο «δικαιώνει» -αν τα βιβλία δικαιώνουν ποτέ- μια πολιτική στάση που προτιμώ.
Και δεν νομίζω να έχω άδικο, αν σκεφτούμε πως ένας πεπεισμένος και εξαιρετικά επιδραστικός «εκσυγχρονιστής», έχοντας συμπεράνει πως «ο ρεαλισμός δεν συνιστά πολιτική», καταλήγει να λέει:
«Ο εχθρός, εδώ, είναι το φαρμακερό αίσθημα της ανημποριάς, είτε το ομολογούμε είτε το κρύβουμε πίσω από μια κριτική του κόσμου που καθιστά αδιανόητη την ανατροπή του […] Η ιστορία μας προκαλεί συνεχείς απογοητεύσεις και μας αρπάζει όσο ποτέ από το λαιμό. Την ίδια στιγμή, όμως, στεκόμαστε σαν παραλυμένοι. Οι διαψεύσεις και η οργή μας συντονίζονται με ένα αίσθημα ανημποριάς, σαν ένα πολύ ψηλό κύμα να μας εμποδίζει να φτάσουμε ξανά στην ακτή. Μια τέτοια ανημποριά δεν είναι μόνο, ούτε πρωτίστως, απότοκη μιας ανείπωτης κούρασης ή μιας ένοχης παραίτησης. Συνδέεται βαθιά και αδιαχώριστα με τη δυσκολία να ερμηνεύσουμε την κατάσταση του κόσμου, να την τοποθετήσουμε σε μια ιστορία που να δίνει νόημα στις δοκιμασίες και τις ήττες, που στοιβάζονται η μία πάνω στην άλλη. Καθώς, την ίδια στιγμή, η θλίψη και η πίκρα δεν μας κάνουν πιο έξυπνους, τους πόθους μας τους ρουφάει η κινούμενη άμμος του παρόντος και μένουμε έτσι εγκλωβισμένοι σε μια δύσθυμη και παραιτημένη μοιρολατρεία. Σκοπός αυτού του βιβλίου είναι να ξορκίσει αυτήν την κατάρα […] και να είναι εφικτό να ξανασχεδιάσουμε μια προοπτική χειραφέτησης».
Ανατροπή, χειραφέτηση, να και πάλι οι μόνες λέξεις με τις οποίες αποκτάει νόημα η αριστερή πολιτική.
ΥΓ. Εξαιρετικό και θέλω να το επισημάνω ιδιαίτερα είναι το εκτενές τμήμα του βιβλίου, που ασχολείται με τις επιθέσεις ενάντια στον αριστερό «δικαιωματισμό». Έχει πολλά να μας δώσει για τις δικές μας μάχες εδώ μια και οι αντι-«δικαιωματικοί» όλο και αυξάνονται και στη γαλάζια μας πατρίδα.