Κωνσταντίνος Καβουλάκος, Ιστορία και πράξη. Η φιλοσοφία της πράξης του Γκέοργκ Λούκατς (εκδ. Τόπος, Αθήνα, 2018)
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Κώστας Καβουλάκος καταπιάνεται με το έργο του σημαντικού Ευρωπαίου στοχαστή Γκέοργκ Λούκατς. Έχουν προηγηθεί δύο ακόμη βιβλία του γύρω από τον Ούγγρο μαρξιστή φιλόσοφο, με παραπλήσιο περιεχόμενο, το 2012 στα ελληνικά και το 2014 στα γερμανικά. Θεματική τους ήταν το πρώιμο έργο του Λούκατς, με νεοκαντιανό προσανατολισμό, σχετικά με τη διασύνδεση αισθητικής κριτικής με την ηθική ουτοπία.
Στο πρόσφατο βιβλίο του ο Καβουλάκος ενδιατρίβει στο θέμα πώς μπορεί να ανασυγκροτηθεί μια θεωρία της πράξης στο πρώιμο μεν έργο του Λούκατς, πλην όμως ύστερα από την αποφασιστική του προσχώρηση στο μαρξισμό, που συντελέσθηκε το 1918. Αναφερόμαστε βεβαίως στο πολύκροτο, αλλά και λοιδωρημένο από ποικίλες πλευρές έργο του Λούκατς, Ιστορία και ταξική συνείδηση, που εκδόθηκε στα γερμανικά, το 1923 (στο εξής παραπέμπεται ως ΙΤΣ, ελληνική έκδοση, 1975).
Η πράξη για την οποία γίνεται λόγος στο βιβλίο του Καβουλάκου είναι κατά βάση η πρακτική ιστορικά δρώντων υποκειμένων, που πασχίζουν να κατανοήσουν τον κόσμο της καπιταλιστικής νεωτερικότητας, προκειμένου να τον μετασχηματίσουν με χειραφετητική προοπτική. Πώς όμως δύνανται τα πρόσωπα που ασφυκτιούν στον βιομηχανικό καπιταλισμό να αποκτήσουν παρόμοιο επίπεδο συνειδητότητας;
Ανακατασκευή της σκέψης του Λούκατς
Με τα λόγια του Καβουλάκου, στην απαρχή του στοχασμού του Λούκατς τίθεται ένα κεφαλαιώδες ερώτημα: «Η Ιστορία πρέπει να θεωρηθεί ως κάτι το μηχανιστικά προσδιορισμένο ή υπάρχει σε αυτήν το νέο με την ουσιώδη έννοια, με την έννοια της ανάδυσης της ριζικής ετερότητας;» (Καβουλάκος, σ. 275). Η θέση του Λούκατς είναι πως: «η ιστορική διαδικασία είναι ένας αδιάκοπος αγώνας για την κατάκτηση υψηλότερων επιπέδων αλήθειας, (κοινωνικής) αυτογνωσίας του ανθρώπου». Γράφει επίσης: «στις τάσεις ανάπτυξης της ιστορίας εναπόκειται ένας ανώτερος βαθμός πραγματικότητας απ’ ό,τι στα «γεγονότα» της απλής εμπειρίας» (Ιστορία και ταξική συνείδηση, έκδ. Οδυσσέας, 1975, σ. 277 και 268 αντίστοιχα, υπογράμμιση δική του –στο εξής παραπέμπεται ως ΙΤΣ).
Δύο είναι τα μείζονα ζητούμενα στη θεωρία της πράξης του Λούκατς, στα οποία η συμβολή του στάθηκε καινοτόμα. Το πρώτο είναι να ρίξει φως σε μια καίρια και επικριτέα δυναμική του ώριμου πια καπιταλισμού, που είναι η «πραγμοποίηση» του κοινωνικού κόσμου (Verdinglichung). Το δεύτερο ζητούμενο είναι να ψηλαφηθούν δυνατότητες για συγκεκριμένη και συνειδητή άρνηση των συνθηκών μέσα στις οποίες τα πρόσωπα, κατ’ εξοχήν της εργατικής τάξης, συνθλίβονται κι αποξενώνονται τόσο από τους άλλους όσο και από τα ίδια τα έργα τους. Ειδικότερα:
α) Σε τι συνίσταται η περίφημη «πραγμοποίηση»; Για τον Λούκατς ο όρος αυτός αναφέρεται όχι μόνο σε αισθητά αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου, αλλά και σε νοητά αντικείμενα των ποικίλων ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Ίδιον του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και ανταλλαγής είναι ότι ο χαρακτήρας αυτών των πολυειδών αντικειμένων έλκεται από το εμπόρευμα ως πρότυπο (ΙΤΣ, 1975, ιδίως σ. 253 επ.). Τα αντικείμενα ανθρώπινης δραστηριότητας είτε εξ αρχής είτε εν δυνάμει παράγονται και ανταλλάσσονται ως κάτι το εμπορεύσιμο σαν να ήταν πράγματα, ποσοτικοποιήσιμα και ανταλλάξιμα με ορισμένη χρηματική τιμή, όπως π.χ. η πώληση εργατικής δύναμης με αντάλλαγμα κάποιον μισθό.
Γίνεται φανερό ότι αυτή η οπτική γωνία θέασης του καπιταλισμού ξεφεύγει από την πεπατημένη του κυρίαρχου μαρξισμού, μολονότι χωρίς να καθίσταται καθόλου ασύμβατη με αυτήν. Πράγματι, μέχρι και σήμερα ακόμη, η κριτική του καπιταλισμού διενεργείται συνήθως στη βάση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και της καθήλωσής της σε κατάσταση φτώχειας.
Χάρη στην επίδραση που δέχθηκε ο Λούκατς από τη νοτιοδυτική γερμανική νεοκαντιανή Σχολή (Ρίκερτ, Λασκ), αλλά και χάρη στη θητεία του στην αισθητική θεωρία ως κριτική μορφών πολιτισμού, επιχειρεί μια πρόσκαιρη μεθοδολογική παράκαμψη, ως απλή μετατόπιση έμφασης. Αφήνει το πεδίο της άμεσης εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης από το κεφάλαιο, με την παραγωγή υπεραξίας, την οποία ιδιοποιείται ο κεφαλαιοκράτης. Σκέπτεται έτσι, όχι επειδή υποτιμά τη σπουδαιότητα της εκμετάλλευσης, όπως κατηγορήθηκε εντελώς άδικα από τον δογματικό μαρξισμό. Αλλά επειδή η περιοχή αυτή δεν εξαντλεί το βεληνεκές της αναγκαίας κριτικής στον καπιταλισμό ως σφαιρικό τρόπο παραγωγής του κοινωνικού βίου.
Εξ άλλου η φιλική σχέση του Λούκατς με τον κορυφαίο κοινωνιολόγο Μαξ Βέμπερ του επέτρεψε να διαβλέψει κάτι άκρως σημαντικό. Ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός –και ο σημερινός, εννοώ– αναπτύσσει στο έπακρο μορφές τεχνικής ορθολογικότητας. Δηλαδή στοιχεία πραγματικότητας που λειτουργούν στη βάση ενός συνδέσμου ανάμεσα σε αιτίες κι αποτελέσματα, επίσης ανάμεσα σε πιθανά μέσα και δεδομένους σκοπούς προς επίτευξη, σκοπούς όμως που τίθενται πέραν συζητήσεως που θα δεχόταν κάποιον ουσιώδη αξιολογικό γνώμονα. Τέτοια στοιχεία πραγματικότητας εξαπλώνονται όχι μόνο στα πεδία της παραγωγής κι ανταλλαγής, αλλά και στην εξελιγμένη γραφειοκρατική μορφή διοίκησης τόσο του κρατικού μηχανισμού όσο και των ίδιων των επιχειρήσεων.
Πραγμοποίηση και τεχνικές μορφές ορθολογικότητας «αφαιρούν από τον άνθρωπο την ανθρώπινη ουσία του» (ΙΤΣ, 1975, σ. 214). Ο ίδιος ο Λούκατς, μεταξύ άλλων, χρησιμοποιεί ως παράδειγμα πραγμοποίησης το γεγονός ότι αφαιρείται από την εργοδοσία η αυτόνομη κρίση από τους δημοσιογράφους, εξευτελίζονται οι εμπειρίες και οι πεποιθήσεις τους.
Πραγμοποίηση και τεχνική ορθολογικότητα συγκαταλαμβάνουν ακόμη και την καλλιέργεια της επιστήμης, στο βαθμό που αυτή ολοένα περισσότερο χρησιμοποιείται ως παραγωγική δύναμη για την κερδοφορία του κεφαλαίου. Εντελώς ενδεικτικά μου έρχεται στο νου ότι στην εποχή του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού εγείρεται αξίωση ακόμη και οι πανεπιστημιακές σπουδές να υπαχθούν σε μια γενικευμένη relevance to the market. Μια αξίωση, που μπορεί μεν να είναι ορθολογική κατά τη σχέση μέσων και σκοπών (Zweckrationalität), πλην όμως είναι ανορθολογική κατά την αξία του ίδιου του σκοπού (Wertrationalität).
Έτσι, λοιπόν, ο Λούκατς διανοίγει ήδη μια πολύ γόνιμη θεωρητική οδό, η οποία, ότι τυχαία, θα αξιοποιηθεί ακολούθως από την κριτική θεωρία της Σχολής της Φραγκφούρτης, ήδη στη δεκαετία του 1930 και όχι μόνο. Αρκούμαι να υπομνήσω εδώ τη βασική ιδέα των Αντόρνο και Χορκχάιμερ για τη συστηματική «εργαλειακή χρήση του Λόγου». Καθώς επίσης και την προβληματική του Χάμπερμας γύρω από την «αποικιοποίηση του βιόκοσμου».
β) Πώς επιτελείται όμως η πρόσληψη του καπιταλιστικού κοινωνικού κόσμου αφενός από την κριτική κοινωνική θεωρία του μαρξισμού, αφετέρου από δυνάμεις της κοινωνίας που δυσπραγούν κάτω από συνθήκες καταπιεστικές και αποξενωτικές συνάμα; Η απόκριση του Λούκατς είναι ότι η θεωρία οφείλει να ανατάμει τον καπιταλισμό ως συνολικό κοινωνικο-ιστορικό φαινόμενο και με «αμεροληψία», όπως γράφει ο ίδιος, προδίδοντας κάποια βεμπεριανή επίδραση (ΙΤΣ, 1975, σ. 347).
Καλείται δηλαδή να τον αναλύσει ως όλον στις επί μέρους διαστάσεις και διαρθρώσεις του, όπως πράγματι είναι και κινείται (εγελιανή επίδραση). Έτσι ώστε να ανακαλύψει σ’ αυτές τι ακριβώς τίθεται υπό διακινδύνευση ως προς τους όρους ζωής των ανθρώπων, τι διακυβεύεται εις βάρος της καλώς νοούμενης ελευθερίας των ανθρώπων, ορθώνοντας αλλεπάλληλους φραγμούς και ματαίωση προσδοκιών για καλή ζωή μέσα σε κοινωνία της προκοπής.
Ορθώς ο Καβουλάκος δέχεται ότι κατά βάθος στη θεωρία της πράξης του Λούκατς υπόκειται μια θεωρία ανάκτησης της αυτονομίας, καθώς και ένα αίτημα για δημοκρατική πολιτικοποίηση ανάξιων όρων ζωής, κάτω από τους οποίους τελούν τα πρόσωπα, με ζητούμενο την αλλαγή τους (Καβουλάκος, σ. 278). Για τον Λούκατς, ίδιον της δημοκρατίας «δεν είναι μια τυπική ελευθερία [προφανώς εννοεί «του εκλέγειν και εκλέγεσθαι»], αλλά μια βαθιά διασυνδεδεμένη, αλληλέγγυα δραστηριότητα των μελών μιας συνολικής βούλησης».
Η θεωρία της πράξης ιστορικής αλλαγής γίνεται έτσι ικανή να φέρνει στην επιφάνεια κοινωνικά περιεχόμενα που καταστέλλονται από τις κατεστημένες μορφές της καπιταλιστικής κοινωνικής κυριαρχίας. Παραδείγματος χάρη, ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας κι συνεργατικός χαρακτήρας της παραγωγής υποκρύπτονται σταθερά εξ αιτίας του φετιχισμού του εμπορεύματος. Το εμπόρευμα εμφανίζεται ως αντικείμενο προς πώληση στην αγορά με ορισμένη τιμή, στο οποίο καθίσταται αόρατη η ενσωματωμένη εργασία, που έχει καταναλωθεί για την παραγωγή του.
Στο μέτρο που οι υπεξούσιες κοινωνικές τάξεις ωθούνται από την ίδια τη βιωμένη τους εμπειρία να αποκτήσουν συνείδηση ότι οι αιτίες της κακοδαιμονίας τους ριζώνουν στις υποστατές δομές και μορφές κοινωνικής κυριαρχίας, τότε αρχίζουν να αμφιβάλλουν για το κατά πόσον αυτές αξίζουν να θεωρούνται ως νομιμοποιημένες.
Καθόσον η έλλογη αμφιβολία μετατρέπεται σε συνειδητή κριτική αντίθεση, τότε τα κοινωνικά υποκείμενα αποδύονται πλέον έναν αγώνα αντίστασης, έναν αγώνα κατ’ ουσίαν ταξικό. Μεσοπρόθεσμα οι εργαζόμενοι διεκδικούν να αναγνωρισθούν και να κατοχυρωθούν εμπράκτως εύλογα συμφέροντα, τα οποία μέχρι τούδε έμεναν ανικανοποίητα και καταπιεσμένα (π.χ. ο Λούκατς επικαλείται το παράδειγμα της μείωσης του εργάσιμου χρόνου, του Μαρξ, στο Κεφάλαιο, 1ος τόμος, 8ο κεφάλαιο). Επειδή όμως αυτή η τάση προσκρούει σε ορισμένα ζωτικά όρια αντοχής του καπιταλιστικού συστήματος, τότε ανακύπτει η οραματική ελπίδα για ριζική, σοσιαλιστική αναδόμηση της κοινωνίας.
Ακολουθώντας σιωπηρά τη διαφωτιστική παράδοση, ο Λούκατς πιστεύει ότι αυτό πέπρωται να είναι έργο και καθήκον των ίδιων των καταπιεζομένων, που αποφασίζουν να σπάσουν το κέλυφος των σχέσεων εξουσιασμού τις οποίες υφίσταντο, ώστε να αυτενεργήσουν κοινωνικά και πολιτικά. Με τα λόγια του Καβουλάκου, «ο Λούκατς αντιλαμβάνεται τη λαϊκή κυριαρχία με όρους περιεχομένου –με όρους πολιτικής επιβολής συγκεκριμένων, καθολικεύσιμων συμφερόντων– και όχι αποκλειστικά με τους τυπικούς όρους των ατομικών δικαιωμάτων και των δημοκρατικών διαδικασιών, αλλά ούτε απλώς και μόνο με τους περιγραφικούς όρους μιας ρεαλιστικής ανάλυσης σχέσεων εξουσίας» (Καβουλάκος, σ. 279).
Από τον Λούκατς προς εμάς
Ύστερα από τα παραπάνω δεν είναι δύσκολο να αντιληφθούμε γιατί η Ιστορία και ταξική συνείδηση του Λούκατς επέσυρε πυκνά πυρά μέσα από το ίδιο το ρεύμα των μαρξιστικών ιδεών.
Οι περισσότεροι σύγχρονοί του μαρξιστές έμεναν προσκολλημένοι στην υποτιθέμενη «αντικειμενική διαλεκτική» του Ένγκελς και τον «επιστημονικό χαρακτήρα» της σοσιαλιστικής θεωρίας γύρω από έναν αξιωματικά υπολαμβανόμενο κοινωνικό ντετερμινισμό. Οι ίδιοι ασπάζονταν και έναν μάλλον χοντροκομμένο υλισμό, εναντίον του οποίου η Ιστορία και ταξική συνείδηση γράφει απερίφραστα: «ο Ρίκερτ όρισε κάποτε τον υλισμό ως πλατωνισμό [ενν. «μεταφυσική»] με αντίθετο πρόσημο. Δικαιολογημένα» (ΙΤΣ, 1975, σ. 293). Στον Λούκατς η «Διαλεκτική της Φύσης» του Ένγκελς δικαιολογημένα φαινόταν ανυπόστατη. Πώς να αναπτύξουν π.χ. τα ζώα «διαλεκτική σχέση» με τη Φύση, αφού δεν είναι καν υποκείμενα, πρόσωπα ικανά για πράξη;
Δεν είναι, λοιπόν, να απορεί κανείς ότι αρκετοί μαρξιστές εξανέστησαν σφοδρά στη λουκατσιανή θεώρηση του κοινωνικού, η οποία παλλόταν από διαλεκτική διαμεσολάβηση ανάμεσα στην εξ αντικειμένου δοσμένη πραγματικότητα και στην ενεργό συνειδητοποίηση από τους ίδιους τους καταπιεζομένους ότι δομημένες σχέσεις στο εσωτερικό της είναι ανάρμοστες.
Με απροκάλυπτη εχθρότητα έγινε δεκτό το έργο αυτό του Λούκατς ιδίως από κομματικούς ιδεολόγους στραμμένους αμετακίνητα στο σοβιετικό πρότυπο (όπως ο Ζηνόβιεφ). Αυτοί, είτε το παραδέχονταν είτε όχι, εμφορούνταν από την αντίληψη ότι η ενεργός ταξική συνείδηση των μαζών θα είναι ατελής και στρεβλή, οπότε είναι αναντικατάστατη η αναγκαιότητα ενός κόμματος-πρωτοπορίας, καθοδηγητικού των μαζών.
Περίπου από ίδιους κύκλους εκτοξευόταν η μομφή ότι η λουκατσιανή θεωρία είναι ανυπόφορα «θεωρητιστική», για τον πρόσθετο λόγο, ότι δεν επικεντρώνεται στην άμεση και εμπειρικά απτή σχέση κεφαλαίου και εργασίας. Άλλοι πάλι, όπως ο αντιδιαλεκτικός στρουκτουραλιστικός μαρξισμός τύπου Αλτουσέρ, θα στηλιτεύσουν στον Λούκατς ότι εμμένει σε «φιλοσοφία της συνείδησης», άρα ρέπει αναγκαστικά σε «ανθρωπισμό», ως κατάλοιπο της αστικής φιλοσοφίας. Αλλά και ο Χάμπερμας επίσης θα σταθεί τελικά απορριπτικός. Θέλοντας να αποποιηθεί, από τελείως άλλη πλευρά, τη φιλοσοφία της συνείδησης, θα εκπονήσει μια θεωρία επικοινωνιακής δράσης, εστιασμένη σε διαδικαστικές προϋποθέσεις μιας δημόσιας, φορμαλιστικής ηθικής του διαλόγου.
Μαζί με τον Κώστα Καβουλάκο, εκτιμώ ότι η Ιστορία και ταξική συνείδηση του Λούκατς διατηρεί ζωτικά κοιτάσματα, πολύτιμα για μια σύγχρονη ριζοσπαστική κοινωνική θεωρία. Δεν μπορούμε, παρά ταύτα, να μην προσμετρήσουμε την ιδιαίτερη ιστορική φάση, μέσα στην οποία έχει συγγραφεί το έργο αυτό πριν από εκατό κιόλας χρόνια. Στον δικό του ιστορικό ορίζοντα, μόλις είχε περατωθεί με τρόπο νικηφόρο ένα γεγονός κοσμοϊστορικής σημασίας: η Οκτωβριανή επανάσταση. Αποτέλεσμά της, εκτός των άλλων, ήταν να σκιρτήσουν με πρωτόγνωρα ελπιδοφόρο τρόπο οι καρδιές και ο νους σε μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας.
Εντούτοις, εν έτει 2019, τα καθεστώτα που απέρρευσαν με οδηγό τη μεγάλη εκείνη επανάσταση έχουν καταρρεύσει παταγωδώς, προτού καν εκπνεύσει ο ταραχώδης 20ός αιώνας. Η δίνη που προκλήθηκε έκτοτε έχει αμαυρώσει το είδος σοσιαλισμού που είχε οικοδομηθεί στη Σοβιετική Ένωση και αλλού. Συγχρόνως έχει θίξει σοβαρά την αίγλη και την απήχηση των σοσιαλιστικών ιδεών.
Πιστεύω όμως ότι αυτή η ιστορική παλίρροια δεν είναι σε θέση να πλήξει τις σοσιαλιστικές ιδέες κατά την αξία τους. Εδώ χρησιμεύει η διάκριση του Λούκατς ανάμεσα σε ιστορικά συμβάντα και σε δομικές τάσεις της (αστικής) κοινωνίας. Ο Λούκατς καυτηριάζει τον «οπορτουνισμό» τύπου Μπερνστάιν, επειδή εξαντλείται στο πεδίο των γεγονότων, παραβλέποντας τις σύμφυτες, βαθύτερες κοινωνικές διαρθρώσεις τάσεις στον ώριμο καπιταλισμό.
Ισχυρίζομαι, λοιπόν, ότι, ενόσω διαιωνίζεται και μάλιστα παγκοσμιοποιημένος πια και αχαλίνωτος ο σύγχρονος (νεοφιλελεύθερος) καπιταλισμός, θα εξακολουθεί να παράγει ολόκληρο το φάσμα των αιτιάσεων που έχει επιρρίψει εναντίον του, μεταξύ άλλων δασκάλων μας, ο ιδιοφυής κοινωνικός φιλόσοφος Γκέοργκ Λούκατς.
Πράγματι, εκ της λογικής του συστήματος θα αναπαράγεται όχι μόνον εντεινόμενη εκμετάλλευση των δυνάμεων της μισθωτής εργασίας, πρωτοφανής κοινωνική ανισότητα και οδύνη, ακραία πραγμοποίηση και αποξένωση στον βιόκοσμο των υπεξούσιων κοινωνικών τάξεων. Αλλά θα διαγραφεί ακόμη ένας εφιαλτικός κίνδυνος, λόγω της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής, για κατάρρευση του υφήλιου οικοσυστήματος, όπως το γνωρίσαμε, δηλαδή πιθανόν για καταστροφή του πολιτισμού τελικά.
Εκτιμώ ότι προσεχώς θα χρειαστεί σύντομα να εγκύψουμε εκ νέου και στο σοβαρά στις σοσιαλιστικές ιδέες, αυτή τη φορά όμως με συνειδητό πάντρεμά τους με την ελευθερία και τη δημοκρατία. Κλείνω υπενθυμίζοντας την κομβική θέση του Μαρξ, την οποία υπογραμμίζει και ο Λούκατς, ότι οι δυνάμεις της μισθωτής εργασίας καλούνται σε παγκόσμια κλίμακα να ελευθερώσουν τα στοιχεία μιας νέας κοινωνίας, τα οποία έχουν κυοφορηθεί και αναπτυχθεί στο εσωτερικό της αστικής κοινωνίας κατά τη φάση της αποδρομής της (ΙΤΣ, 1975, σ. 264).
Η κοινωνική μεταβολή ούτε χιλιαστική επαγγελία πέπρωται να είναι ούτε όμως και ουρανοκατέβατη προσδοκία. Απαιτείται όμως πολλή και συλλογική δουλειά, προκειμένου να καταφέρουμε να την αποσαφηνίσουμε με επάρκεια.
* Ο Κώστας Σταμάτης είναι καθηγητής φιλοσοφίας του δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ. Το κείμενο αποτελεί εισήγηση στην παρουσίαση του βιβλίου στις 28 Μαρτίου του 2019 στο βιβλιοπωλείο Μαλλιάρης