in

Η γεωργία σε κίνδυνο: Τα νέα κλιματικά δεδομένα επηρεάζουν τον πυρήνα των αναγκών, την τροφή

Έρευνα: Γεωργία Ανάγνου, Σταυρούλα Πουλημένη

Η κλιματική κρίση δεν είναι πλέον ένα μακρινό σενάριο του μέλλοντος. Είναι εδώ και αφήνει ήδη έντονο το αποτύπωμά της. Τα δεδομένα είναι αμείλικτα: η θερμοκρασία ανεβαίνει, ακραία καιρικά φαινόμενα εκδηλώνονται συχνότερα και το φυσικό περιβάλλον δοκιμάζεται. Μαζί δοκιμάζεται και η αγροτική παραγωγή, όπως γνωρίζουν πολύ καλά οι άνθρωποι που δουλεύουν τη γη.

Δείτε το βίντεο: Η γεωργία σε κίνδυνο

Η καταστροφή στη Θεσσαλία, την αγροτική πρωτεύουσα της χώρας, μετά την καταιγίδα Daniel τον Σεπτέμβριο του 2023, είναι μια τραυματική υπόμνηση. Ωστόσο, οδυνηρές είναι οι επιπτώσεις και λόγω της σταδιακής μεταβολής των κλιματικών παραμέτρων από τις οποίες εξαρτάται η γεωργία, όπως είναι οι βροχοπτώσεις, η ξηρασία και η θερμοκρασία.  «Αυτή η σταδιακή μεταβολή γίνεται με έναν τρόπο που δεν προσελκύει το ενδιαφέρον και τα φώτα της δημοσιότητας, είναι σαν να μην το βλέπουμε ότι συμβαίνει, όμως συμβαίνει και επηρεάζει ριζικά την αγροτική παραγωγή» τονίζει η Έλενα Δανάλη, υπεύθυνη εκστρατείας της Greenpeace για τη βιώσιμη γεωργία. Υπογραμμίζει δε ότι είναι αναγκαία η συστηματική μελέτη των κλιματικών παραμέτρων, ως βάση για τις αποφάσεις και τα μέτρα τα οποία χρειάζεται να λάβει η πολιτεία, για την αναχαίτιση της επιδείνωσης της κλιματικής κρίσης και την αναδιάρθρωση του αγροτικού τομέα.

Το Alterthess, παράλληλα με την έρευνα που πραγματοποίησε στο πεδίο μιλώντας με παραγωγούς της Κεντρικής Μακεδονίας για τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης που διαπιστώνουν ήδη στο χωράφι τους, συνάντησε τους κατεξοχήν αρμόδιους επιστήμονες σχετικά με τα νέα κλιματικά δεδομένα και πώς αυτά επηρεάζουν – άμεσα ή μακροπρόθεσμα- τη γεωργία.

Αύξηση θερμοκρασίας και ραγδαίες βροχές

Ο Κώστας Λαγουβάρδος είναι Διευθυντής Ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών. Ήταν επίσης ο συντονιστής ομάδας επιστημόνων στους οποίους η Greenpeace ανέθεσε να μελετήσουν τις μεταβολές των κλιματικών παραμέτρων στην Ελλάδα τα τελευταία 30 χρόνια. Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης παρουσιάστηκαν τον Μάρτιο του 2025 στην έκθεση «Κλίμα και Γεωργία σε αλληλένδετη κρίση».

Πηγή: «Κλίμα και Γεωργία σε αλληλένδετη κρίση», Greenpeace

Το Altherthess συνάντησε τον κ. Λαγουβάρδο, ο οποίος μας ενημέρωσε για τις μεταβολές σε κρίσιμες κλιματικές παραμέτρους, ξεκινώντας από τη θερμοκρασία. «Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουμε από όλες τις πηγές δεδομένων, τα τελευταία 30 χρόνια η μέση θερμοκρασία στην Ελλάδα έχει αυξηθεί κατά περίπου 1,5°C» αναφέρει ο κ. Λαγουβάρδος. Όπως τονίζει, «είναι μια πολύ σημαντική αύξηση γιατί τα 30 χρόνια είναι σχετικά μικρό χρονικό διάστημα». Η αύξηση δεν είναι ομοιόμορφη σε όλη τη χώρα. Περιοχές όπως η Κεντρική και η Δυτική Μακεδονία, καταγράφουν θερμική αύξηση που ξεπερνά τους 2°C. Αντίθετα, περιοχές όπως η Κρήτη ή τα νησιά του Αιγαίου παρουσιάζουν μικρότερη αύξηση, λόγω της εγγύτητας στη θάλασσα. «Δεν σημαίνει ότι είναι πιο ζεστά στην Κεντρική Μακεδονία από ό,τι είναι στην Κρήτη. Όμως ο ρυθμός αύξησης της θερμοκρασίας στη βόρεια Ελλάδα είναι ταχύτερος απ’ ότι στη νότια», ξεκαθαρίζει ο κ. Λαγουβάρδος.

Ο Κώστας Λαγουβάρδος στο Αστεροσκοπείο Αθηνών

Η αύξηση της θερμοκρασίας δεν αφορά μόνο την ξηρά, αλλά και τη θάλασσα, με τις περιοχές στα βόρεια τμήματα να θερμαίνονται και πάλι πιο γρήγορα.  «Ο Θερμαϊκός έχει εντοπιστεί να έχει θερμοκρασία που προσέγγιζε τους 30 βαθμούς στους μεγάλους καύσωνες που είχαμε το ’21 και το ’23» αναφέρει ο κ. Λαγουβάρδος, προσθέτοντας πως αυτοί οι «θαλάσσιοι καύσωνες» επιβαρύνουν τα θαλάσσια οικοσυστήματα, αλλά και καλλιέργειες που έχουν σχέση με την αγροδιατροφή μας, όπως οι μυδοκαλλιέργειες στον Θερμαϊκό.

«Γενικά, οι καύσωνες μεγάλης διάρκειας γίνονται πιο συχνοί, ειδικά τα τελευταία 10 χρόνια. Ο καύσωνας είναι ένα πολύ επικίνδυνο καιρικό φαινόμενο, ύπουλο όπως λέμε μεταξύ μας. Αν και δεν κάνει τη φασαρία μιας θύελλας ή μιας καταιγίδας, τελικά σκοτώνει και επιβαρύνει περισσότερους ανθρώπους και επιβαρύνει πάρα πολύ και τον αγροτικό τομέα», μας λέει ο κ.Λαγουβάρδος. Το 2023 καταγράφηκε ο μεγαλύτερος καύσωνας στη χώρα με 15 συνεχόμενες ημέρες. Το ρεκόρ ξεπεράστηκε την αμέσως επόμενη χρονιά, το 2024, με 16 ημέρες.

Η αύξηση της θερμοκρασίας είναι βέβαια μία μόνο από τις παραμέτρους που δείχνουν πώς εκδηλώνεται η κλιματική αλλαγή. Μεταβολές στην ένταση των βροχοπτώσεων ή στις χιονοπτώσεις έχουν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στον υδρολογικό κύκλο.

Πηγή: «Κλίμα και Γεωργία σε αλληλένδετη κρίση», Greenpeace

Ο κ. Λαγουβάρδος μας εξηγεί πως οι βροχές σε βάθος τριακονταετίας δεν έχουν σημαντική αλλαγή, λίγο πολύ είναι ίδιες, με κάποιες καλές και κάποιες κακές χρονιές. Αυτό όμως που έχει διαπιστωθεί είναι μια ποιοτική διαφορά, καθώς έχουμε πιο συχνά ραγδαίες βροχοπτώσεις. «Αυτό όπως αντιλαμβάνεστε δημιουργεί ένα μεγάλο θέμα, γιατί αφενός μια ραγδαία βροχόπτωση προκαλεί καταστροφές, αφετέρου σε μια ραγδαία βροχόπτωση μπορεί να μετρήσουμε ότι έπεσαν πάρα πολλά χιλιοστά βροχής, αλλά αυτό το νερό δεν προλαβαίνει να απορροφηθεί, φεύγει με τους χειμάρρους προς τη θάλασσα και χάνεται. Προτιμούμε προφανώς τις πιο αργές και ποτιστικές βροχές» τονίζει ο κ. Λαγουβάρδος.

Η μείωση του χιονιού αποτελεί επίσης ένδειξη της θερμικής μεταβολής. Σημαντική είναι η πτώση τόσο στο ύψος χιονιού όσο και στον αριθμό ημερών χιονόστρωσης στον ηπειρωτικό κορμό της χώρας. Αυτό επηρεάζει τον υδρολογικό κύκλο, καθώς το λιώσιμο του χιονιού είναι βασικό για τη σταδιακή αναπλήρωση των υπόγειων υδάτων. «Λιγότερο χιόνι σημαίνει και λιγότερα υδατικά αποθέματα στο τέλος της μέρας» τονίζει ο κ. Λαγουβάρδος.

«Το άλλο κομμάτι» συνεχίζει «είναι η ξηρασία. Και αυτό το είδαμε για παράδειγμα στη Θεσσαλία. Τον Σεπτέμβρη του ’23 είχαμε τις μεγάλες πλημμύρες με τεράστια ύψη βροχής και φτάσαμε τον Οκτώβρη του ’24 λόγω της μεγάλης ξηρασίας -ο Οκτώβρης του ‘24 ήταν ένας πολύ ξηρός μήνας σε όλη τη χώρα, παρ’ όλο που είναι φθινοπωρινός μήνας- οι άνθρωποι να μην μπορούν να οργώσουν, γιατί τα χωράφια ήταν ξερά τελείως από την ξηρασία».

Συνολικά για το 2024, οι περισσότερες περιοχές της Ελλάδας είχαν αύξηση του αριθμού ξηρών ημερών σε σχέση με την μέση τιμή της περιόδου 1991-2020, σύμφωνα με την κλιματική αποτίμηση στην Ελλάδα το 2024, όπως την κατέγραψε και παρουσίασε η επιστημονική ομάδα climatebook, της οποίας ο κ. Λαγουβάρδος επίσης είναι μέλος.

Κλιματικό θύμα η Θεσσαλία: Κίνδυνος ερημοποίησης μετά την καταστροφή

Μία άλλη παράμετρος της κλιματικής κρίσης αφορά στα ακραία καιρικά φαινόμενα. Ο Κώστας Λαγουβάρδος σημειώνει πως ανέκαθεν υπήρχαν και δε μπορούμε να αποδίδουμε οτιδήποτε έντονο συμβαίνει στην κλιματική αλλαγή. «Μερικές φορές χρησιμοποιείται ως άλλοθι» τονίζει.

Προσθέτει, ωστόσο, πως η κλιματική αλλαγή έχει συντελέσει όχι στο να δημιουργήσει τα ακραία καιρικά φαινόμενα, αλλά να τα κάνει να εμφανίζονται πιο συχνά και να γίνονται και πιο έντονα, άρα να προκαλούνται μεγαλύτερες καταστροφές. «Στο Αστεροσκοπείο κάνουμε μια συστηματική καταγραφή των έντονων καιρικών φαινομένων στη χώρα μας και βλέπουμε ότι υπάρχει μια αύξηση από τη μία δεκαετία στην άλλη. Κοιτώντας τα τελευταία 20 χρόνια, έχουμε περίπου 50% αύξηση στη συχνότητα των πολύ ισχυρών καιρικών φαινομένων. Γίνονται πιο ισχυρά και επομένως πιο καταστροφικά», αναφέρει ο κ. Λαγουβάρδος.

Πλημμυρισμένες εκτάσεις στο Δέλτα του ποταμού Πηνειού στα παράλια της Λάρισας, 14 Σεπτεμβρίου 2023. Photo Credit: Κωνσταντίνος Τσακαλίδης/SOOC

«Η κλιματική κρίση συνετέλεσε στην ένταση του φαινομένου που επηρέασε τη Θεσσαλία» σημειώνει ο κ. Λαγουβάρδος χαρακτηριστικά. Όπως εξηγεί στο Alterthess, τόσο η κακοκαιρία Daniel στις αρχές Σεπτεμβρίου του ’23 όσο και ο Elias στο τέλος Σεπτεμβρίου του ’23, ήταν κακοκαιρίες που θα είχαμε έτσι κι αλλιώς. Όμως οι επιστήμονες διαπίστωσαν πως η πολύ θερμή θάλασσα, λόγω των πολύ υψηλών θερμοκρασιών που είχαμε το καλοκαίρι του ’23, συνετέλεσε ώστε να έχουμε πιο βροχοφόρα συστήματα. «Γιατί συνέβη αυτό; Γιατί όταν η επιφάνεια της θάλασσες ζεσταίνεται, εξατμίζεται περισσότερο, πιο γρήγορα και πιο εύκολα, το επιφανειακό νερό μετατρέπεται σε υδρατμούς, αυτοί οι υδρατμοί τροφοδοτούν τα σύννεφα και αυτά στη συνέχεια δίνουν τη βροχή. Επομένως τα συστήματα αυτά που επηρέασαν τη Θεσσαλία θα υπήρχαν έτσι κι αλλιώς, έγιναν όμως πιο έντονα και πιο βροχοφόρα, γι’ αυτό και είχαμε εξωπραγματικά ύψη βροχής, λόγω και της πολύ θερμής θάλασσας».

Οι άμεσες συνέπειες μιας τέτοιας καταστροφής είναι βέβαια άμεσα αντιληπτές. Στη Θεσσαλία, 17 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους μέσα στα πρώτα 24ωρα μετά τον Daniel. Περισσότερα από 1 εκατ. στρέμματα πλημμύρισαν, 25.000 αγρότες είδαν τα χωράφια τους να καταστρέφονται, ενώ χάθηκαν περισσότερα από 110.000 ζώα και 135.000 πτηνά.

Ο Χρίστος Τσαντήλας

Υπάρχουν όμως και μακροχρόνιες συνέπειες με καταστροφικά αποτελέσματα για την γεωργία. Ο κ. Χρίστος Τσαντήλας, γεωπόνος-εδαφολόγος, πρ. διευθυντής του Ινστιτούτου Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών του ΕΛΓΟ Δήμητρα, μας εξηγεί παραδείγματος χάριν τις επιπτώσεις των ακραίων βροχοπτώσεων στο έδαφος, από το οποίο εξαρτάται η αγροτική παραγωγή.

Στις επικλινείς περιοχές, διευκρινίζει ο κ. Τσαντήλας, συμβαίνει η λεγόμενη διάβρωση των εδαφών. «Το νερό, όταν πέφτει με μεγάλη ένταση και μεγάλες ποσότητες του κινούνται με μεγάλη ταχύτητα, συμπαρασύρει τεράστιες ποσότητες εδάφους. Αυτό σημαίνει ότι το γόνιμο επιφανειακό έδαφος απομακρύνεται, μένει το υπέδαφος το οποίο είναι άγονο και πολλές φορές φτάνουμε μέχρι το λεγόμενο μητρικό πέτρωμα. Φεύγει όλο το έδαφος», μας λέει. Για να καταλάβουμε τι σημασία έχει αυτό, μας καλεί να σκεφτούμε ότι για να σχηματιστεί ένα εκατοστό γόνιμου εδάφους πάνω στο μητρικό πέτρωμα χρειάζονται 500 έως 1000 χρόνια, ενώ με μία ακραία νεροποντή μπορεί να χαθεί έδαφος ενός και δύο μέτρων, μέσα σε δύο-τρεις μέρες. «Καταλαβαίνουμε λοιπόν τι ζημιά γίνεται στις φυσικές διεργασίες, είναι τεράστια η καταστροφή. Αυτές οι περιοχές πια είναι άγονες και αν δε ληφθούν πολύ σοβαρά μέτρα – τα οποία είναι δύσκολο να υλοποιηθούν και είναι δυσβάσταχτα οικονομικά – θα ερημοποιηθούν» υπογραμμίζει ο κ. Τσαντήλας.

Παρά το επίμονο αίτημα των επιστημόνων, στη Θεσσαλία δυστυχώς δεν έγινε καμία καταγραφή από την πολιτεία σχετικά με την απώλεια εδαφών μετά τον Daniel. Η αίσθηση που έχει ο κ. Τσαντήλας, ο οποίος διέτρεξε όλη την περιοχή, είναι ότι «όλες οι λοφώδεις εκτάσεις της Θεσσαλίας -και είναι πάρα πολλές- έχουν επηρεαστεί σε βαθμό που λες ότι δεν μπορούν να ξανακαλλιεργηθούν». Μεταξύ αυτών είναι και γονιμότατες περιοχές σε ό,τι αφορά την παραγωγή βασικών γεωργικών προϊόντων, όπως είναι τα σιτηρά. «Για παράδειγμα, η περιοχή από τη Λάρισα μέχρι τα Φάρσαλα, που είναι λοφώδης και είχε μεγάλη παραγωγή σκληρού σίτου, δεν ξέρουμε αν θα μπορέσει να ξανακαλλιεργηθεί» σημειώνει ο κ. Τσαντήλας.

Πλημμυρισμένες εκτάσεις στο Δέλτα του ποταμού Πηνειού στα παράλια της Λάρισας, 14 Σεπτεμβρίου 2023/Κωνσταντίνος Τσακαλίδης/SOOC

Στις επίπεδες περιοχές, που καλύφθηκαν επί μήνες με νερό ή και για παραπάνω από έναν χρόνο, όπως η περιοχή της Κάρλας, η καταστροφή ήρθε με άλλο τρόπο. «Εκεί τα εδάφη νεκρώθηκαν, χάθηκε η όποια βιοποικιλότητα υπήρχε μέσα στο έδαφος». Ο κ. Τσαντήλας μας εξηγεί: «Το έδαφος δεν είναι ένα άθροισμα απλών υλικών, είναι ένα τεράστιο βιοχημικό εργαστήριο. Σε μια χούφτα εδάφους, υπάρχουν δισεκατομμύρια μικροοργανισμοί και μεγαλοοργανισμοί. Το ¼ των οργανισμών στον πλανήτη, μεγάλων και μικρών, υπάρχει μέσα στο έδαφος, αν και δεν το βλέπουμε. Όλη αυτή, λοιπόν, η βιολογική δραστηριότητα νεκρώθηκε, καθώς οι οργανισμοί βυθισμένοι κάτω από το νερό δεν είχαν πια οξυγόνο».

«Το ζήτημα είναι ότι προκειμένου να ξαναγίνουν τα εδάφη παραγωγικά αφού αποχωρήσουν τα νερά, δεν φτάνει απλώς να ξεραθούν, πρέπει να δημιουργηθεί ξανά αυτή η εδαφική βιοποικιλότητα, οι μικροοργανισμοί, οι οποίοι δεν γίνονται από τη μία μέρα στην άλλη, θέλουν χρόνο», σημειώνει ο κ. Τσαντήλας.

Μετατόπιση ζωνών καλλιέργειας: Hot spot η Κεντρική Μακεδονία

Αν τα ακραία καιρικά φαινόμενα με τις καταστροφικές συνέπειές τους τραβούν τα φώτα της δημοσιότητας και προκαλούν την όποια αντίδραση της πολιτείας, υπάρχουν άλλες επιπτώσεις, εξίσου σοβαρές για την παραγωγή της τροφής μας, οι οποίες λανθάνουν της προσοχής.

«Η βασική επίπτωση της κλιματικής κρίσης στη γεωργία είναι ότι αλλάζουν οι ζώνες καλλιέργειας. Δηλαδή το είδος των καλλιεργειών που μπορούν να ευδοκιμήσουν σε κάθε περιοχή» τονίζει στο Alterthess η Έλενα Δανάλη, υπεύθυνη εκστρατείας της Greenpeace για τη βιώσιμη γεωργία.

Η Έλενα Δανάλη

Στην έκθεση της Greenpeace «Κλίμα και Γεωργία σε αλληλένδετη κρίση» διαβάζουμε πως ήδη είναι εμφανείς οι πρώτες επιπτώσεις αυτών των μεταβολών. Το 2024, σε αρκετές περιοχές της χώρας, οι υψηλές θερμοκρασίες της άνοιξης σε συνδυασμό με την ξηρασία επηρέασαν τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά τις ετήσιες καλλιέργειες (σιτηρά, όσπρια).

Για τις ετήσιες καλλιέργειες (π.χ. σιτηρά, κηπευτικά, όσπρια) αυτό μπορεί να σημαίνει τη σταδιακή μεταφορά των ζωνών καλλιέργειες πιο βόρεια, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε οικονομική και κοινωνική καταστροφή ολόκληρων περιοχών που τις καλλιεργούσαν για αιώνες. Για τις υφιστάμενες δενδρώδεις καλλιέργειες (ελιά, αμπέλι, πυρηνόκαρπα, μηλοειδή κλπ) ένα τέτοιο σενάριο θα ήταν επίσης καταστροφικό καθώς δεν μπορούν να μετακινηθούν. Ήδη οι πρώτες επιπτώσεις έχουν εμφανιστεί, καθώς λόγω των ήπιων χειμώνων παρατηρείται μείωση των διαφοροποιημένων οφθαλμών που μας δίνουν τα άνθη και στη συνέχεια καρπό.

Ο Χρίστος Τσαντήλας, γεωπόνος-εδαφολόγος και πρ. Διευθυντής στο Ινστιτούτο Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών του ΕΛΓΟ Δήμητρα, μας εξηγεί πιο αναλυτικά πώς η αλλαγή του κλίματος επηρεάζει τα φυτά: «Συμβαίνει το εξής: δεν έχουν όλα τα φυτά τις ίδιες θερμοκρασιακές ανάγκες, έχουν διάφορες ιδιομορφίες ως προς αυτό. Για παράδειγμα, ορισμένα φυτά προκειμένου να μπορέσουν την επόμενη περίοδο να δημιουργήσουν άνθη και στη συνέχεια καρπούς, χρειάζεται το χειμώνα να έχουν ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα με χαμηλές θερμοκρασίες, γύρω στο μηδέν ή πολλές φορές και κάτω απ’ το μηδέν. Εάν λοιπόν οι θερμοκρασίες του χειμώνα δεν είναι τόσο χαμηλές, κάτι που συμβαίνει το τελευταίο διάστημα, δεν συγκεντρώνεται ο αριθμός κρύων ημερών που χρειάζονται τα φυτά για να δημιουργήσουν άνθη και καρπούς στην επόμενη περίοδο, με αποτέλεσμα να μειώνεται αυτόματα η φυτική παραγωγή».

Ροδακινιές στην Ημαθία, Photo Credit: Αφροδίτη Μιχαηλίδου

Είναι κυρίως οι δενδρώδεις καλλιέργειες που αντιμετωπίζουν αυτό το πρόβλημα. «Για παράδειγμα, αυτό το φαινόμενο το είδαμε έντονα τα τελευταία χρόνια στην παραγωγή της ελιάς, η απόδοση της οποίας μειώθηκε λόγω του ότι οι χειμώνες ήταν θερμοί και δεν συγκεντρώνονταν οι ημέρες ψύχους που χρειάζεται η καλλιέργεια», αναφέρει ο κ. Τσαντήλας.

Η Κεντρική Μακεδονία είναι μία από τις πλέον επαπειλούμενες περιοχές στην Ελλάδα για μετατόπιση ζωνών καλλιέργειας. Στο έδαφός της καλλιεργείται το 80% των φυλλοβόλων οπωροφόρων δένδρων της χώρας, όπως ροδάκινα, νεκταρίνια, βερίκοκα, κεράσια και άλλες δενδρώδεις καλλιέργειες, οι οποίες ευδοκιμούσαν στην περιοχή λόγω του μεταβατικού της κλίματος, το οποίο εξασφάλιζε τις ημέρες ψύχους που έχουν ανάγκη αυτά τα φυτά για να καρποφορήσουν. «Με την αλλαγή του κλίματος, αυτές οι καλλιέργειες που δεν μπορούσες να καλλιεργήσεις πιο νότια γιατί δεν είχε αρκετό κρύο, πλέον δε θα ευδοκιμούν ούτε εδώ. Θερμαινόμενη η Κεντρική Μακεδονία, θα φύγουν και θα πάνε σε πιο βόρειες χώρες, θα φύγουν από την Ελλάδα», τονίζει ο Αθανάσιος Σαρόπουλος, πρόεδρος του ΓΕΩΤΕΕ Κεντρικής Μακεδονίας και υπογραμμίζει την ανάγκη ενός ολοκληρωμένου σχεδιασμού από την πολιτεία.

Ο Αθανάσιος Σαρόπουλος

Οι μεσοπρόθεσμες ή μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη γεωργία από τη σταδιακή μεταβολή των κλιματικών παραμέτρων, δεν περιορίζονται μόνο στη μετατόπιση των ζωνών καλλιέργειας.

«Επιπτώσεις υπάρχουν και στις καλλιεργητικές πρακτικές, όπως είναι η άρδευση ή η αντιμετώπιση ασθενειών, επιπτώσεις μπορεί να υπάρχουν επίσης στην ανάπτυξη των καλλιεργειών, των φυτών και στην απόδοσή τους. Σε όλα τα στάδια δηλαδή και τις εκφάνσεις της καλλιέργειας υπάρχει επίπτωση» σημειώνει η Έλενα Δανάλη.

Κάποιους ακόμη λόγους που έχουμε να ανησυχούμε επισημαίνει στο Alterthess η Κατερίνα Καραμανώλη, Καθηγήτρια Φυσιολογίας Φυτού στο ΑΠΘ. «Για παράδειγμα, πολλοί μικροοργανισμοί, φυτοπαθογόνοι και φυτοφάγα έντομα, έχουν μεγαλύτερους κύκλους ζωής μέσα στο έτος, ακριβώς επειδή οι θερμοκρασίες είναι υψηλότερες ή μπορεί να εξαπλωθούν σε μεγαλύτερες περιοχές και άρα να αποτελούν προβλήματα για την καλλιέργεια. Επίσης, μπορεί να έχουμε θέματα συγχρονισμού, δηλαδή μπορεί οι επικονιαστές και οι ανθοφορίες -που καταλαβαίνετε ότι πρέπει να ταιριάζουν- λόγω ακριβώς των συνθηκών θερμοκρασίας, υγρασίας ή άλλων συνθηκών περιβάλλοντος, να μην μπορούν να συντονιστούν. Όλα αυτά είναι ζητήματα που επηρεάζουν την αγροτική παραγωγή», τονίζει η κα Καραμανώλη.

Η Κατερίνα Καραμανώλη

Οι επιστήμονες, για άλλη μια φορά, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την εξέλιξη της κλιματικής αλλαγής. «Όταν βλέπουμε αυτή τη στιγμή μία αύξηση 1,5 ή 2°C σε κάποιες περιοχές, οι προβολές για τις επόμενες δεκαετίες είναι πολύ πιο δυσοίωνες. Μπορεί να δούμε και μια αύξηση 3 ή 4 βαθμών στη θερμοκρασία, η οποία θα είναι καταστροφική. Αν δεν πάρουμε δραστικά μέτρα γρήγορα, θα έχουμε ακόμα σημαντικότερα προβλήματα στο μέλλον» τονίζει ο Διευθυντής Ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, Κώστας Λαγουβάρδος.

Από την πλευρά της η κα Καραμανώλη σημειώνει ότι λόγω των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης εγείρονται πλέον ζητήματα διατροφικής επάρκειας.  Ένας τρόπος που μπορούμε ήδη να καταλάβουμε το πρόβλημα είναι παρατηρώντας τις αυξημένες τιμές των προϊόντων στο ράφι. «Ήδη έχουμε αντιμετωπίσει πριν από 2 χρόνια τη μεγάλη μείωση παραγωγής στη Θεσσαλία λόγω των πλημμυρών, τότε με το φαινόμενο Daniel. Την ίδια χρονιά είχαμε την ακαρπία της ελιάς και θυμόμαστε καλά την αύξηση της τιμής του ελαιολάδου εκείνη την περίοδο. Πέρυσι είχαμε μεγάλη μείωση της παραγωγή στο μέλι, ειδικά στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Αυτά είναι μερικά παραδείγματα από μειωμένη παραγωγή και άρα μειωμένη επάρκεια προϊόντων, το οποίο μπορεί στο μέλλον να είναι ακόμα μεγαλύτερο» σημειώνει η κα Καραμανώλη.

Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, η αγροτική παραγωγή στην Ελλάδα το 2023 μειώθηκε κατά 16%, αρνητική πρωτιά και με διαφορά, μεταξύ όλων των κρατών μελών της ΕΕ.

«Οι έρευνες και οι προβλέψεις δείχνουν ότι μέχρι το 2050 θα έχουμε μειωμένη παραγωγή σε βασικά προϊόντα διατροφής» συνεχίζει η Κατερίνα Καραμανώλη. «Για το καλαμπόκι αναμένεται μία μείωση της τάξης του 25%. Μειωμένη παραγωγή αναμένεται και στο ρύζι και στην πατάτα, ενώ τα σιτηρά αναμένεται να μετακινηθούν βορειότερα, άρα θα έχουμε κατά τόπους περιορισμό της παραγωγής και ενδεχομένως διατροφική ανεπάρκεια σε συγκεκριμένους πληθυσμούς» σημειώνει.

Ελαιώνες στη Χαλκιδική

Η επιστήμη διαθέτει πλέον άφθονα δεδομένα ώστε να παρακολουθεί και να αναλύει τις κλιματικές μεταβολές. Το μεγάλο στοίχημα, όπως επισημαίνει ο κ. Λαγουβάρδος, είναι «να αξιοποιήσουμε σωστά τα δεδομένα, ώστε να πάρουμε τα σωστά συμπεράσματα και τις σωστές αποφάσεις».

«Η κλιματική κρίση θέτει σε κίνδυνο την ικανότητά μας και τη δυνατότητά μας να θρέφουμε τους εαυτούς μας. Ταυτόχρονα, πλήττει τον παραγωγικό ιστό της χώρας, που έχει, βέβαια, άμεσα συνέπειες στον κοινωνικό ιστό» σημειώνει η Έλενα Δανάλη.

Από την πλευρά του ο Χρίστος Τσαντήλας τονίζει: «Η κλιματική αλλαγή επηρεάζει την καρδιά των αναγκών του ανθρώπου. Την τροφή του. Και αν φτάσουμε σε αυτή την κατάσταση, τα προβλήματα πια θα είναι ανεξέλεγκτα».

Δείτε τη συνέχεια της έρευνας: Η κλιματική κρίση στο πεδίο-Oι καλλιεργητές διαβάζουν τα σημάδια εδώ και χρόνια

Η έρευνα «Ήταν στραβό το κλίμα…» πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ-Παράρτημα Ελλάδας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Η κλιματική κρίση στο πεδίο-Oι καλλιεργητές διαβάζουν τα σημάδια εδώ και χρόνια

Ήταν στραβό το κλίμα…