Terry Eagleton, Το νόημα της ζωής (μτφρ.: Ανδρέας Ανδρεάδης), Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 2015, σσ.: 165
Αφορμή για την επιλογή του σημερινού βιβλίου μου έδωσε το σημείωμα «Οι φιλόσοφοι και ο θάνατος», που έγραψε ο Χρήστος Λάσκος εδώ την περασμένη εβδομάδα. Έκλεινε εκείνο το σημείωμα με μια ιστορία του Διογένη του Λαέρτιου για τον Σωκράτη, ο οποίος έλεγε πως «δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα στον θάνατο και στη ζωή. “Τότε κι εσύ”, του είπε κάποιος, “γιατί δεν πεθαίνεις;. “Διότι”, είπε, “δεν υπάρχει διαφορά”».
Είναι ίδιο το νόημα της ζωής και του θανάτου, όπως φαίνεται να υπαινίσσεται αυτό το «δεν υπάρχει διαφορά»; Ο Ήγκλετον γράφει ορισμένα πράγματα γι’ αυτό, ξαναθυμίζοντάς μας σε τι χρησιμεύει η φιλοσοφία – αλλά και μέχρι πού φτάνουν τα όριά της.
Πριν δούμε τι γράφει ο Ήγκλετον και γιατί αυτό μας αφορά, να πω καταρχάς ότι το βιβλίο έχει δυο αρετές. Η πρώτη είναι η προσιτότητα: οι συζητήσεις για τα σοβαρά της ζωής και του θανάτου δεν είναι υποχρεωτικό να γίνονται με τρόπο που να καταλαβαίνουν μόνο οι επαγγελματίες φιλόσοφοι. Μετράει εδώ και ότι πρόκειται για βιβλιαράκι από τη σειρά των «μικρών» εισαγωγικών που εκδίδει το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, με το γενικό σκεπτικό «ένα σημαντικό θέμα, λίγες σελίδες, για πολλούς, αλλά σε βάθος».
Η δεύτερη αρετή του είναι η εντιμότητά του: δεν έχουμε μια προαποφασισμένη θέση, που μένει απλά υποστηρίζεται με επιχειρήματα που αποκαλύπτουν τις αδυναμίες των αντίπαλων επιχειρημάτων. Έχουμε μια συζήτηση που ξεκινάει από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη και τους Στωικούς, περνά από τον Σπινόζα, τον Σοπενάουερ και τον Νίτσε, στον Βίτγκενστάιν, τον Φρόιντ και τον Χάιντεγκερ (αλλά και τον Σαίξπηρ και τον Μπέκετ), για να καταλήξει στη μεταμοντέρνα φιλοσοφία και την κριτική της: κάθε «σταθμός» αυτής της διαδρομής υποβάλλεται σε δύσκολα ερωτήματα, και ο Ήγκλετον προβάλλει πρώτα τα πλεονεκτήματα και ύστερα τα όρια των ισχυρισμών του. Το να πυροβολεί κανείς μια άποψη-πτώμα δεν κάνει τη σκέψη κανενός βαθύτερη.
Ας μπούμε όμως στην ουσία: οι άνθρωποι ξεχωρίζουν από τα άλλα όντα διότι–ο Χάιντεγκερ το ισχυρίστηκε– αναρωτιούνται για το νόημα της ζωής, με την επίγνωση ότι κάποτε θα πεθάνουν. Αναρωτιούνταν πάντα, λέει ο Ήγκλετον. Εντονότερα, όμως, αναρωτιούνταν απ’ όταν άρχισαν να απομακρύνονται από τη βεβαιότητα για το νόημα της ζωής που εξασφάλιζε η πίστη στο Θεό: ο κατασκευαστής του κόσμου ήταν και κατασκευαστής του νοήματος.
Προσοχή: ο Ήγκλετον δεν συμφωνεί ότι μόνος τρόπος να ξαναβρούμε το νόημα της ζωής είναι να ξαναβρούμε το Θεό. Λέει μάλιστα ότι οι μηδενιστές (αυτοί για τους οποίους «δεν έχει κανένα νόημα») μοιάζουν με αντεστραμμένα είδωλα των φανατικών πιστών: απογοητευμένοι που δεν βρήκαν το νόημα εγγενές στα πράγματα, όπως το περίμεναν, εξεγείρονται ενάντια στις αιτίες της απογοήτευσής τους.
Το ερώτημα για το νόημα της ζωής χρωματίζεται, υποστηρίζει ο Ήγκλετον, από το εκάστοτε ιστορικό πλαίσιο. Ό,τι λέμε «μοντερνισμό» άκμασε σε χρόνια πολέμου, πείνας, θανάτου –δηλαδή ένδειας–, σε χρόνια δηλαδή που η ζωή ήταν φτηνή: τι νόημα είχε να ζεις σε τέτοιες εποχές; Μετά τις μεγάλες καταστροφές του εικοστού αιώνα –τους δύο μεγάλους πολέμους, τον ναζισμό και τον σταλινισμό–, όσοι στράφηκαν στη θρησκεία, τον πολιτισμό ή τον έρωτα –όσοι έψαξαν δηλαδή καταφύγιο στην ιδιωτική σφαίρα–, είδαν την πολιτική και την οικονομία –τη δημόσια σφαίρα– να επεκτείνεται απειλητικά προς την πλευρά του ιδιωτικού, και ταυτόχρονα το ιδιωτικό να μην μπορεί να αποκαταστήσει επαρκώς το νόημα στην «ποσότητα» ή την ποιότητα που οι άνθρωποι προσδοκούσαν.
Αν ο μοντερνισμός έψαξε εναγωνίως το νόημα, η σκέψη που κυριαρχεί σήμερα, η μεταμοντέρνα σκέψη, απεχθάνεται τα «κρυμμένα» νοήματα: η αναζήτηση «νοήματος», δηλαδή «ουσίας», είναι ύποπτη για «ουσιοκρατία»: εκεί που τρομάξαμε να σκοτώσουμε το θεό, η ουσιοκρατία απειλεί να μας τον ξαναεπιβάλει. Ακολουθώντας τον Νίτσε, ο μεταμοντερνισμός θεωρεί πως η γλώσσα δημιουργεί ουσιαστικά (ονόματα) που αντιστοιχούν σε υποστάσεις αμφισβητούμενης ύπαρξης: όπως δεν υπάρχει ο θεός, μολονότι υπάρχει ουσιαστικό που να τον ονομάζει, έτσι είναι και αμφίβολο αν υπάρχει γενικώς η «ζωή», το «νόημα», η «ανθρώπινη κατάσταση». Αυτό που πιθανότατα υπάρχει για τον μεταμοντερνισμό είναι «ζωές», οι «σημασίες» τους και η «κουλτούρα» που «κατασκευάζει» τις σημασίες αυτές: είναι τόσα τα νοήματα, οι σημασίες, που μπορούν να κατασκευαστούν, που το θέμα για τον μεταμοντερνισμό είναι κυρίως πώς ρωτάμε: οι απαντήσεις (και για το νόημα της ζωής) δεν έχουν τόση σημασία – αντίθετα, περιορίζουν την ελευθερία μας.
Ο Ήγκλετον δείχνει ότι, από αυτή τη σκοπιά, ο μεταμοντερνισμός συνορεύει με τον προτεσταντισμό: αφού η σωτηρία δεν προσδιορίζεται από τη θεία χάρη, την ερμηνεία της οποίας κατέχουν μόνο οι ιερείς (αυτά τα λένε οι Καθολικοί), το κλειδί της σωτηρίας για τον προτεσταντισμό είναι στα χέρια του ανθρώπου – αυτός πρέπει να γράψει την ιστορία τη ζωή του, σε έναν κόσμο απροσδιοριστίας, με το να βελτιώνεται διαρκώς. Αυτός κατασκευάζει το νόημα. Ο Ήγκλετον διαφωνεί:
Θα πρέπει λοιπόν το προτεσταντικό πνεύμα που ψηλαφεί φοβισμένο στα σκοτάδια να είναι πηγή ανησυχίας για όσους πιστεύουν ότι η ζωή είναι ό,τι αποφασίσεις εσύ; Και ναι και όχι. Όχι, από την άποψη ότι το να δίνεις εσύ στη ζωή σου νόημα, αντί να περιμένεις ένα προκαταβολικά δεδομένο νόημα, είναι μια ιδέα απολύτως εύλογη. Ναι στο μέτρο που – θα πρέπει να—αποτελεί σοβαρή προειδοποίηση ότι το να διαμορφώνεις το νόημα της ζωής σου δεν σημαίνει να του δίνεις ό,τι μορφή γουστάρεις. Δεν σημαίνει ότι εξαιρείσαι από την υποχρέωση να δικαιολογήσεις στο δικαστήριο της κοινής γνώμης αυτό που δίνει νόημα στη ζωή σου. Δεν μπορείς να λες «Προσωπικά αυτό που θεωρώ ότι δίνει νόημα στη ζωή μου είναι να πνίγω τυφλοπόντικες», και να τη βγάζεις καθαρή (σ. 122).
Συνοψίζουμε: το ερώτημα για το νόημα τίθεται και απαντιέται εντός ιστορικού πλαισίου, τίθεται και απαντιέται κοινωνικά – δεν απαντάμε ό,τι έρθει στον καθένα μας. Η απάντηση δε στο ερώτημα μπορεί να μην είναι οριστική: αυτό δείχνουν οι συνεχείς αναβολές στο «Περιμένοντας τον Γκοντό» , του Σάμιουελ Μπέκετ. Ο Μπέκετ, λέει ο Ήγκλετον, μας κάνει φτωχότερους, γιατί μας έχει διαρκώς στο περίμενε μιας άφιξης (ή μιας απάντησης στο «τι νόημα έχει;») που διαρκώς αναβάλλεται: γιατί όμως να θέλουμε το νόημα αυτής της προσμονής να είναι τελεσίδικο; Είναι το νόημα ή ο σκοπός το τέλος – με όλες τις σημασίες; Κυρίως: γιατί περιμένουμε ότι η απάντηση στο «τι νόημα έχει» είναι η λύση σε ένα πρόβλημα ή κάποιο μυστήριο, που κατέχει μια ελίτ σοφών; Οι άνθρωποι μπορούν να ζουν και χωρίς να κατέχουν ένα τέτοιο μυστήριο.
Αν η ζωή έχει ένα νόημα –καταλήγει ο Ήγκλετον– σίγουρα δεν είναι κάτι το θεωρητικό. Το νόημα της ζωής δεν είναι τόσο μια πρόταση, όσο μια πρακτική. Δεν είναι μια εσωτεριστική αλήθεια, αλλά μια συγκεκριμένη μορφή ζωής. Ως εκ τούτου, μπορεί να μαθευτεί μόνο μέσα από το ίδιο το ζην. Ίσως αυτό είχε κατά νου ο Βιτγκενστάιν όταν παρατηρούσε στο Tractatus: «Νιώθουμε πως ακόμα κι αν απαντηθούν όλα τα πιθανά επιστημονικά ερωτήματα, δεν θα έχουμε ακόμα αγγίξει τα προβλήματα της ζωής […]»… Το νόημα της ζωής δεν είναι η λύση σε κάποιο πρόβλημα, αλλά θέμα συγκεκριμένου τρόπου ζωής. Δεν είναι μεταφυσικό αλλά ηθικό. Δεν είναι κάτι το ξέχωρο από τη ζωή, αλλά αυτό που την κάνει άξια να τη ζεις – δηλαδή μια ορισμένη ποιότητα, βάθος, πλούτος και ένταση της ζωής» (σ. 148-151).
Ο Ήγκλετον δεν είναι φιλόσοφος που του αρέσουν μόνο οι ερωτήσεις ή οι υπεκφυγές. Το δρομολόγιο που ξεκίνησε έχει προορισμό: η απάντηση στο «ποιο είναι το νόημα της ζωής;» είναι η αγάπη – όχι ως «χαζοχαρούμενη ικανοποίηση» (σ. 152), αλλά ως κατάσταση όπου «η ευδοκίμηση του κάθε ατόμου προκύπτει μέσα από την ευδοκίμηση των άλλων». Αυτή η κατάσταση, αυτή η ηθική πρακτική, που για τον Ήγκλετον απαντά στο «τι νόημα έχει να ζεις;», είναι ριζικά διαφορετική το θάνατο. Να αγαπάς και να αγαπιέσαι είναι υπόθεση μόνο των ζωντανών.