Στο βιβλίο της «Ευχαριστώ γι’ αυτή τη στιγμή» η Βαλερύ Τριερβελέρ αποδίδει στον Φρανσουά Ολάντ μια έκφραση για να χαρακτηρίσει τους φτωχούς : «οι ξεδοντιάρηδες» ή «φαφούτηδες». Είναι η λέξη που καταδεικνύει τον υποτιμητικό τρόπο και την απαξία με την οποία βλέπει ένας άνθρωπος της εξουσίας τους φτωχούς. Δεν το λέει φυσικά δημόσια, διότι ακόμη και οι φαφούτηδες ψηφίζουν, οπότε αυτό που δεν λέει αλλά σκέφτεται ο ντεμέκ σοσιαλιστής πρόεδρος συγκρούεται με την «αδυναμία» των φαφούτηδων να ψηφίζουν όπως σκέφτονται. Ο τρόπος που βλέπει κανείς τον κόσμο συνολικά, υπαγορεύει συνήθως, τον τρόπο με τον οποίο πολιτεύεται καθίσταται δηλαδή ενεργό μέλος της κοινωνίας.
Υπάρχει και ένα άλλο περιστατικό που καταγράφεται στο βιβλίο και επιβεβαιώνει τα πιο πάνω. Ένας γάλλος πολίτης με αναπηρία διέσχισε κολυμπώντας την Μάγχη, κατόρθωμα, που τον κατέστησε καλεσμένο στο προεδρικό μέγαρο στα Ηλύσια. Ο ίδιος ο Ολάντ όμως, όπως γράφει η πάλαι ποτέ σύντροφός του, δεν πήγε να τον συναντήσει, διότι όπως της είπε δεν έβρισκε τίποτα ενδιαφέρον σε έναν άνθρωπο που επεδείκνυε το πρόβλημά του για να κερδίσει απλώς χρήματα και δημοσιότητα. Εν ολίγοις, για τον Ολάντ, ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν άλλο από ένα ιδιοτελές τσίρκο δυστυχίας. Ο ανάπηρος, κλήθηκε να σχολιάσει την στάση του προέδρου και, με την σειρά του, δήλωσε ότι ο πρόεδρος μπορεί να πιστεύει ότι θέλει, ότι αυτός δεν διεκδικεί τίποτα περισσότερο από το επίδομα 800 ευρώ που παίρνει από το κράτος, τα οποία μάλιστα του φτάνουν, δεν θέλει περισσότερα και, τέλος, πως όταν ολοκλήρωσε με επιτυχία τον κολυμβητικό του άθλο ένοιωσε τέτοια και τόση χαρά που δεν μπορεί να το περιγράψει με λόγια.
Τις τελευταίες δυό μέρες μια άλλη είδηση κοσμεί τον κόσμο της ειδησεογραφίας. Σύμφωνα με αυτήν η χώρα μας κατακτά το χάλκινο μετάλλιο στο παγκόσμιο πρωτάθλημα δυστυχίας, πίσω από την Βενεζουέλα και την Νότια Αφρική. Ο δείκτης δυστυχίας, είναι μια εντυπωσιακή λεκτική ταυτότητα με την οποία, ο πανεπιστημιακός Άρθουρ Οκούν, έντυσε την αδυναμία του να εξηγήσει με απλά λόγια τις αιτίες και τα αποτελέσματα της ανεργίας και του πληθωρισμού σε μια σύγχρονη οικονομία. Θυμίζω ότι τέτοιες μπαρούφες σκάνε συχνά στην επιστημονικοφανή αγορά ιδεών, όπως πριν καμιά δεκαετία, τα φάσιον βίκτιμς αυτού του είδους, ριγούσαν στην ανάλυση της «μνήμης του νερού». Με κάτι τέτοια, κυρίως οι νεοφιλελεύθεροι και τα όργανά τους, σαν το δίκτυο Μπλούμπεργκ, παθαίνουν ανατριχίλα τρώγοντας κοκ μεσιέ των 100 δολαρίων και πίνοντας περνό, ενόσω καθησυχάζουν την πλήξη τους με τρία χαπάκια πρόζακ την ώρα, κατά το κοινώς λεγόμενο μπουκώνουν στα αντικαταθλιπτικά και καταλήγουν, αυτοβούλως, τουλάχιστον διαβητικοί. Παρά ταύτα, στα βαφτίσια, είναι σαΐνια οι τύποι. Έτσι και με τον περίφημο δείκτη δυστυχίας, πετυχήμενο και ξακουστό σαν τους πολλαπλασιαστές του ΔΝΤ.
Πρόκειται για την ίδια θέαση που έχει ο Ολάντ για τους φτωχούς. Μια διεθνής κάστα ανθρώπων θεωρούν ότι Έλληνες και Νοτιοαφρικάνοι, κάτοικοι της Βενεζουέλας αλλά και της Ισπανίας και της Κροατίας, της Ιρλανδίας και της Βραζιλίας ακόμη και της Φινλανδίας είναι άτυχοι, κακορίζικοι και φουκαράδες ενώ ο συντάκτης της λίστας είναι όλβιος και τάλας ένας παρατηρητής από την Χώρα των Μακάρων. Ο «ευτυχής» αυτός συντάκτης δεν γίνεται φυσικά μάχιμος αλτρουιστής για να σώσει τους φαφούτηδες του κόσμου παρά στην δυστυχία τους διαβάζει την ευτυχία του.
Οι άνθρωποι αυτοί που αρέσκονται σε κενολόγες διαπιστώσεις πάσχουν από το σύνδρομο που καλείται «η φοβία του Σαιν Ζύστ». Η φοβία αυτή κρατάει από την 13η του Βαντόζ του έτους 2, όταν στην δεύτερη εισήγησή του στην Συντακτική Συνέλευση ο αποκληθείς, από τους Μπλούμπεργκ του καιρού του, «άγγελος του θανάτου», διακήρυττε «…ας μάθει η Ευρώπη ότι (η γαλλική επανάσταση)… σκορπά παντού την αγάπη για τις αρετές και την ευτυχία. Η ευτυχία είναι μια νέα ιδέα για την Ευρώπη».
Ήταν η εποχή, που οι φαφούτηδες της εποχής καλούνταν Αβράκωτοι και οι Ολάντ της εποχής, όχι μόνο τους έτρεμαν αλλά, στραβομουτσούνιαζαν αριστοκρατικά με το θράσος όσων έβγαιναν από τους υπονόμους της ιστορίας και μιλούσαν για κάτι που δεν είχαν σκεφτεί οι ίδιοι. Τα σημερινά μασελοφόρα καλόπαιδα των οικονομικών σχολών, αλαφροκόκκαλοι λιμοκοντόροι, δεν έχουν χαρεί ούτε μια μέρα της ζωής τους. Όσα πολυτελή αυτοκίνητα και να αποκτήσουν, όσες βίλες και να χτίσουν, όσους μπάτλερ και να αποκτήσουν, όσο εκκεντρικά και να τους μαγειρέψουν τα φαγητά τους, το κάνουν για να τους βλέπουν οι όμοιοί τους και, το πολύ, να ζηλέψουν τις εξαλλοσύνες τους. Δεν μπορούν να χαρούν ούτε μια φέτα ψωμί, ούτε ένα σφηνάκι μέτριο τσίπουρο όπως το χαίρονται οι φτωχοί φαφούτηδες της οικουμένης στα λασπόσπιτά τους. Και γι αυτό έχουν βαλθεί να τους πείσουν ότι είναι δυστυχείς, ότι μέτρο της ευτυχίας είναι τα ξεφτιλίκια τους. Είναι οι συναισθηματικά ανάπηροι που κομπάζουν για τις αδυναμίες τους και λοιδορούν ακόμη και τις μικροχαρές των άλλων. Μην μασάτε τα μάταια και επιμελώς φωταγωγημένα τους λεξιλόγια. Οι ίδιοι δεν άλλο από κατσίκες που μασάνε νάιλον σακούλες. Και μην ξεχνάτε την αειθαλή υπόμνηση του ποιητή Μανώλη Αναγνωστάκη: «Και προπαντός μην ξεπέσεις ποτέ στο αχ εμείς οι καημένοι. Δεν απέχει παρά ένα βήμα να το σκεφτούν οι άλλοι για σένα».
* Ο δημοσιογράφος του ρ/σ “Στο Κόκκινο 93,4” Απόστολος Λυκεσάς αρθρογραφεί καθημερινά στο alterthess.gr. Ακούστε ζωντανά στο “Κόκκινο 93,4” την εκπομπή “Ορθά- Κοφτά” με τον Απόστολο Λυκεσά Δευτέρα- Παρασκευή 11:00- 12:00.