Γ. Βαρουφάκης -Χ. Γολέμης -Στ. Κουβελάκης, Η επικίνδυνη παρακμή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, meta -Κέντρο Μετακαπιταλιστικού Πολιτισμού, Εκδόσεις Τόπος 2024, σελ. 86
Τη λιτότητα θα τη διώξει η λιτότητα
Ζακ Ντελόρ
Οι εξελίξεις του τελευταίου διμήνου είναι πολύ αποκαλυπτικές για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Εκτός από την προφανή ασημαντότητά της, ως παγκόσμιου γεωπολιτικού και οικονομικού παίκτη, αναδεικνύεται, όλο και περισσότερο και η επικινδυνότητά της.
Η επιλογή του θηριώδους προγράμματος πολεμικών δαπανών, σε βάρος των, έστω ελάχιστων, επενδύσεων για την πράσινη μετάβαση και, ακόμη περισσότερο, σε βάρος των απισχνασμένων, μετά από 40 χρόνια νεοφιλελεύθερης πολιτικής, κοινωνικών δαπανών είναι απολύτως συμβατή με τη φύση του ευρωενωσιακού εγχειρήματος.
Η Ούρσουλα ανακοίνωσε πως εκπονείται ένα πρόγραμμα 800 δισεκατομμυρίων ευρώ, το οποίο, μάλιστα, θα ακολουθείται από ρήτρα διαφυγής, που σημαίνει ότι οι πολεμικές δαπάνες -ή οι υπερβάλλουσες, σε σχέση με τις σημερινές- θα εξαιρούνται από τους δημοσιονομικούς περιορισμούς.
Όταν το ακούς από την Ελλάδα αυτό το νέο δεν μπορεί παρά να εξοργίζεσαι. Μας κατέστρεψαν για τρεις γενιές, φορτώνοντάς μας τις αμαρτίες των δικών τους τραπεζών, και τώρα είναι απολύτως πρόθυμοι να κάνουν αυτό που μας αρνήθηκαν με τα μνημόνια.
Το εξοπλιστικό εγχείρημα προβάλλεται ως ένα αναγκαίο βήμα ανεξαρτητοποίησης της ΕΕ από τις ΗΠΑ. Η βαρύτητα αυτής της παπαρδέλας γίνεται αμέσως φανερή, όμως, δεδομένου ότι, για πολύ καιρό ακόμη, αύξηση των εξοπλισμών σημαίνει ακόμη μεγαλύτερες αγορές όπλων από τις ΗΠΑ. Άλλωστε, η ταχύτητα με την οποία κινήθηκε η ΕΕ στην κατεύθυνση αυτή είναι άμεση απόκριση στην εντολή Τραμπ.
Η ΕΕ έχει αποδειχτεί, μέχρι σήμερα, στις περισσότερες περιστάσεις, νάνος σε διεθνή κλίμακα, ένας νάνος, όμως, ο οποίος αποδεικνύεται ιδιαίτερα αποτελεσματικός στο να κανιβαλίζει τους αδύναμους στο εσωτερικό της -και όχι μόνο. Η ύπαρξή της υπήρξε η πλήρης υλοποίηση τους ονείρου του Χάγεκ, για μια εντελώς απρόσβλητη στην κοινωνική πίεση πολιτικοοικονομική οντότητα.
Ένας θεσμικός ζουρλομανδύας, που δεν επιτρέπει πολιτικές προστασίας της εργατικής τάξης -πόσο μάλλον αναδιανομής υπέρ της. Φτιαγμένος στα μέτρα του κεφαλαίου και των πλουσίων με τρόπο -με όρους απόλυτης αυθαιρεσίας, χωρίς καμιά δέσμευση σε στοιχειώδεις κανόνες κράτους δικαίου- που μόνον σε ολοκληρωτικά έχει παρατηρηθεί.
Το μικρό βιβλίο, που σχολιάζω σήμερα, φτιάχτηκε ως ένα εργαλείο πολιτικής παρέμβασης. Περιλαμβάνει τις εισηγήσεις από μια ημερίδα, που οργανώθηκε από το Κέντρο Μετακαπιταλιστικού Πολιτισμού μερικούς μήνες πριν από τις ευρωπαϊκές εκλογές του 2024. Πρόκειται για τις τοποθετήσεις τριών από τους πιο έγκυρους γνώστες των σχετικών ζητημάτων. Συνιστά δε μια εξαιρετική παρέμβαση.
Ο Γιάνης Βαρουφάκης εξιστορεί με σύντομο, εύληπτο, αλλά πλήρη, τρόπο την εξέλιξη της ευρωπαϊκής ενοποίησης, από τις απαρχές μέχρι και σήμερα. Επιμένει ιδιαίτερα σε τρία πραγματικά σημεία καμπής.
Το πρώτο είναι η κατάρρευση του Μπρέτον Γουντς το 1971, με πρωτοβουλία των ΗΠΑ του Νίξον, όταν διαλύθηκε το σύστημα σταθερών ισοτιμιών, που ίσχυε μεταπολεμικά. Η νομισματική αναταραχή, η συνολική αναδιάταξη της οικονομικής πολιτικής που επέφερε βρίσκονται στο επίκεντρο της εξήγησης για τις μελλοντικές εξελίξεις. Ο Βαρουφάκης έχει αναλύσει την «στιγμή 1971» και τα επακόλουθά της με αναλυτικό τρόπο στον Παγκόσμιο Μινώταυρο (Λιβάνης, 2012), όπου δείχνει πόσο καθοριστική υπήρξε για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας και πολιτικής στον επόμενο μισό αιώνα.
Το δεύτερο σημείο είναι η πλήρης ανατροπή της αριστερής κεϋνσιανής πολιτικής της κυβέρνησης Μιτεράν το 1983, με πρωταγωνιστή τον Ντελόρ, όταν κρίθηκε πως δεν υπήρχε, μπροστά στην τεράστια απειλή των χρηματαγορών, άλλος τρόπος αντίδρασης παρά μόνο η προώθηση της νομισματικής ενοποίησης της ΕΟΚ. Με δεδομένη, βέβαια, την αναγκαία επιλογή της λιτότητας, της διαρκούς «εσωτερικής υποτίμησης», της χρησιμοποίησης, δηλαδή, ως ανεξάρτητης μεταβλητής των εργατικών μισθών για την επίτευξη των οικονομικών στόχων. «Τη λιτότητα θα την έδιωχνε η λιτότητα». Μάλλον, όμως, της άρεσε κι είπε να τη διατηρήσει. Η επίθεση στην εργατική τάξη έγινε μονόδρομος για όλους του μετόχους στο «όραμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης».
Το τρίτο σημείο αφορά την αντίδραση της ΕΕ, υπό την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία της Γερμανίας της Μέρκελ, στην παγκόσμια κρίση του 2008. Όταν ολόκληρο το βάρος της το επωμίστηκαν οι κατώτερες τάξεις και περιοχές, απαλλάσσοντας δραστικά τους ήδη ευνοημένους και υποκύπτοντας σε μια πρωτοφανή, ακόμη και με τους συνήθεις νεοφιλελεύθερους όρους, εργοδοτική δικτατορία σε ηπειρωτική κλίμακα. Η κοινωνική πλειοψηφία στην Ελλάδα υπήρξε το πιο κατασπαραγμένο θύμα -δείχνοντας το μέλλον και στους υπόλοιπους.
Ένα ειδικό σημείο, με μεγάλο ενδιαφέρον, είναι η ανάλυση του Βαρουφάκη σχετικά με τις τρεις στρατηγικές επιλογές, που συγκρούστηκαν στη Γερμανία, αναφορικά με την αντιμετώπιση της κρίσης στην Ευρωζώνη -του Σόιμπλε και της Bundesbank, της Μέρκελ και του Mittelstand -του μεσαίου βιομηχανικού κεφαλαίου- και εκείνο της Deutsche Bank. Καθώς και την επίδραση, που είχε στις μετέπειτα εξελίξεις.
Η ΕΕ, ως σοβαρό πρόταγμα σε πλανητικό επίπεδο, είναι τελειωμένη. Η Γερμανία αγκομαχάει και υποχωρεί σε όλα τα διαχρονικά δυνατά της σημεία, η Ενιαία Αγορά αποδομείται ταχέως, οι επενδύσεις καταρρέουν. Το μόνο που μένει είναι ο παρανοϊκός νεοφιλελευθερισμός. Η ρήξη με την ΕΕ γίνεται στρατηγική αναγκαιότητα για την ευρωπαϊκή εργατική τάξη.
Η εισήγηση του Χάρη Γολέμη είναι, επίσης, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Η επιλογή των σημείων που θεωρεί κρίσιμα, ιδίως ο πόλεμος στην Ουκρανία και η, απολύτως συνδεδεμένη με την αγριανθρωπική απέναντι στους φτωχούς και τους πρόσφυγες ευρωενωσιακή πολιτική, εκτόξευση της Ακροδεξιάς και του νεοφασισμού αποκτούν από μια σημερινή οπτική, σχεδόν προφητική σημασία.
Ιδιαίτερη αξία έχει, ακόμη, η παρατήρησή του για την προϊούσα σύγκλιση μεταξύ της παραδοσιακής Δεξιάς -και του ακραίου Κέντρου, θα έλεγα εγώ- και της Ακροδεξιάς, η οποία διαμορφώνει μια πολύ επικίνδυνη συνθήκη.
«Εδώ το περισσότερο ανησυχητικό είναι ότι, παρά τους κατά καιρούς ανταγωνισμούς και τις εντάσεις, διαμορφώνεται σταδιακά αλλά σταθερά ένα κλίμα «ιστορικού συμβιβασμού» μεταξύ των δυνάμεων της ακροδεξιάς και της παραδοσιακής συντηρητικής δεξιάς, υπό την ιδεολογική ηγεμονία της πρώτης, κυρίως λόγω της κοινής τους θέσης για την ύπαρξη μιας καπιταλιστικής «Ευρώπης -φρούριο»» (σελ. 50). Την ίδια στιγμή, τα ακραία φιλοπόλεμα γεράκια των Πράσινων και οι πάντα πρόθυμοι να συμβάλλουν στις συναινετικές (!) λύσεις Σοσιαλδημοκράτες δίνουν ένα συντριπτικό εύρος στις αντιδραστικές πολιτικές, αφήνοντας μόνη την ριζοσπαστική Αριστερά να υπερασπίζεται όχι μόνο μια, πλήρως μετριοπαθή, φιλεργατική πολιτική, αλλά και το ίδιο το όσο «κράτος δικαίου» έχει απομείνει.
Η Μελόνι το έχει θέσει με τον πιο σαφή και ακριβή τρόπο:
“Το αποτέλεσμα της γαλλικής κάλπης δείχνει ότι έχουν ξεπεραστεί τα φράγματα ανάμεσα στις δυνάμεις, που τάσσονται κατά της Αριστεράς”. Η Αριστερά είναι το θέμα, ακόμη κι αν βρίσκεται σε μια από τις χειρότερες καταστάσεις της ιστορίας της.
Ο Γολέμης, επιπλέον, προσφέρει μια προγραμματική πρόταση για την «εσωτερική» πολιτική παρέμβαση, η οποία είναι σε πλήρη συμφωνία με αυτή των άλλων δύο εισηγητών και πολύ παραγωγική, κατά τη γνώμη μου. Επισημαίνει, δε, ορθά ότι θα πρέπει όλες οι προτάσεις σε εθνικό επίπεδο να είναι άρρηκτα δεμένες με ριζοσπαστικές πολιτικές που μπορούν να εφαρμοστούν σε ηπειρωτική κλίμακα.
Ο Στάθης Κουβελάκης δίνει μεγάλο βάρος στην εισήγησή του στην ολοκληρωτική μετάλλαξη του κράτους στο πλαίσιο της ΕΕ. Υποστηρίζει πως η έννοια της αυταρχικού κρατισμού, την οποία εισήγαγε ο Πουλαντζάς από τη δεκαετία του ’70 ήδη, είναι εξαιρετικά ακριβής, για να κατανοήσουμε τις σημερινές εξελίξεις στο πεδίο του κράτους.
«Δεν πρόκειται απλώς για στροφή προς μια πιο αυταρχική, κατασταλτική και αντιλαϊκή πολιτική, αλλά για δομική μετάλλαξη που εγγράφει την αλλαγή των συσχετισμών προς όφελος των κυρίαρχων τάξεων στην ίδια τη μορφή του κράτους, τροποποιώντας δηλαδή την υλική του υπόσταση, δηλαδή τη σχέση των μηχανισμών και θεσμών που το συγκροτούν». Η απόλυτη αυτονομία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, μεταξύ πάρα πολλών άλλων, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της κρατικής μετάλλαξης. Σε εθνικό επίπεδο, «[ό]ταν ακόμη και η στατιστική υπηρεσία έχει ξεφύγει από τον έλεγχο του ελληνικού κράτους, όταν έχουν ιδιωτικοποιηθεί περίπου τα πάντα, όταν η εναπομείνασα δημόσια περιουσία έχει περάσει στη δικαιοδοσία μιας επίσης εντελώς ανεξέλεγκτης αρχής, καρμπόν αυτής που εκποίησε την περιουσία της Ανατολικής Γερμανίας, τότε είναι νομίζω προφανές ότι έχουμε [ένα άλλο κράτος]» (σελ. 80).
Ο Κουβελάκης αναλύει, επίσης, την καθοριστική συμβολή του σοσιαλδημοκράτη Ντελόρ στην διαμόρφωση του ευρωενωσιακού εφιάλτη. Η στροφή του ’83 στη Γαλλία έπαιξε έναν αντίστοιχο, τηρουμένων των αναλογιών, ρόλο με αυτόν του 2015 στην Ελλάδα με την προσχώρηση του Τσίπρα στην ΤΙΝΑ. Αργότερα, είναι ο Ντελόρ, ως πρόεδρος της Κομισιόν, που θα εισαγάγει την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (1986), που καθιερώνει την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά, με τις «τέσσερις ελευθερίες» -κίνησης εμπορευμάτων, κεφαλαίων, υπηρεσιών και ανθρώπων. Όπως ο ίδιος θα δηλώσει το 1993, «[α]υτό που έκανα […] ήταν να επιδιώξω μια μίνιμουμ συναίνεση από τις κυβερνήσεις που απέρριπταν τα πάντα εκτός από την ιδέα μια μεγάλης αγοράς και να επιτύχω την ενθουσιώδη συναίνεση των βιομηχάνων […] Οι επικεφαλής του European Round Table of Industrialists (ένωση 45 ευρωπαϊκών βιομηχανικών κολοσσών) υπήρξαν οι πρωτοπόροι υποστηρικτές του σχεδίου μου» (σελ. 63).
Ακολούθησε το Μάαστριχτ, που αποτελεί έκτοτε το πραγματικό Σύνταγμα του πυρήνα της ΕΕ, χωρίς να υπάρξει καμιά συντακτική διαδικασία -με μόνη τη συμπαιγνία των καπιταλιστικών τάξεων και των κυρίαρχων ελίτ. Ο Χαγεκιανός ζουρλομανδύας είχε εγκατασταθεί χωρίς δυνατότητα αναίρεσης, μια και απαιτείται γι’ αυτό ομοφωνία! Η δε ΕΚΤ έχει εξελιχθεί ως το απόλυτο όπλο στη διάθεση του κεφαλαίου.
Ο Κουβελάκης αξιοποιεί δημιουργικά το ελληνικό παράδειγμα για να βγάλει ευρύτερα συμπεράσματα. Το συνδέει με τη γενικευμένη εμπειρία των ευρωπαϊκών δημοψηφισμάτων, στα οποία, με συντριπτικά ποσοστά, οι εργατικές τάξεις απέρριψαν τις ευρωενωσιακές πολιτικές, ενώ οι μεσαίες και ανώτερες τις υποστήριξαν διαχρονικά και σε όλη την γεωγραφική κλίμακα. Επικαλείται, μάλιστα, τον Τομά Πικετί (Πολιτικές διαιρετικές τομές και κοινωνικές ανισότητες, Τόπος 2024), ο οποίος με εντυπωσιακή τεκμηρίωση απορρίπτει την κυρίαρχη ερμηνεία του φαινομένου, που αποδίδει τη στάση των λαϊκών στρωμάτων στο ρατσισμό ή στην υποτιθέμενη πολιτισμική τους οπισθοδρόμηση: «Η ξενοφοβία του λαού δεν είναι περισσότερο δεν είναι περισσότερο έμφυτη από εκείνη των ελίτ. Υπάρχει μια πολύ απλούστερη εξήγηση: η ΕΕ, όπως έχει εξελιχθεί τις τελευταίες δεκαετίες, βασίζεται στον γενικευμένο ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών και των περιοχών, στο φορολογικό και κοινωνικό ντάμπινγκ και λειτουργεί αντικειμενικά προς όφελος των πιο ευνοημένων» (σελ. 74).
Είναι το ταξικό ένστικτο η εξήγηση για τον εργατικό «αντιευρωπαϊσμό». Αυτό και μόνο.
Το βιβλίο είναι πραγματικά πολύτιμο για τη ριζοσπαστική Αριστερά -ιδίως, με την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα.