Του Πέτρου Σταύρου
Ήταν αναμενόμενο πως η Κυβέρνηση και τα φιλικά ΜΜΕ (δηλαδή σχεδόν όλα) τις αμέσως επόμενες ημέρες του ζητήματος «Μπαλτάκος» και με αφορμή την επίσκεψη της Γερμανίδας Καγκελαρίου θα εξαπέλυαν μια επικοινωνιακή «καταιγίδα» μηνυμάτων αναστήλωσης του πληγωμένου κυβερνητικού μπλοκ. Βασικό επικοινωνιακό όπλο θα ήταν βέβαια η περίφημη «έξοδος» στις αγορές, όπλο που ετοιμαζόταν καιρό τώρα για να χρησιμοποιηθεί (δες εδώ ένα παλαιότερο σημείωμα) αλλά είναι γεγονός ότι τόσο η κυβερνητική κρίση των ημερών, όσο και η προεκλογική ρελάνς εγχώριων και ευρωπαϊκών δυνάμεων επέσπευσαν την χρήση του. Βέβαια, η απόπειρα αυτή τυπικά και μόνο ονομάζεται «έξοδος» και μάλιστα στις «αγορές». Ας δούμε όμως πιο προσεκτικά τα πράγματα.
Από όσα μπορούμε να γνωρίζουμε, δεν πρόκειται για κανονική έξοδο στις αγορές. Πρόκειται περισσότερο για μια προκαθορισμένη «συνάντηση» με συγκεκριμένους επενδυτές για ένα private placement 5ετών ομολόγων, όπως λέγεται, που απλώς ανακοινώνεται στην «κοινότητα» των επενδυτών και δεν αφορά την προσφορά νέας έκδοσης ομολόγων στην ανοικτή αγορά. Οι ωφελούμενοι επενδυτές είναι συγκεκριμένοι και σχεδόν ταυτίζονται με τους αναδόχους, τους μεσάζοντες δηλαδή που αναλαμβάνουν τη διακίνηση των τίτλων. Συνήθως πρόκειται για μεγάλες τράπεζες, henge funds και ασφαλιστικά ταμεία. Εδώ η περίπτωσή μας αφορά σε 5 με 6 μεγάλες αμερικάνικες και ευρωπαϊκές τράπεζες, χωρίς εύκολη πρόσβαση του ευρέως επενδυτικού κοινού το οποίο θα παρέμβει στη δευτερογενή αγορά ως τελικός αγοραστής. Στη δευτερογενή αγορά μπορεί να παρέμβει και η ΕΚΤ επαναγοράζοντας τους τίτλους από τους επενδυτές, εφόσον παραστεί ανάγκη.
Από κάθε άποψη δηλαδή η έκδοση του πενταετούς ομολόγου είναι πλήρως «προστατευμένη» και πρόκειται περισσότερο για πολιτικό – τεχνική συμφωνία στο εσωτερικό των χρηματοπιστωτικών μηχανισμών και όχι για κανονική δημοπρασία στις πραγματικές αγορές χρήματος. Σε τέτοιου είδους αντλήσεις κεφαλαίων, καταλαβαίνουμε, ότι καμία σημασία δεν έχουν οι υπερκαλύψεις των προσφορών (τα χθεσινά δελτία πανηγύριζαν επειδή όπως ανέφεραν ενώ στοχεύονταν η άντληση 3 δις τελικά προσφέρθηκαν πάνω από 17 δις). Οι υπερκαλύψεις μας λένε πολλά για την «ελκυστικότητα» του ομολόγου όταν γίνεται δημοπρασία σε ανοικτή αγορά και όχι σε προκαθορισμένες διαδικασίες.
Που θα πάνε όμως τα λεφτά που θα αντληθούν από τον νέο και ακριβό δανεισμό; Μα στη τρύπα του χρέους με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Τα 2 με 3 δις δεν θα πάνε ούτε για επιδόματα, ούτε για επενδύσεις, ούτε για κεφάλαια κίνησης σε επιχειρήσεις. Θα πάνε για να καλύψουν τα χρηματοδοτικά κενά του προγράμματος «διάσωσης» που επιβλήθηκε με τις πολιτικές του μνημονίου. Αργότερα και μέσα στη πενταετία (αφού πενταετές είναι το ομόλογο) αυτά τα 2 με 3 δις ευρώ θα εμφανιστούν ξανά στο προσκήνιο, ως ανάγκες για πρωτογενές πλεόνασμα αλλά και πρόσθετο δανεισμό. Δεν πρόκειται δηλαδή για προσφορά νέου χρήματος και ρευστότητας στην οικονομία αλλά για το ακριβώς αντίθετο για αφαίρεση ρευστότητας.
Η «έξοδος» αυτή μαζί με τις «εξόδους» του μέλλοντος και τα συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα του 4% με 5% του ΑΕΠ θα αναλάβουν την επιστροφή του χρέους, πρώτα προς το ΔΝΤ και κατόπιν προς τα κράτη της Ευρώπης. Τα επόμενα χρόνια δηλαδή τίποτα δεν προβλέπεται να πάει σε επενδύσεις, κοινωνικές παροχές και ανάπτυξη από τα δανεικά των «εξόδων» που προετοιμάζονται. Τα πρωτογενή πλεονάσματα του προϋπολογισμού θα πληρώνουν το χρέος προς το ΔΝΤ, μειώνοντας τον όγκο του και ο δανεισμός από τις αγορές θα χρησιμοποιείται, κυρίως, για να αποπληρώνει διακρατικό χρέος ιδιωτικοποιώντας το εκ νέου. Θα αντικαθίσταται ένα ευρώ διακρατικού χρέους με ένα ευρώ και κάτι παραπάνω χρέους προς ιδιώτες. Στο παραπάνω πλαίσιο θα συζητηθεί, μετά από τις ευρωεκλογές βέβαια, και η αναδιάρθρωση του χρέους με προοπτική την επιμήκυνση του στα 50 χρόνια.
Η συμβολική και προεκλογική σημασία της «εξόδου» στις αγορές είναι εκκωφαντική αλλά θα διαρκέσει λίγο, όσο η ψυχολογική «βελτίωση» του κλίματος δεν μετατρέπεται σε άμεση ωφέλεια για την κοινωνία. Οι πραγματικές συνέπειες της όμως δεν θα πλήξουν τόσο την αριστερά, ως πολιτικό αντίπαλο της κυβέρνησης, όσο τα μισθωτά και λαϊκά στρώματα. Κι αυτό γιατί η αποπληρωμή του χρέους, μέσω της εξόδου στις αγορές, σημαίνει περισσότερη εκμετάλλευση, αρνητική αναδιανομή εισοδήματος εις βάρος τους και δραματική μείωση των δημοσίων αγαθών.
Υπάρχει όμως και ένα είδος εξόδου στις αγορές που θα ανησυχούσε πραγματικά τις συστημικές δυνάμεις. Είναι εκείνη η έξοδος που θα εξόπλιζε το δημόσιο με τους απαραίτητους πόρους για να χρηματοδοτήσει τις κοινωνικές ανάγκες και να αντιστρέψει τα υποδείγματα λιτότητας. Αυτή η έξοδος είναι και η μόνη που, με την ανάπτυξη που θα προκαλέσει, θα δημιουργήσει και το εισόδημα για την επιστροφή των δανεικών. Δεν ακολουθείται, όμως, διότι εμπεριέχει υψηλό «ηθικό κίνδυνο» αμφισβήτησης των κυρίαρχων πολιτικών και οδηγεί αναγκαστικά στην ισχυροποίηση των αιτημάτων διαγραφής του χρέους.
Πηγή: Red Notebook