Η νέα ρύθμιση του ελληνικού χρέους που διαφαίνεται στον ορίζοντα των συνομιλιών μεταξύ ΔΝΤ και ΕΕ, και με χαρακτηριστικό στοιχείο την απουσία της ελληνικής πλευράς, έχει τη μορφή της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής και όχι του κουρέματος. Στην ουσία, η λήξη των τίτλων της επόμενης 30ετίας πάει άλλα 20 χρόνια πίσω, με παράλληλη μικρή μείωση των επιτοκίων και με ένα νέο δάνειο 15 δις περίπου ως χρηματοδότηση του κενού της επόμενης διετίας.
Αρκετοί αναλυτές λένε ότι μια τέτοια ρύθμιση επαναλαμβάνει παλιότερες μεθόδους και μέτρα που ακολουθήθηκαν στο παρελθόν, κατά την περίοδο της κυβέρνησης Γιώργου Παπανδρέου, οπότε έχουμε μια από τα ίδια αλλά σε άλλη ένταση και διάρκεια. Σύμφωνοι. Αλλά αυτή η άλλη ένταση είναι πολύ μεγαλύτερη και αλλάζει κάποια πολύ σημαντικά χαρακτηριστικά της κρίσης χρέους. Καταρχήν, όπως πολύ σωστά αναφέρει ο Γιάννης Αγγέλης (δες και «Πενταετές ομόλογο, με στόχο διεθνή συγκυρία και εκλογές», εφημ. «Κεφάλαιο» 8/2), το κριτήριο του όγκου του χρέους (χρέος προς ΑΕΠ) μεταμορφώνεται σε κριτήριο δυνατότητας εξυπηρέτησης του χρέους (ποσοστό του ΑΕΠ που αποπληρώνει το χρέος).
Η δυνατότητα αποπληρωμής του χρέους θα εξασφαλίζεται από μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα, που όμως ακόμα και οι ίδιοι γνωρίζουν ότι δεν φτάνουν για την «ομαλή» αποπληρωμή του χρέους και ότι αυτά τα ίδια τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι αποσταθεροποιητικός παράγοντας για την οικονομία και ως εκ τούτου δεν είναι βιώσιμος ο εξακολουθητικός τρόπος παραγωγής τους. Αναγκαστικά λοιπόν η μεγάλη επιμήκυνση της αποπληρωμής του χρέους και ο αποσταθεροποιητικός ρόλος των πρωτογενών πλεονασμάτων – ειρήσθω εν παρόδω ο αποσταθεροποιητικός ρόλος τους σε περίοδο απομόχλευσης είναι μεγαλύτερος και σημαντικότερος από αυτόν των πρωτογενών ελλειμμάτων αλλά η απόδειξη αυτού του ισχυρισμού απαιτεί άλλο σημείωμα – πιέζει για έξοδο του δημοσίου στις επίσημες χρηματαγορές με μακροπρόθεσμους τίτλους (στην πραγματικότητα το δημόσιο ήδη δανείζεται από την εγχώριο τραπεζική αγορά με βραχυπρόθεσμους τίτλους).
Η έξοδος στις αγορές επιδιώκεται και από τις κυρίαρχες νεοφιλελεύθερες πολιτικές, αλλά με συγκεκριμένο και αργό βηματισμό και ως συμπληρωματικό τρόπο στη χρηματοδότηση της αποπληρωμής του χρέους από τα πρωτογενή πλεονάσματα. Ας μην ξεχνάμε ότι τις κυρίαρχες ελίτ της ΕΕ δεν τις ενδιαφέρει τόσο η αποπληρωμή του χρέους και η μείωση του όγκου του, αλλά η χρήση του ως εργαλείου για την εγκαθίδρυση ενός νέου καπιταλισμού με έντονα τα χαρακτηριστικά του «ασιατικού» τρόπου παραγωγής. Όμως, η έξοδος στις αγορές, από την στιγμή που θα συμβεί και θα είναι και πετυχημένη, δεν θα περιοριστεί στο συμπληρωματικό ρόλο που τις επιφυλάσσουν οι ηγέτιδες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις της Ευρώπης, αλλά θα επεκταθεί και σε νέα αυτοδύναμα χρηματοδοτικά σχήματα.
Ο «ηθικός κίνδυνος», δηλαδή η μεταβολή της συμπεριφοράς λόγω αυξημένων προσδοκιών, μπορεί να είναι μικρός στην αρχή αλλά αργότερα μπορεί να γιγαντωθεί. Έτσι, είναι πολύ πιθανό, η έξοδος στις αγορές να «πριονίσει» σιγά-σιγά τη θέση των πολιτικών λιτότητας σε όλη την ΕΕ γιαυτό και οι κινήσεις της ΕΕ αλλά και της ΕΚΤ είναι διστακτικές και προσπαθούν να περιορίσουν όσο μπορούν τα απρόβλεπτα ενδεχόμενα της απόπειρας αυτής.
Κοντολογίς, η σταδιακή αλλά αναγκαστική έξοδος στις αγορές χρήματος θα «πυροδοτήσει» εξελίξεις που θα ακυρώσουν πολλούς από τους σχεδιασμούς της πεντηκονταετούς αποπληρωμής του χρέους. Εντός αυτού του πλαισίου, ο στόχος της μεγάλης μείωσης του όγκου του χρέους μέσω διαγραφής ή άλλης μεθόδου, δυνητικά, αποκτά μεγάλα περιθώρια χρόνου και διαπραγματευτικών ελιγμών. Είναι δυνατόν δηλαδή η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής να ευνοήσει ανέλπιστα εκείνες τις δυνάμεις που επιδιώκουν σημαντική μείωση του όγκου του χρέους και τελικά να ανατρέψει δυσμενείς συσχετισμούς.
Η Ελλάδα δεν είναι «αποικία» χρέους, όπως πολλοί διατυπώνουν, διότι πολύ απλά το ευρωπαϊκό ιστορικό πλαίσιο είναι αυτό της νεοφιλελεύθερης ένωσης ανεξάρτητων κρατικών οντοτήτων με ηγεμονικά κέντρα. Σε αυτήν την Ευρώπη και σε αυτή τη συγκυρία, ο όγκος του χρέους παίζει το ρόλο του ευρωπαϊκού δημοσιονομικού «ζουρλομανδύα». Το χρέος δηλαδή αναδεικνύεται σε καθοριστικότερο δημοσιονομικό παράγοντα και από αυτό το ίδιο το δημοσιονομικό σύμφωνο του Μάαστριχ. Η διαγραφή του χρέους θα αποκαταστήσει τη δημοσιονομική ανεξαρτησία σε πολύ μεγάλο βαθμό, θα βελτιώσει το επενδυτικό κλίμα και θα επιτρέψει σε μια αριστερή κυβέρνηση να χρηματοδοτήσει αποτελεσματικά τις απαραίτητες κοινωνικές πολιτικές της, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα κλπ. Οι αγορές χρήματος για ένα, μεσοπρόθεσμης χρονικής διάρκειας, διάστημα μπορούν να αποτελέσουν ανέλπιστο σύμμαχο σε αυτήν την υπόθεση, όχι γιατί είναι «καλές» αλλά γιατί είναι αντιφατική η «φύση» του καπιταλισμού. Από κει και πέρα είναι ο ρόλος της πολιτικής να «βλέπει» τις αντιφάσεις και να παρεμβαίνει με τον απαραίτητο βαθμό μεροληψίας.
Αναδημοσίευση από το Red Notebook.