Στο κέντρο οι μικροί παίζουν μπάλα και γύρω-γύρω οι έφηβοι ασχολούνται με τα smartphones. Οι πιτσιρικάδες με μικτές ομάδες (τα κορίτσια είναι εξίσου γυμνασμένα και αποφασιστικά) κυνηγούν όλοι μαζί, σα γάτοι, την μπάλα. Οι έφηβοι, με φωτισμένα μωβ πρόσωπα από τις ανταύγειες της οθόνης, ανταλλάσσουν, μιλούν, κάνουν likes στην περιφέρεια της μικρής πλατείας. Οι μικροί και οι μεγάλοι στην κοινωνία μιας περίπλοκης παιδικότητας. Η δραματική πράξη, ο χορός, ο χώρος, η τεχνολογία, η μίξη…
Το ελληνικό καλοκαίρι είναι από μόνο του η μεγαλύτερη θεατρική σκηνή για παιδιά. Διόρθωση: Οι πλατείες που ξαναγεμίζουν από κόσμο είναι το καλύτερο ανοικτό εργαστήριο θεατρικής τέχνης. Όλες οι ηλικίες συναντιούνται, αλληλοδρούν, αντιδικούν και συμμαχούν ακαριαία. Οι μικροί αποκτούν επιτέλους την παιδικότητα που τους αφαιρεί η περίκλειστη υπερ-αστική συνθήκη της πρωτεύουσας, η ένταση των φροντιστηρίων, των μπαλέτων, των ωδείων, των προγραμματισμένων αθλοπαιδιών που ορίζουν μέσα σε αυστηρά, επιδοσιακά πλαίσια την καχεκτική κοινωνικότητα παιδιών και εφήβων. Τα παιδιά, το καλοκαίρι, επανοικειοποιούνται τον δημόσιο χώρο, αυτόν που βιαίως έχουν αποστερηθεί, και μέσα από το παιχνίδι κατανοούν την ύψιστη ποιότητα του θεατρικού γεγονότος. Αγγίζουν το όριο μεταξύ του πραγματικού και του φανταστικού, επινοούν τη διαφορετική κατοίκηση της πλατείας, σκηνογραφούν τον χώρο και ορίζουν επικράτειες δράσης. Το παιχνίδι των παιδιών είναι δυνάμει θεατρικό σενάριο που μεταλλάσσεται συνεχώς, επανακαθορίζοντας τους υποκριτικούς όρους, τις δομές, τις ιεραρχήσεις. Μέσα σε αυτήν τη συνθήκη υπάρχουν παράλληλες και ενεργές πραγματικότητες, πολλαπλές σκηνές δράσης, ό,τι δηλαδή με ευλάβεια έχει επιστρατεύσει και εκμεταλλευτεί στο έπακρο το μεταμοντέρνο θεατρικό ιδίωμα. Πολυκομβική σχεδίαση του χώρου-σκηνικού, πολυτοπική και πολυπρόσωπη «σκηνοθεσία», αυτοσήμανση των ηθοποιών.
Η πλατεία του παιδικού θέρους ευνοεί τη συμμετοχικότητα, το αγαπητικό αίτημα, την κάρπωση του άλλου. Η χωροταξία ορίζει και διαβαθμίζει τα δρώμενα, τα δρώμενα με τη σειρά τους μορφοποιούν την αισθητική του τόπου, αναμορφώνουν την ερημιά του χειμώνα. Χωρίς δογματική στοχοθεσία, οι «θεατές» και οι «ηθοποιοί», οι παίχτες και οι χρήστες, οι «ποδοσφαιριστές» και οι «δικτυωμένοι», ακουσίως ή εκουσίως, αποφασίζουν το σημείο εστίασης, την τομή, την κορύφωση.
Το παιδικό παιχνίδι, το εφηβικό υβριδικό παίγνιο μεταξύ τεχνολογίας και γνωριμιών, δίνουν την ευκαιρία στους εμπλεκόμενους να διαχειριστούν δημιουργικά την πραγματικότητα, να βρουν και να εκμεταλλευτούν τις ρηγματώσεις της, να αυτοσχεδιάσουν και, τέλος, να χρησιμοποιήσουν αυτό που ο υπόλοιπος χρόνος τούς στερεί: τον αυθορμητισμό, την πρωτοβουλία, τη διάδραση, την εμπειρία μιας άλλης ψυχικής κατοίκησης.
Στο θέατρο, και εν προκειμένω στο θέατρο για παιδιά και εφήβους, αυτά τα στοιχεία αποτελούν κρίσιμα επίδικα, η διαχείριση των οποίων συγκροτεί τα υποκείμενα και οργανώνει τις δραματικές κυμάνσεις. Τα παιδιά προσλαμβάνουν σε μεγάλο βαθμό, μέσα από κλειστούς και αποφασισμένους κώδικες της βιομηχανίας και των μέσων, το σώμα, την κίνηση, τη φερτή ύλη από έναν αρχέγονο και θεμελιώδη πολιτισμό. Αυτόν της επιθυμίας, της απτικής αλήθειας, της επιφωνηματικής πράξης, του παιχνιδιού, της θεατότητας. «Δείτε με, παίζω». Ο υγιής και λυτρωτικός ναρκισσισμός, που στοιχειοθετείται λόγια από το υψηλό γεγονός του παιδικού θεάτρου, αναβλύζει στην πλατεία των διακοπών και κυματίζει στον αχανή χρόνο του παιχνιδιού, ακόμα και στα κρυπτόλεξα του διαδικτυακού φλερτ. Ναι, το καθεστώς μιας νέας παιδικής ελευθερίας θα είναι το επόμενο μεγάλο κοινωνικό, δραματικό αίτημα. Και για τους θεατές και για τους παίχτες. Και για τους ηθοποιούς και για τους λήπτες.
* Η Ελευθερία Ράπτου είναι θεατρολόγος, υπ. διδάκτωρ Αρχιτεκτονικής ΕΜΠ
πηγή: Αυγή
