Αν κάνει κάποιος μια αναζήτηση στο διαδίκτυο με τους όρους «Ελλάδα εκμετάλλευση 2024», τα πρώτα αποτελέσματα σχετίζονται με τα σχέδια έρευνας και εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην Ελλάδα. Η εργασιακή εκμετάλλευση βρίσκεται πολύ χαμηλότερα στη σχετική λίστα. Γιατί άραγε; Μήπως η εκμετάλλευση αποτελεί όντως ένα φαινόμενο του παρελθόντος, μια ανάμνηση προερχόμενη από τη μετεμφυλιακή περίοδο όταν η Ελλάδα ήταν τρίτη σε ρυθμούς ανάπτυξης παγκοσμίως αλλά οι κάτοικοί της μετανάστευαν μαζικά στις χώρες της Βόρειας Ευρώπης για να επιβιώσουν; Δυστυχώς όχι. Οι αναφορές στην εργασιακή εκμετάλλευση, έστω κι αν βρίσκονται πολύ χαμηλά στην αναζήτηση, μιλούν για 12ωρη εργασία, απλήρωτες υπερωρίες και χαμηλούς μισθούς. Μήπως, τελικά, ήρθε η ώρα «να ξαναμιλήσουμε για την εκμετάλλευση», όπως μας καλεί ο Χρήστος Λάσκος με το βιβλίο του που εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Τόπος; Νομίζω πως ναι.
Αν θέλουμε να καταλάβουμε τον κόσμο μας, αν μας νοιάζει να λάβουμε πραγματικές απαντήσεις σε ερωτήματα αναφορικά με το γιατί και πώς η ακρίβεια επηρεάζει διαφορετικά τις κοινωνικές τάξεις ή με το γιατί τελειώνει ο μισθός πριν τον μήνα, πρέπει να επιστρέψουμε στα βασικά. Θα πρέπει, παραδείγματος χάριν, να συνδέσουμε τα περιθώρια κέρδους των εταιρειών εμπορίας ρεύματος που έφτασαν το 166% τον Οκτώβριο του 2022 με την κατά 40% απώλεια αγοραστικής δύναμης στα νοικοκυριά με εισόδημα κάτω από 750 Ευρώ. Αυτή η σύνδεση μας φέρνει στο πιο βασικό καθημερινό πρόβλημά μας, τον πληθωρισμό.
Αν δει κάποιος τα δελτία ειδήσεων και προσπαθήσει να κατανοήσει τις αιτίες του πληθωρισμού δεν θα καταλάβει πολλά. Αν επιχειρήσει να διαβάσει τις ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδες θα συναντήσει εξηγήσεις αντίστοιχης ποιότητας με το περίφημο «πυρηνικό ριφιφί στο ΑΠΘ». Φταίει, άραγε, ότι το θέμα είναι τόσο δύσκολο; Διαβάζοντας τα απλοϊκά μαθήματα πολιτικής οικονομίας που δίνει ο Λάσκος στο βιβλίο του φαίνεται πως όχι. Χρειάζεται όμως να προσέξουμε δυο πράγματα:
Το πρώτο είναι να απορρίψουμε την κυρίαρχη εξήγηση ότι ο πληθωρισμός οφείλεται στην αυξημένη ζήτηση. Μετά από μια δεκαπενταετία λιτότητας δεν είναι δυνατό να πιστεύει κανείς ότι οι μισθοί στην Ελλάδα είναι μεγάλοι, και μάλιστα τόσο ώστε να προκαλούν πληθωρισμό. Αντίθετα, μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε τι γίνεται αν προσεγγίσουμε το πρόβλημα ανάποδα, δηλαδή δίνοντας σημασία στη μειωμένη προσφορά και, ιδίως (!) στην αύξηση των κερδών: Όπως ανέφερε έκθεση της UNCTAD (Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη), μεταξύ 2020 και 2022 το 54% της αύξησης των τιμών οφειλόταν στα πολύ αυξημένα περιθώρια κέρδους.
Το δεύτερο είναι να υπολογίσουμε τις συνέπειες. Και για να το κάνουμε αυτό πρέπει να θέσουμε το σωστό ερώτημα: Ποιων τιμών το ποσοστό αύξησης λαμβάνεται υπόψη; Στις επίσημες μετρήσεις, υπολογίζονται ενιαία οι αυξήσεις των τιμών ανεξαρτήτως του αν αφορούν διατροφικά είδη πρώτης ανάγκης ή business class αεροπορικά εισιτήρια. Για να υπολογίσουμε τη μείωση της αγοραστικής δύναμης της πλειονότητας των πολιτών, πρέπει να μετρήσουμε τον ρυθμό πληθωρισμού που την αφορά, όχι να βάζουμε στο ίδιο τσουβάλι τις αυξήσεις στο ελαιόλαδο και στα επιτόκια των επιχειρηματικών δανείων. Αλλιώς, όπως μας θυμίζει ο Λάσκος, θα συμβεί αυτό που έγινε κατά την είσοδο της Ελλάδας στην ευρωζώνη, όταν ο μαϊντανός από πενήντα δραχμές ανέβηκε στα πενήντα λεπτά, ενώ ο επίσημος ρυθμός πληθωρισμού παρέμενε σε μονοψήφιο νούμερο αφού συνυπολόγιζε τις μειώσεις στον φόρο εισαγωγής πολυτελών αυτοκινήτων …
Η αλήθεια είναι πως η σχέση ανάμεσα στα κέρδη και στους μισθούς μοιάζει αυτονόητη. Δεν είναι όμως εξίσου αυτονόητος ο τρόπος με τον οποίο ερμηνεύουμε αυτήν τη σχέση. Μια θεωρία είναι ότι όσο αυξάνονται τα κέρδη, τόσο αυξάνονται και οι μισθοί. Υπάρχει περισσότερος πλούτος, άρα όλη η κοινωνία ωφελείται. Κι όμως. Όπως αποδεικνύει ο Λάσκος, όσο και αν αυτή η θεωρία φαίνεται λογική τα πράγματα δεν λειτουργούν με αυτόν τον τρόπο. Αντίθετα, η αύξηση των κερδών σημαίνει μόνο ότι γίνονται πιο πλούσιοι εκείνοι που τα αποκομίζουν. Έτσι, οι ρυθμοί ανάπτυξης μιας χώρας μπορεί να είναι πολύ υψηλοί αλλά οι εργαζόμενοί της να ζουν στο όριο της φτώχειας. Σε αυτήν την περίπτωση, «απλώς», η ένταση της εκμετάλλευσης βρίσκεται στα ύψη.
Η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων δεν έχει πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά από την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης. Η ανισότητα που χαρακτηρίζει τον κόσμο μας αποτυπώνεται και στο κορυφαίο ζήτημα της εποχής μας, την κλιματική κρίση. Έτσι, το 50% των παγκόσμιων εκπομπών των αερίων θερμοκηπίου οφείλεται στο πλουσιότερο 10% του πλανητικού πληθυσμού, ενώ το φτωχότερο 50% οφείλεται για το 3% των εκπομπών. Με άλλα λόγια, η παραγωγή και η κατανάλωση για τις ανώτερες τάξεις είναι η κύρια αιτία των οικολογικών κινδύνων και όχι ο άνθρωπος γενικώς και αορίστως.
Όλα αυτά μας οδηγούν αβίαστα στο συμπέρασμα ότι η ελεύθερη αγορά δεν είναι η λύση αλλά η αιτία του προβλήματος. Ότι η εκμετάλλευση υπάρχει. Ότι αν δεν μιλάμε για αυτήν, όχι απλώς δεν είμαστε πιο μοντέρνοι αλλά συμβάλλουμε στο να αυξηθεί. Αντίθετα, αν καταλάβουμε πώς λειτουργεί ο σύγχρονος κόσμος θα έχουμε κάνει ένα σημαντικό πρώτο βήμα στο να τον αλλάξουμε.
*Ο Χαράλαμπος Κουρουνδής είναι δικηγόρος και διδάσκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο
πηγή: news247.gr