Εισαγωγικό Σημείωμα: Στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Πολιτικών Επιστημών (ECPR), που πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (26–29 Αυγούστου), συμπεριλήφθηκε η θεματική «The Return of Land Politics: New Imaginaries, Debates and Challenges» με διοργανωτές τους Edward Shepherd (Cardiff University) και Tim White (LSE). Για τη συμμετοχή στην θεματική αυτή προσκλήθηκαν ερευνητ(ρι)ες από όλον τον κόσμο που μελετούν το ζήτημα των πολιτικών γης, είτε σε αστικό είτε σε αγροτικό περιβάλλον. Στο πλαίσιο της θεματικής αυτής οργανώθηκαν οκτώ panels, τα οποία κάλυψαν ένα ευρύ φάσμα ζητημάτων από τη στέγαση και την περιβαλλοντική διακυβέρνηση έως την εδαφική κυριαρχία, τις συγκρούσεις γύρω από την ιδιοκτησία. Κομβική στιγμή αποτέλεσε η συνεδρία όπου οι εισηγητές των οκτώ πάνελ συναντήθηκαν σε μια κοινή ολομέλεια για να συζητήσουν τις πολλαπλές όψεις της γης ως θεμελιακού ζητήματος στη σύγχρονη πολιτική οικονομία. Ο διάλογος ανάμεσα σε διαφορετικές επιστημονικές προσεγγίσεις ανέδειξε τόσο την πολυπλοκότητα της σύγχρονης πολιτικής της γης όσο και τις δυνατότητες για αλλαγή. Ως διοργανωτής ενός από τα οκτώ panel με τίτλο «Housing-Assets, Class, and Power II: Landlords, Tenants, and the Political Economy of Contemporary Residential Landscapes» κλήθηκα να απαντήσω σε ερωτήματα σχετικά με τη γη, την κατοικία, την ιδιοκτησία και τις σχέσεις εξουσίας που τις διαπερνούν.
Το panel τιτλοφορείται «Η επιστροφή της πολιτικής της γης». Συμφωνείς ότι η πολιτική της γης επιστρέφει ή μήπως αυτό που βλέπουμε είναι απλώς η συνέχειά της; Η ιδιωτικοποίηση της γης ως το διακριτό χαρακτηριστικό του νεοφιλελευθερισμού.
Διστάζω να μιλήσω για «επιστροφή». Η γη δεν έπαψε ποτέ να βρίσκεται στον πυρήνα της καπιταλιστικής κοινωνικής οργάνωσης. Αυτό που παρατηρούμε σήμερα δεν είναι η «επιστροφή» της γης, αλλά η μεταμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων που συγκροτούνται γύρω της και ταυτόχρονα των σχέσεων που ρυθμίζουν τη διανομή της.
Οι κυρίαρχες αναλύσεις του νεοφιλελευθερισμού έχουν εστιάσει είτε στη διαδρομή των νεοφιλελεύθερων ιδεών από το περιθώριο στην ηγεμονία τους τη δεκαετία του ’70, είτε στις τεχνικές διακυβέρνησης του πληθυσμού, είτε στην παραγωγή εξατομικευμένων υποκειμενικοτήτων. Ωστόσο, μια συχνά παραγνωρισμένη συμβολή του Brett Christophers δείχνει ότι το κατεξοχήν χαρακτηριστικό του νεοφιλελευθερισμού είναι η μαζική και άνευ προηγουμένου ιδιωτικοποίηση της γης.
Σε μια παγκόσμια συγκυρία πτώσης των ποσοστών κέρδους του παραγωγικού κεφαλαίου, το συσσωρευμένο κεφάλαιο στρέφεται στη γη και σε υποδομές (που στέκονται πάνω της). Η πρόσοδος αναδύεται ως κυρίαρχος μηχανισμός συσσώρευσης. Η γενικευμένη εμπορευματοποίηση της γης δεν σημαίνει μόνο ότι η ίδια αποκτά τιμή, αλλά και ότι καθετί που βρίσκεται πάνω της υπόκειται σε τιμολόγηση. Έτσι η πρόσβαση περιορίζεται όλο και περισσότερο σε όσους διαθέτουν μισθό ή πίστωση, δηλαδή σε όσους έχουν πλήρως υπαχθεί στην καπιταλιστική σχέση.
Έτσι χάνεται γρήγορα αυτό που ο Loïc Wacquant ονομάζει «ενδοχώρα» (hinterland): οι άτυπες, αποεμπορευματοποιημένες και αποχρηματοποιημένες μορφές φροντίδας και διαβίωσης που παρείχαν καταφύγιο σε όσους εκτοπίζονταν από την καπιταλιστική σχέση (π.χ. οι άνεργοι που επέστρεφαν στην περιφέρεια, ζώντας με τη στήριξη του νοικοκυριού). Σήμερα, με την καθολική τιμολόγηση της γης και των υποδομών, η επιβίωση προϋποθέτει μισθό και μεταφράζεται σε χρήμα. Η ίδια η ζωή γίνεται λογιστικός υπολογισμός, και κυρίως για τους φτωχούς που μετρούν το κόστος των αναγκών τους, αφού όλα έχουν γίνει μετρήσιμα.
Καθώς η διαδικασία αυτή βαθαίνει, αποδιαρθρώνει εδραιωμένες κοινωνικές σχέσεις και φτάνει στον κοινωνικό πυρήνα, πλήττοντας ομάδες που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν ασφαλείς. Αυτές τις ομάδες που ο δημόσιος λόγος και η ακαδημαϊκή σύμβαση αποκαλούν «μεσαία τάξη».
Αυτό που εμφανίζεται ως «επιστροφή» της πολιτικής της γης είναι στην πραγματικότητα μια κρίση της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Μια μετάβαση από τη συσσώρευση μέσω κέρδους στη συσσώρευση μέσω προσόδου. Μια κρίση που μας αναγκάζει να επανερμηνεύσουμε τόσο τις πολιτικές σχέσεις γύρω από τη γη, όσο και τις κοινωνικές σχέσεις μέσα από τις οποίες αυτή διανέμεται.
Για ορισμένους, η κρίση αυτή σημαίνει πόλεμο ενάντια στους πιο αδύναμους. Γι΄ αυτούς η πρόσβαση σε γη περνά μέσα από την καταστροφή περιθωριοποιημένων πληθυσμών που στιγματίζονται ως «άχρηστοι», «απολίτιστοι», «κλέφτες». Πρόκειται για στρατηγικές που ριζώνουν στον φόβο και στην αίσθηση σπάνης, στην ανάγκη να προστατεύσεις ό,τι έχεις γίνει μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον.
Η πρόκληση, απέναντι σε αυτό το αφήγημα, είναι να αρθρωθούν συλλογικές απαντήσεις που θα επαναπλαισιώνουν τη γη όχι ως πεδίο συσσώρευσης και σύγκρουσης, αλλά ως θεμέλιο αλληλεγγύης και κοινής επιβίωσης.
Είναι η γη θεμελιώδης για κάθε πολιτική;
Η γη είναι θεμελιώδης για τη ζωή, για την οργάνωση της συλλογικής ύπαρξης και άρα για την ίδια την πολιτική. Αλλά συνδέεται πάντα με το κεφάλαιο, το κράτος και τον έλεγχο της εργασίας. Αποτελεί τη βάση της εξουσίας, τον πόρο που καθορίζει την πρόσβαση σε άλλους πόρους αναγκαίους για τη ζωή. Μεσολαβεί τις κοινωνικές σχέσεις και αγκυρώνει συστήματα κυριαρχίας και ηγεμονίας. Το ποιος την ελέγχει και πώς αυτή διανέμεται μέσα από την ιδιοκτησία, καθορίζει τη μορφή της κοινωνικής τάξης. Η ιδιοκτησία της επομένως, δεν είναι απλώς μια «δέσμη δικαιωμάτων», αλλά κοινωνική σχέση. Ορίζει ποιος έχει πρόσβαση σε πόρους, διαμορφώνει τρόπους οργάνωσης και καθιερώνει θεσμούς.
Στην Ελλάδα, ο μικρός κλήρος και γενικά η μικρή ιδιοκτησία δέθηκαν ιστορικά με τον κοινωνικό θεσμό της οικογένειας, θεμελιώνοντας ένα οικογενειοκεντρικό ήθος και διαμορφώνοντας σχέσεις εντός και μεταξύ των νοικοκυριών. Ακόμα, αποτέλεσαν τη βάση πελατειακών μορφών εξουσίας. Η πρόσβαση στη γη και τη στέγαση περνούσε για δεκαετίες μέσα από μηχανισμούς πατρωνίας: πολιτικοί προστάτες, γραφειοκράτες και τοπικές ελίτ αντάλλασσαν ψήφους με χάρες, προσέφεραν άτυπες ρυθμίσεις προς καταπατήσεις και ανέστειλαν τους κατασταλτικούς μηχανισμούς. Στο κενό ενός πλήρους κτηματολογίου που κανείς δεν ήθελε, αυτό το πλέγμα εξασφάλιζε την κερδοφορία των μεγαλοϊδιοκτητών γης (π.χ. εκκλησία), τη διαιώνιση της πολιτικής ηγεμονίας μέσω πελατειακότητας και τη συμμόρφωση των εργαζομένων που εξασφάλιζαν ένα κομμάτι γης ή ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους μέσω πολιτικής πατρωνίας.
Σήμερα, οι κοινωνικές σχέσεις που μεσολαβούνται από την διανομή γης αναδιαρθρώνονται, καθώς το κεφάλαιο γίνεται επιθετικότερο και προσβλέπει σε συσσώρευση μέσα από την πρόσοδο, από τον έλεγχο γης, υποδομών, κατοικίας. Μια έρευνα σε 14 ανεπτυγμένες οικονομίες έδειξε ότι μεταξύ 1950 και 2012, μόλις το 19% των αυξήσεων στις τιμές κατοικίας προερχόταν από το κόστος κατασκευής, ενώ το υπόλοιπο 81% οφειλόταν στην άνοδο των τιμών γης (Arbaci et al. 2021). Το συμπέρασμα είναι σαφές: τα στεγαστικά προβλήματα δεν μπορούν να ιδωθούν αποκομμένα από τη δυναμική της γαιοπροσόδου.
Μεγάλο μέρος της βιβλιογραφίας τονίζει τη δύναμη των μεγάλων πολυεθνικών και των εταιρικών επενδυτών στο τομέα της κατοικίας. Ωστόσο, αυτό συχνά αποκρύπτει πώς και μεσαίοι ή μικρότεροι εκμισθωτές (με λιγότερες ιδιοκτησίες) και τοπικοί δρώντες υιοθετούν επίσης μια λογική συσσώρευσης μέσω προσόδου. Όπως δείχνει η Marta Il Raga (2024), η διαδικασία και λογική «περιουσιοποίησης» (assetisation) δεν αφορά μόνο τους μεγάλους παίκτες αλλά διαχέεται σε όλους τους εκμισθωτές ανεξάρτητα από το μέγεθός τους, εντείνοντας την εκμετάλλευση μέσω προσόδου και υπονομεύοντας την καθολική πρόσβαση σε κατοικία για την πλειοψηφία του πληθυσμού.
Η αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος δημιουργεί κοινωνικές διαιρέσεις ανάμεσα σε εκμισθωτές, ιδιοκατοίκους και ενοικιάστριες, και κυρίως μια σύγκρουση ανάμεσα σε κερδοσκόπους διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων και στους αποκλεισμένους από την γη και την ασφαλή κατοικία. Αυτοί οι διαχωρισμοί δεν είναι μόνο οικονομικοί, αλλά οργανώνουν συμμαχίες, συγκρούσεις και το ίδιο το πεδίο της πολιτικής.
Το πραγματικό ερώτημα είναι: ποια τμήματα από την κοινωνική πλειοψηφία που πλήττεται, μπορούν να συστρατευτούν σε έναν αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη; Τι θα απαιτούσε ένας τέτοιος αγώνας;
Οι αγώνες για τη γη αφορούν πάντα κάτι περισσότερο από τη γη; Αν ναι, τι είναι αυτό;
Ο Javier Moreno Zacarés (2022) ανέλυσε πρόσφατα τη στεγαστική συσσώρευση, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο η κατοικία μετατρέπεται σε μέσο απορρόφησης προσόδων. Όπως σημειώνει: «Όταν ένα σπίτι συνδέεται με μια συγκεκριμένη τοποθεσία, προσφέρει τις προσόδους της γης πάνω στην οποία βρίσκεται. Αλλά αυτές οι πρόσοδοι αποτελούν συνδυασμό δύο διακριτών αλλά αλληλένδετων προσόδων: αφενός αυτή που προκύπτει από το πόσο επιθυμητή είναι η γη (γαιοπρόσοδος) και αφετέρου αυτή που προκύπτει από την κατασκευή (οικοδομική πρόσοδος)» (Zacarés, 2022, σ. 8).
Ωστόσο, η ανάλυση του Zacarés παραλείπει μια κρίσιμη διάσταση: τη διάκριση ανάμεσα σε αστική και αγροτική γη, κεντρική για τον Μαρξ αλλά συχνά παραμελημένη σε μεταγενέστερες θεωρίες της προσόδου. Αυτή η παράλειψη συνδέεται με την παραμέληση του θεμελιώδους παράγοντα της εργασίας. Για να παραφράσουμε την κριτική του Μαρξ στο Πρόγραμμα της Γκότα: δεν είναι μόνο η γη παράγοντας για την παραγωγή αξίας, αλλά και η εργασία.
Η γη και η εργασία παραμένουν θεμελιώδεις στον σημερινό καπιταλισμό της προσόδου. Οι αγώνες γύρω από τη γη δεν αφορούν ποτέ μόνο τη γη, αλλά αφορούν τις κοινωνικές σχέσεις που οργανώνονται μέσω της γης, αφορούν την υπεράσπιση των κοινοτήτων μας, των υλικών βάσεων της κοινωνικής αναπαραγωγής μας, της εργασίας μας και, τελικά αφορούν την υπεράσπιση αυτού που έχουμε γίνει (των ταυτοτήτων μας).
Ζούμε σε μια εποχή κρίσης γης;
Συμπαθώ τον ορισμό που προσφέρει ο Holgersen (2024) για τις κρίσεις. Οι κρίσεις για να θεωρηθούν κρίσεις πρέπει να παρουσιάζουν τρία στοιχεία:
(i) να είναι γεγονότα που ξεσπούν ραγδαία και διαταράσσουν κρίσιμες συστημικές λειτουργίες,
(ii) να έχουν τις ρίζες τους στους δομικούς ανταγωνισμούς και τις αντιφάσεις του καπιταλισμού, οι οποίοι αναπτύσσονται άνισα στον χρόνο και τον χώρο,
(iii) να έχουν μετρήσιμες αρνητικές συνέπειες για τους ανθρώπους και τη φύση
Με αυτόν τον ορισμό, ναι, έχουμε μια κρίση των παγιωμένων κοινωνικών σχέσεων που περνούσαν μέσα από συγκεκριμένες μορφές διαχείρισης της γης. Σήμερα η κερδοφορία του κεφαλαίου εξαρτάται πλέον από την αποδόμηση αυτών των σχέσεων, την απαλλοτρίωση των κοινοτήτων, την αποδιάρθρωση των υποκειμενικοτήτων και τη ραγδαία αναδιοργάνωση της γης ώστε να εξυπηρετεί μια λογική συσσώρευσης μέσω προσόδου.
Όταν η υλική βάση που στηρίζει τις κοινωνικές σχέσεις συρρικνώνεται, οι ρόλοι και οι ταυτότητες αποσταθεροποιούνται. Και τότε, η απάντηση των κυρίαρχων είναι η εντατικοποίηση της κυριαρχίας. Οι αγώνες γύρω από τη γη, υπό αυτή την έννοια, δεν είναι ποτέ μόνο για τη γη, αλλά πρώτα για την επιβίωση και έπειτα για τις μορφές κοινωνικής ζωής που θέλουμε να θεμελιώσουμε.
Είναι το κράτος μέρος της λύσης στην αδικία γύρω από τη γη ή μέρος του προβλήματος;
Είναι και τα δύο. Το κράτος δεν είναι ουδέτερο πεδίο ούτε διαιτητής συμφερόντων. Όπως έλεγε ο Πουλαντζάς, είναι συμπύκνωση κοινωνικών σχέσεων και αγώνων· ένας μηχανισμός με σχετική αυτονομία, που οργανώνει την ισορροπία δυνάμεων μέσα στην κοινωνία. Αυτό που συχνά λείπει από τη συζήτηση είναι η αναγκαία σχέση των κινήσεων εντός του κράτους με τα κοινωνικά κινήματα που δρουν έξω από αυτό και το πιέζουν.
Αυτό σημαίνει ότι κοινωνική αδικία δε μπορεί να αντιμετωπιστεί αποκλειστικά μέσω του κράτους. Χρειάζονται κινήματα που να διατηρούν θέση κριτικής έντασης απέναντι σε κόμματα και γραφειοκρατικούς θεσμούς. Με άλλα λόγια, απαιτείται μια μορφή δυαδικής εξουσίας: κινήματα αρκετά ισχυρά και ανεξάρτητα ώστε να πιέζουν το κράτος, ενώ παραμένουν έξω από την ενσωμάτωση στους μηχανισμούς του.
Η πραγματική αλλαγή στην πολιτική της γης, και ιδίως η από-εμπορευματοποίησή της, εξαρτάται από αυτή τη διπλή κίνηση. Ορισμένοι θεσμικοί δρώντες μπορεί να εμφανίζονται ως φορείς μεταρρύθμισης, αλλά χωρίς συνεχή πίεση από τα κινήματα, οι αγώνες μέσα στους θεσμούς σπάνια φτάνουν ως τα ανώτερα κλιμάκια του κράτους, δηλαδή στην κυβέρνηση.
Η αυτονομία των κινημάτων είναι κρίσιμη, για να οικοδομούν δύναμη έξω από το κράτος και να αμφισβητούν τις δομές του κράτους. Αυτή η ένταση, συχνά παραγνωρισμένη τόσο στην ακαδημαϊκή συζήτηση όσο και μέσα στα ίδια τα κινήματα, είναι ακριβώς το κλειδί για μια πολιτική της γης με πυρήνα τη δικαιοσύνη.
Πώς μοιάζει η δικαιοσύνη γύρω από τη γη;
Η δικαιοσύνη γύρω από τη γη ξεκινά με την αποεμπορευματοποίηση, την αποχρηματιστικοποίηση και την απο-περιουσιοποίηση της.
Αλλά η κυριαρχία και η αδικία δεν είναι ομοιόμορφες, διαχέονται. Όπως έχουμε αλυσίδες μεταφοράς αξίας, έχουμε και αλυσίδες διάχυσης της κυριαρχίας. Αρκεί να δούμε τις πιεσμένες κοινότητες της δυτικής Θεσσαλονίκης, που συνθλιμμένες από χαμηλούς μισθούς, φόρους, χρέη και εκρηκτικό κόστος ζωής, στρέφουν συχνά την αγανάκτησή τους ενάντια στους ακόμη πιο αποκλεισμένους, όπως οι συλλέκτες scrap ή ανθρώπους που, υπό συνθήκες ακραίας περιθωριοποίησης, μπορεί να καταφεύγουν στην μικροπαραβατικότητα. Αυτές οι συγκρούσεις τροφοδοτούν ομάδες «αυτοδικίας», δημιουργώντας πεδίο δόξης λαμπρό για μικρούς ηγέτες που πουλάνε ασφάλεια και συγκεντρώνουν πολιτικό κεφάλαιο. Εδώ, η κυριαρχία διαχέεται προς τα κάτω: οι εκμεταλλευόμενοι στρέφονται ενάντια στους ακόμη πιο εκμεταλλευόμενους.
Αυτή η «διάχυση» της επισφάλειας «προς τα κάτω» και η μετακύλιση της κυριαρχίας φτάνει μέχρι το ελληνικό νοικοκυριό. Καθώς ο ρόλος του άνδρα-κουβαλητή αποσταθεροποιείται, η διάθεση ελέγχου του πάνω στα υπόλοιπα μέλη μπορεί να γίνει πιο έντονη και πιο ωμή. Έτσι πολλαπλασιάζεται η εσωτερική κυριαρχία, παράγοντας που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «αόρατη αστεγία»: ανθρώπους παγιδευμένους σε βίαια νοικοκυριά χωρίς διέξοδο, καθώς οι εναλλακτικές δεν υπάρχουν λόγω εκτόξευσης των ενοικίων και απουσίας κοινωνικής κατοικίας.
Η δικαιοσύνη γύρω από τη γη, λοιπόν, δεν αφορά μόνο την αναδιάρθρωση των καθεστώτων ιδιοκτησίας. Αφορά τη διάρρηξη αυτών των αλυσίδων κυριαρχίας (από τις αγορές, στις κοινότητες και στα νοικοκυριά) και τη δημιουργία όρων όπου η επιβίωση δεν θα τίθεται απέναντι στην αλληλεγγύη.
Ποια είναι η δυναμική για περισσότερη διεπιστημονική έρευνα γύρω από την πολιτική της γης;
Χρειάζεται να γεφυρώσουμε τις διακρίσεις. Η ακαδημία συμπεριφέρεται στην πραγματικότητα σαν ένα άθροισμα μερών τα οποία διαχωρίζει και ταξινομεί, αντί να διερευνά τις σχέσεις μεταξύ τους. Στο ζήτημα της γης άλλες πειθαρχίες εξετάζουν απομονωμένα την αγροτική γη και άλλες την αστική γη. Καθεμία οργανώνει την εργασία με διαφορετικούς τρόπους, αλλά οι δύο μορφές αλληλοδιαπλέκονται. Η μη κερδοφορία του μικρού κλήρου σήμερα οδηγεί σε δημογραφική εκροή και νέκρωση της υπαίθρου και συγκέντρωση αγροτικής γης σε λίγα χέρια, καθώς και αύξηση του αριθμού των κενών οικιστικών ακινήτων στην ύπαιθρο. Την ίδια στιγμή, η μετακίνηση του πληθυσμού στα αστικά κέντρα αυξάνει τη ζήτηση, επιτρέποντας στους εκμισθωτές να ωθούν τα ενοίκια ακόμη ψηλότερα.
Γι’ αυτό, η πολιτική της γης δεν μπορεί να κατανοηθεί μέσα στα όρια μίας μόνο επιστημονικής πειθαρχίας. Απαιτεί διεπιστημονικές συνδέσεις: πολιτική οικονομία, αστική γεωγραφία, αγροτικές σπουδές κλπ. Μόνο έτσι αποτυπώνονται οι σύνθετες σχέσεις μέσα από τις οποίες η γη μετασχηματίζεται, αποτιμάται και γίνεται πεδίο αγώνα.
Η έρευνα έχει πολιτικό ρόλο. Όχι ως μια θεϊκή δραστηριότητα που δίνει αυτόνομα λύσεις, αλλά ως δύναμη που μπορεί να στηρίξει συλλογικές δυνάμεις και κινήματα που διεκδικούν δικαιοσύνη. Η αλλαγή ξεκινά από τα κινήματα, όχι από τους ερευνητές. Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι μόνο ποια γνώση παράγεται, αλλά αν υπάρχει συλλογικό υποκείμενο για να χρησιμοποιήσει τη γνώση που παράγεται.
Γι’ αυτό, τα κινήματα πρέπει να θέτουν κριτήρια για τους ερευνητ(ρι)ες, και οι ερευνητ(ρι)ες να θέτουν κριτήρια στον εαυτό τους. Το σημαντικότερο είναι να αντισταθούν στην πίεση του ατομικιστικού πανεπιστημιακού ανταγωνισμού και να συγκροτήσουν συλλογικά σχήματα αλληλο-υποστήριξης. Χωρίς αυτή τη συλλογικότητα, κυριαρχεί η λογική του «ακαδημαϊκού όρνεου» και οι γνώριμες εξορυκτικές πρακτικές των ερευνητών. Για να επιβιώσει ο ατομικοποιημένος ερευνητής χρησιμοποιεί κοινότητες, κινήματα και τον ίδιο τον εαυτό του σε πεδία εξόρυξης.
Οι ερευνητές που είναι προσανατολισμένοι στη δικαιοσύνη οφείλουν να ρωτούν: Πώς μπορούμε να φανούμε χρήσιμες; Όχι με μια λογική θυσίας που εξαντλεί τα άτομα, αλλά μέσα από συλλογικές ερευνητικές πρακτικές με διαφανή στόχο και λογοδοσία στα κινήματα και στις ερευνητικές τους συλλογικότητες.
*Ο Νίκος Βράντσης είναι Υποψήφιος διδάκτορας Κοινωνικής Γεωγραφίας, Πανεπιστήμιο της Ουψάλα