Χρήστος Λούκος, Μια σύντομη ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, Θεμέλιο, 2022, σελ. 228
Ο Μωρέας, η Ήπειρος, η Θεσσαλία, η Σερβία, η Βουλγαρία, τα Νησιά του Αρχιπελάγους, εν ενί λόγω η Ελλάς άπασα…
Αλέξανδρος Υψηλάντης
Τα παραπάνω λόγια περιέχονται στην Διακήρυξη του Υψηλάντη, που συνόδευσε το ξέσπασμα της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία. Και δίνουν μια εικόνα της αυτοαντίληψης των εξεγερμένων γι’ αυτό που ξεκινούσαν. Η συμπερίληψη της Σερβίας και της Βουλγαρίας στην «Ελλάδα άπασα..» είναι ενδεικτική του χαρακτήρα της Επανάστασης, που εξ αρχής δεν έχει αποκλειστικά εθνικά χαρακτηριστικά -με όση, βέβαια, ασάφεια περιέχει το επίθετο «εθνικά».
Είναι πασίγνωστο, εξάλλου, το απόσπασμα από τον Θούριο του Ρήγα Φεραίου:
«Βουλγάροι κι Αρβανήτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί, Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή, […] Να σφάξουμε τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν, και Χριστιανούς και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν […]».
Ενδιάμεσα θα ονοματιστούν δεκάδες άλλοι λαοί και «χρώματα», μέχρι το Μαυροβούνι, τη Μπόσνα και τη Μάλτα. Το κάλεσμα του Ρήγα φαίνεται να έχει έντονα κοινωνικό χαρακτήρα και να απευθύνεται πολύ πέρα από τους «Ρωμιούς».
Αυτό το στοιχείο είναι ένας από τους λόγους που ο ξεσηκωμός του 1821 δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί Επανάσταση και όχι απελευθερωτικός αγώνας.
Ο Χρήστος Λούκος συζητάει αυτό το καίριο ζήτημα πρώτο απ’ όλα στο σπουδαίο βιβλίο του.
Και η απάντησή του είναι σαφής: ο Αγώνας ήταν Επανάσταση.
«Αν εκλάβουμε το μείζον αυτό γεγονός μόνο ως απελευθερωτικό πόλεμο […], θα μας διαφύγει ό,τι καινοφανές παρουσίασε η επαναστατική δυναμική […] [Στα 1835], πολλά έχουν αλλάξει. Κατ’ αρχήν, στις συνειδήσεις: η καθολική σχεδόν συμμετοχή στον Αγώνα έχει μεταβάλλει τους πρώην υπηκόους του σουλτάνου σε πολίτες, σε φορείς μιας συλλογικότητας, στη δημιουργία της οποίας ο καθένας διεκδικεί μικρότερο ή μεγαλύτερο ρόλο. Η επιμονή στη συνταγματική οργάνωση της πολιτείας είναι μια βαρύνουσα κληρονομιά της Επανάστασης, που καθόρισε, σε μεγάλο βαθμό, πολλές από τις εξελίξεις του 19ου αιώνα. Αλλά και στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο τα πράγματα δεν είναι τα ίδια. Η επαναστατική πράξη, με την ορμή της, απελευθέρωσε δυνάμεις που αν δεν ανέτρεψαν τις υπάρχουσες δομές, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την αμφισβήτησή τους» (σελ.16).
Πρόκειται, λοιπόν, για Επανάσταση και, μάλιστα, διεθνούς σημασίας. Όχι μόνο γιατί διαταράσσει την καθεστηκυία τάξη της Ιεράς Συμμαχίας, ελάχιστα μετά από το Βατερλό, αλλά γιατί γίνεται αντικειμενικά πρότυπο για πολλές ακόμη εξελίξεις στο μέλλον. Αν η Γαλλική Επανάσταση έθεσε οριστικά τέλος στην αντίληψη για τον ακλόνητο χαρακτήρα της «ελέω Θεού» κοινωνικοπολιτικής τάξης πραγμάτων, η Ελληνική ήρθε να ενισχύσει αυτή την τροπή της σκέψης στην Ευρώπη -και όχι μόνο. Άλλωστε, ο Αγώνας χρωστάει στη Μεγάλη Επανάσταση πάρα πολλά πράγματα.
Σε συνέχεια των σκέψεων του Λούκου, θα έλεγα ότι η τομή της Γαλλικής Επανάστασης, με όσα κι αν μεσολάβησαν -την Αυτοκρατορία, την ήττα του Ναπολέοντα, την Παλινόρθωση,…- δεν ξεπεράστηκε ποτέ και καθόρισε τη μοίρα της ανθρωπότητας, περισσότερο από οποιοδήποτε ενικό συμβάν, για πολύ καιρό και μέχρι σήμερα. Ο κόσμος, σε ό,τι αφορά τις βελτιώσεις της ζωής, σε όλες της τις διαστάσεις, χρωστάει στις Επαναστάσεις -τη Γαλλική και τη Ρωσική, αλλά και στην Ελληνική και άλλες- πολύ σημαντικότερα πράγματα από ό,τι αιώνες βαθμιαίων μεταρρυθμίσεων, οι οποίες, άλλωστε, σχεδόν πάντα έγιναν εφικτές έχοντας στο φόντο τις Επαναστάσεις.
Η ηγεσία εμφορούταν σε μεγάλο βαθμό από τις επαναστατικές ιδέες που κυκλοφορούσαν ευρέως στις αρχές του 19ου αιώνα, πράγμα που αποτυπώθηκε στα πρωτοποριακά, πραγματικά, Συντάγματα των Εθνοσυνελεύσεων. Η Επανάσταση επικράτησε, όμως, κυρίως, λόγω της καθολικής συμμετοχής του πληθυσμού. Η ηγεσία, πολιτική και στρατιωτική, έφερε αποτελέσματα, «γιατί υπάκουσαν στα σχέδιά τους καρτερικά όχι μόνο οι ένοπλοι, αλλά και όσοι, κυρίως ηλικιωμένοι, γυναίκες και παιδιά τους ακολουθούσαν ή άκουγαν τις οδηγίες τους. Άντεξαν τις ποικίλες κακουχίες, στο κρύο, την πείνα, κατέφυγαν στα όρη, σε σπηλιές, μετακινούνταν συνεχώς. Όλα αυτά έδειχναν την απόφαση όλων τους να αντισταθούν μέχρι τέλους. Η αυτοθυσία του Μεσολογγίου θα μπορούσε, αν και σε άλλη κλίμακα, να επαναληφθεί» (σελ. 87).
Τα χρονικά όρια της Επανάστασης, σύμφωνα με το συγγραφέα, είναι από το 1821 έως το 1832. Ακόμη και οι στρατιωτικές επιχειρήσεις συνεχίστηκαν μέχρι το 1829. Τα όρια έχουν μεγάλη σημασία στην αντίληψη αναφορικά με τα γεγονότα.
Υπάρχει, π.χ., μια ορισμένη αριστερή αντίληψη, με την καλή πρόθεση του αντι-εθνικισμού, αλλά εντελώς εσφαλμένη, σύμφωνα με την οποία οι Δυνάμεις έδωσαν τέλος με τη καταστροφή του οθωμανικού στόλου στο Ναβαρίνο. Στην πραγματικότητα, όμως, ήταν η επιμονή του επαναστατημένου λαού, που διαμόρφωσε ακόμη και τη στάση των Ευρωπαίων. Αυτή, άλλωστε, έπαιξε καθοριστικό ρόλο και στο μεγάλο, σχεδόν πρωτοφανές, φιλελληνικό κίνημα.
Ο Λούκος αναλύει το διεθνές πλαίσιο, την αλλαγή των συνειδήσεων, την διεύρυνση ενός πλήθους «διανοουμένων», προερχόμενων από τα χαμηλότερα μεσαία στρώματα, καθώς και την επίδραση της μεγάλης οικονομικής κρίσης, που ξέσπασε με το τέλος των ναπολεόντειων πολέμων και έπληξε ιδιαίτερα μεγάλο μέρος των Ρωμιών.
Παρουσιάζει, με έναν εντυπωσιακά περιεκτικό τρόπο, τα γεγονότα, εξηγεί την αποτυχία των Τούρκων να αντιμετωπίσουν την Επανάσταση στρατιωτικά, είναι πολύ κατατοπιστικός σε ό,τι αφορά τους εμφυλίους πολέμους και την πολιτικο -κοινωνική τους βάση, περιγράφει την κρίσιμη καμπή της εισβολής του Ιμπραήμ και τον τρόπο που αυτό διαφοροποίησε, μεταξύ άλλων, και την διεθνή απεύθυνση των επαναστατημένων. Παρουσιάζει, επιπλέον, τα οικονομικά της Επανάστασης, αναφέρεται στις κοινωνικές δυνάμεις, πρόκριτους, ένοπλους, κλήρο και θρησκευτικότητα, αστικά στοιχεία, δίνει πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία για το δημογραφικό χάρτη.
Από τις πιο ενδιαφέρουσες ενότητες είναι αυτή που αφορά τις γυναίκες, την θέση τους στην Επανάσταση ως ενεργά υποκείμενα, ακόμη και στρατιωτικά. Αλλά και τη γενικότερη πρόσληψη της γυναικείας συνθήκης, όπως και των ερωτικών σχέσεων.
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με την ανάλυση του τρόπου, με τον οποίο η Επανάσταση εγγράφηκε στη νεοελληνική ιδεολογία, σε διάφορες φάσεις των 200 χρόνων, που μεσολάβησαν.
Τα πρόσωπα, στα οποία αφιερώνονται αυτόνομα κεφάλαια είναι ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και ο Ιωάννης Καποδίστριας. Απολύτως λογικό, στο μέτρο, που καθόρισαν περισσότερο από τους υπόλοιπους την πορεία και την έκβαση της Επανάστασης. Υπάρχει μια «προοδευτική» άποψη, που χρεώνει στον πρώτο τα πλείστα όσα, ενώ πρόκειται για έναν αγωνιστή, που έχασε τέσσερα παιδιά στη διάρκεια της Επανάστασης, ενώ ο δεύτερος εμφανίζεται ως δικτάτορας, περίπου. Το βιβλίο αποδίδει, επ’ αυτών, δικαιοσύνη, ακριβώς λόγω της επιστημοσύνης του.
Πολύ περισσότερο, αν σκεφτούμε πως οι «λαϊκότεροι» ήρωες, όπως ο Μακρυγιάννης ή ο Παπαφλέσσας, φρόντισαν πολύ τα των ιδιοκτησιών τους. Ο πρώτος γκρίνιαζε διαρκώς για την αδικία «που του γένηκε», μιας και η ανταμοιβή δεν ήταν ανάλογη της προσφοράς του, ο δεύτερος πρόκανε να στείλει πολλά γρόσια στη Ζάκυνθο, για να μην κινδυνέψουν στην Πελοπόννησο, ο δε Παπαφλέσσας «απέκτησε στο Ναύπλιο κάμαρες, πανδοχεία, σπίτια, μύλους, λουτρά, μαγαζιά συνολικής αξίας 109116,50 γρ., από το δεύτερο εξάμηνο του 1823 μέχρι τις αρχές του 1825». Επιπλέον, ήδη από το 1822, ο Παπαφλέσσας νοικιάζει την πρόσοδο της επαρχίας Λεονταρίου για 97000 γρόσια, δίνοντας προκαταβολή σε μετρητά 14250 γρόσια» (σελ. 127). Ο Λούκος, βέβαια, προειδοποιεί ότι οι συμπεριφορές, οι προσδοκίες, οι μεθοδεύσεις, ακόμη και οι «ηθικές» πρέπει να τοποθετούνται μέσα στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα.
Πράγμα που ισχύει, προφανώς, και για τη βία. Μια βία ανελέητη και από τις δυο πλευρές. Η Ελληνική Επανάσταση υπήρξε, τηρουμένων των αναλογιών, ένα από τα πιο βίαια γεγονότα αυτού του τύπου.
Για τη σφαγή στην Τριπολιτσά, ο Κολοκοτρώνης μαρτυράει: «Το άλογό του από τα τείχη έως τα σαράγια δεν επάτησε γη […] Το ασκέρι όπου ήτον μέσα το ελληνικό έκοβε και σκότωνε από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά, άντρες, 32000 […] Ένας Υδραίος έσφαξε 90» (σελ. 43). Και, όπως σημειώνει ο Λούκος, αυτό «αποτέλεσε ένα εξόχως μελανό σημείο της Επανάστασης, που θα μπορούσε να την τραυματίσει καίρια στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, αν η βαρβαρότητα των Τούρκων δεν αποδεικνύονταν ακόμη πιο μεγάλη στη σφαγή της Χίου […]. [Γενικότερα], και οι δυο πλευρές προτρέπουν και αποζημιώνουν όσους στρατιώτες τους φέρνουν κεφάλια κι αυτιά φονευθέντων αντιπάλων, για να στηθούν σε πυραμίδες -τρόπαια» (σελ. 44).
Το βιβλίο διεξέρχεται, με μια πολύ ζωηρή αφηγηματική μορφή, όλα όσα σηματοδότησαν την Επανάσταση και την πρόσληψή της.
Και όλα αυτά σε 145 σελίδες μεσαίου σχήματος!