Ποιο είναι το στοίχημα της Πόλης Ανάποδα, μπροστά στην κάλπη της Κυριακής; Μετά από επτά μήνες καμπάνια, ελπίζω να το κάναμε ξεκάθαρο.
Θέλουμε να γίνουμε η έκπληξη αυτών των εκλογών. Όταν το πρωτοείπαμε, ακουγόταν σαν ένα αφηρημένο πολιτικό σύνθημα, όμως ήταν ένας πολύ συγκεκριμένος πολιτικός στόχος. Την Κυριακή το βράδυ, από τις εκλογές της Θεσσαλονίκης θα προκύψουν δυο ειδήσεις: μια αναμενόμενη, ποιοι περνάνε στον επόμενο γύρο, και μια σπάνια, ότι ένα μικρό, ριζοσπαστικό σχήμα έσπασε το μονοπώλιο των κυρίαρχων παρατάξεων. Αυτό, εννοείται, δεν θα γίνει με ένα κάπως ανακουφιστικό 4% και μια εδρούλα: θα επιτευχθεί μόνο με ένα αποτέλεσμα εξαιρετικό.
Αυτή η είδηση θα φτάσει σιγά – σιγά στα αυτιά των πολλών, των φτωχών, των εργαζομένων και των ανέργων. Θα φτάσει στην Ξηροκρήνη και το Φάληρο, θα φτάσει στην Παπάφη και την Κασσάνδρου. Θα φτάσει εκεί που ακόμα δεν φτάσαμε εμείς, εξαιτίας των περιορισμένων δυνατοτήτων μας, αλλά κι εξαιτίας των μικροαστικών καταβολών μας. Οι άνθρωποι αυτοί θα ακούσουν ότι «κάτι παιδιά», με πρόγραμμα, με γνώση και με δράση, καταφέρνουν πράγματα. Χωρίς να βάλουν νερό στο κρασί τους, αλλά αντίθετα, προσπαθώντας να κάνουν το ριζοσπαστισμό τους συγκεκριμένο και πιο αιχμηρό: να μην εξαντλείται σε γενικά ιδεολογικά μοτίβα, αλλά να συγκρούεται με το ιδιωτικό συμφέρον, να υπερασπίζεται τα κοινά αγαθά, σε κάθε οικόπεδο, σε κάθε ρέμα.
Κι από εκεί και πέρα ξεκινάνε οι ενδεχομενικότητες, τί θα ήταν η ζωή χωρίς αυτές. Αν σταθούμε αντάξιες των αναγκών που θα προκύψουν, αν ανοίξουμε το σχήμα, αν αυτή η συνθήκη συναντηθεί με μια νέα κοινωνική κινητικότητα, αν τετραπλασιαστούμε για άλλη μια φορά -σε μέλη, υποψήφιους, επιρροή, δράση και ψήφους- τότε στην επόμενη κάλπη θα έρθει η σειρά μας να διεκδικήσουμε, μαζί με την κοινωνική πλειοψηφία, μια πραγματική αλλαγή και στο επίπεδο της διοίκησης. Έτσι γίνονται, αν γίνονται, οι αλλαγές: με σχέδιο και με δουλειά. Θα γίνουν; Ποιος ξέρει..
«Από περιέργεια υπάρχω…»
Πίσω από αυτά τα μεγάλα στοιχήματα, υπάρχει ένα άλλο, λιγότερο φανερό, που όμως αποτελεί την προϋπόθεσή τους.
Το 1978, μια παρέα με έδρα τη Θεσσαλονίκη και το «Αγροτικό», που τότε δεν ήταν «ιστορικό» αφού περνούσαν ακόμα τα καλώδια, βγάζει ένα δίσκο περίεργο για την εποχή του. Ισορροπεί με τέχνη ανάμεσα στο σκυλάδικο και το λόγιο (δόξα τον θεό, τότε δεν υπήρχε ακόμα «έντεχνο»), βάζει στο επίκεντρο την παρέα, το παιχνίδι και τον χαβαλέ και βγάζει τη γλώσσα στη σοβαροφάνεια του μεταπολιτευτικού αριστερού τραγουδιού και των ιερών τεράτων του. Στην αρχή δεν πουλάει και πολύ, αλλά σε λίγο γίνεται φανερό ότι πρόκειται για δίσκο – τομή που θα αλλάξει για πάντα το ελληνικό τραγούδι. Είναι η πραγματική εκδίκηση της γυφτιάς.
Όταν ξεκίνησε η Πόλη Ανάποδα, βάλαμε μία κόκκινη γραμμή. Οκ, είπαμε, να μπλέξουμε στο βούρκο των εκλογών, αν αυτό μπορεί να βοηθήσει τα κινήματα και τους κατοίκους. Να μπούμε στη φάση ακόμα κι όσοι/ες δεν το κάναμε ποτέ, ούτε το είχαμε στο πρόγραμμα. Αλλά θα το κάνουμε με τον τρόπο μας. Θα διατηρήσουμε την παιδικότητά μας. Δεν αναφέρομαι στην ηλικία των μελών, αυτή άλλωστε η ιδιαιτερότητα επιδιώκουμε σταδιακά να αμβλυνθεί, όσο μεγαλώνει το σχήμα – και μεγαλώνουμε κι εμείς μαζί τους. Αναφέρομαι στον τρόπο μας να κάνουμε πολιτική.
Δεν μιμηθήκαμε λοιπόν τον τρόπο των «μεγάλων». Δεν ψάξαμε τον επιφανή, αναγνωρίσιμο (άντρα), να τον βάλουμε επικεφαλής. Δεν διαπραγματευτήκαμε το γνωστό τετρασέλιδο με τα βαρύγδουπα συνθήματα. Το σημαντικότερο, δεν κλειστήκαμε σε δωμάτια για να τα κανονίσουμε, αλλά τα κάναμε όλα δημόσια, στο φως, στη συνέλευση. Δεν σταυρώναμε όλη νύχτα ψηφοδέλτια, αλλά υποταχτήκαμε στο συλλογικό. Μοιραστήκαμε τις δουλειές με αυταπάρνηση και μέχρις εξοντώσεως. Αντί για προεκλογικές συγκεντρώσεις κάναμε φεστιβάλ κι αντί για εκλογικό κέντρο κάναμε στέκι: αυτά ξέρουμε, αυτά κάνουμε. Φωνάξαμε, γελάσαμε, μαλώσαμε, ήπιαμε (για «οικονομική ενίσχυση»). Τα ξέρετε, όλα αυτά που συγκροτούν αυτό που με μια μικρή συγκίνηση αποκαλούμε «φυσιογνωμία» της Πόλης Ανάποδα.
Πιστεύω ακράδαντα ότι αυτή η φυσιογνωμία αποτελεί το πιο βαρύ, αλλά και το πιο εύθραυστο, προσόν της Πόλης Ανάποδα. Θα ήταν σχεδόν συνώνυμο να την αποκαλέσουμε και αξιοπρέπεια. Αν κάτι καταφέραμε, αν κάτι έκανε τους ανθρώπους γύρω μας να γυρίσουν το κουρασμένο κεφάλι τους και να μας ακούσουν, ήταν εξαιτίας της. Χάσουμε – κερδίσουμε, με αυτή θα πορευτούμε, από περιέργεια και από καραγκιοζλίκι.
Διαβάζοντας το άρθρο του συμπαθούς κατά τα άλλα Νίκου Νικήσιανη. Πριν ακόμη προλάβουμε να χαρούμε και για τα επινίκια, διότι αυτό συνέβη για την ΠΟΛΗ ΑΝΑΠΟΔΑ, νίκησε και μπράβο σε όλες και όλους, για την συνέπεια, την προσπάθεια και το αποτέλεσμα. Έφτασα στο σημείο: “(δόξα τον θεό, τότε δεν υπήρχε ακόμα «έντεχνο»)”. Προς μεγάλη μου έκπληξη και στενοχώρια, βρέθηκα μπροστά από έναν άσκοπο και άσχετο αφορισμό του οποίου τη θέση και την σημασία αδυνατώ να καταλάβω. Ο όρος ΕΝΤΕΧΝΟ δεν αποτελεί αυτοπροσδιορισμό για όλους όσους περιλαμβάνονται σε αυτόν (συμπεριλαμβανομένου και του γράφοντος). Είναι ένας σημειολογικός νεολογισμός στον χώρο της Τέχνης μας, τον οποίον εφηύραν κάποιοι αποθηκάριοι των δισκογραφικών εταιριών, προκειμένου να δημιουργήσουν ένα ακόμη ράφι στις αποθήκες τους. Ωστόσο ως χρήση διευκόλυνε ακόμη και τον κόσμο στην προσπάθεια να απαντήσει τι είδους μουσική και τραγούδι αγαπά. Δεν θα απαριθμήσω το πόσοι και ποιοί σπουδαίοι ομότεχνοι κατατάσσονται πλέον στη συνείδηση του κοινού μέσα σε αυτόν. Προσωπικά διαφωνώ με τον όρο και μπορεί κάποιος πολύ άνετα να βρει δημόσιες τοποθετήσεις μου, στις οποίες αμφισβητώ τον όρο ως αδόκιμο και μάλιστα διαχωρίζω την καλλιτεχνική μου προσπάθεια από αυτόν. Ίσως αυτό όμως να μην έχει και μεγάλη σημασία. Το ατόπημά σου φίλε Νίκο βρίσκεται ακριβώς εδώ λοιπόν. Ενώ άνθρωποι – καλλιτέχνες του ΕΝΤΕΧΝΟΥ (με βάση και πάλι το λέω την συναντίληψη του κοινού, ακόμη και ο αείμνηστος Παπάζογλου ανήκει σε αυτό) αποτέλεσαν ένθερμους πολιτικούς υποστηρικτές της προσπάθειας της ΠΟΛΗΣ, αίφνης λοιδορούνται απρόκλητα και χωρίς λόγο. Διότι κακά τα ψέματα. Εφόσον: “ευτυχώς δεν υπήρχαν τότε…”, προφανώς κακώς υπάρχουν και σήμερα! Με εκτίμηση Δημήτρης Ζερβουδάκης
Δημήτρη, χωρίς να ξέρω πολλά-πολλά, συμφωνώ νομιζω με όσα λες. Ο όρος “έντεχνο” στο κείμενο είναι σε εισαγωγικά και στα όρια της πλάκας, ακριβώς γιατί δεν χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι, αλλά για να πει περίπου αυτό που λες, ότι ο όρος είναι κάπως τεχνητός και συμπεριλαμβάνει διαφορά πράγματα και ότι τότε ευτυχως δεν υπήρχε για να του βάλουν κι αυτού του δίσκου την ίδια ταμπέλα. Καμία λοιπόν ενοχοποιηση από μένα του υπολοίπου έντεχνου, με ή χωρίς εισαγωγικά!
Αν όντως δεν γνωρίζουμε πολλά η και λιγότερα, θεωρώ σωστότερο να μην επεκτεινόμαστε σε αφορισμούς η λογικά άλματα και μάλιστα για πλάκα. Για κάποιους ανθρώπους είναι η ζωή τους.
Σύμφωνοι. Ατόπημα. Δεν είχε περάσει από το μυαλό μου ό,τι μπορεί να πληγώσει κάποιον ή κάποια.