in

Η Χρυσή Αυγή πέρα από τη Χρυσή Αυγή. Της Σοφίας Βιδάλη

Η Χρυσή Αυγή πέρα από τη Χρυσή Αυγή. Της Σοφίας Βιδάλη

Ανάμεσα στα άλλα ζητήματα που αναμένεται να φωτίσει και να επαναοριοθετήσει η επικείμενη δίκη της Χρυσής Αυγής, περιλαμβάνεται το ποιοτικό εύρος και τα κριτήρια χαρακτηρισμού μιας ομάδας ως «εγκληματικής οργάνωσης». Το ζήτημα αυτό ήδη προκαλεί συζητήσεις.

Η «εγκληματική οργάνωση», όμως, δεν αποτελεί απλά μια νομική κατηγορία αλλά την οργανωτική έκφραση ενός ευρύτερου κοινωνικού φαινομένου που ορίζουμε ως οργανωμένο έγκλημα και που εν πολλοίς συνιστά μια παράνομη οικονομία, παράλληλη με την επίσημη. Πρόκειται, μεταξύ άλλων, και για οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις που, μέσα από τα φίλτρα του νόμου, επιχειρείται να «χωρέσουν» σε ένα τυπικό σχήμα, την «εγκληματική οργάνωση», με επίκεντρο κάποιο οικονομικό όφελος. Αυτό λέει η εγκληματολογική θεωρία. Όχι, όμως, πάντοτε και το ποινικό δόγμα. Έτσι, υποστηρίζεται από ορισμένους νομικούς ότι εάν το όφελος δεν είναι οικονομικό, τότε δεν έχουμε εγκληματική οργάνωση. Αλλά, τι έχουμε;

Έχει ενδιαφέρον να θυμίσουμε ότι στην Ελλάδα, ενώ αρχικά μια σειρά από φαινόμενα υπήχθησαν στις διατάξεις περί εγκληματικής οργάνωσης παρακάμπτοντας το οικονομικό όφελος, με στόχο τότε την αποπολιτικοποίηση της τρομοκρατίας και την ταύτισή της με το κοινό οργανωμένο έγκλημα, σήμερα, και μετά την αλλαγή της νομοθεσίας, η διχογνωμία σχετικά με το οικονομικό όφελος διαχωρίζει το κοινό έγκλημα από την πολιτική, δηλαδή, εδώ, από ένα πολιτικό κόμμα. Στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής αυτό θέτει μια σειρά ζητημάτων. Εάν η Δικαιοσύνη δεν δεχθεί την ύπαρξη οικονομικού οφέλους, πρέπει λογικά να έχει διερευνηθεί ενδελεχώς η μη ύπαρξή του. Στο πόρισμα Ντογιάκου, όπως αυτό δημοσιοποιήθηκε, υπάρχουν αναφορές μαρτύρων που σε έναν απλό αναγνώστη κινούν το ενδιαφέρον και για τις οποίες ενδεχομένως η Δικαιοσύνη αποφασίσει να διευρύνει την έρευνα. Διαφορετικά, εάν απορριφθεί η ιδέα του οικονομικού οφέλους, η δράση της οργάνωσης θα πρέπει να εξηγηθεί με όρους προπαρασκευής απόπειρας ή απόπειρας κατάλυσης του πολιτεύματος. Δεν βλέπω να υπάρχει άλλη λογική εξήγηση, με βάση την κοινή πείρα και τη λογική, που να κάνει κατανοητή την ανάπτυξη της οργάνωσης αυτής. Η ιδεολογία σε αυτήν την περίπτωση, αν δεν είναι τελείως προσχηματική για τον πυρήνα της οργάνωσης, έχει σαφώς εργαλειοποιηθεί μέσα από την υιοθέτηση πρακτικών του κοινού οργανωμένου εγκλήματος. Διότι αν υποθέσουμε, ότι όντως καταλήξει η Δικαιοσύνη ότι πρόκειται για εγκληματική οργάνωση, τώρα πια έπειτα από τόσα εγκλήματα, θα πρέπει να εξηγηθεί και ο λόγος και ο στόχος διάπραξης αυτών των εγκλημάτων.

Η Ελλάδα σήμερα φαίνεται να αποτελεί ένα «υπόδειγμα» για το πώς αλλάζουν τα πράγματα σε σχέση με τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου «από κάτω»: δηλαδή η δημοκρατία βάλλεται «από πάνω» μέσω της επέκτασης του καταστροφικού καπιταλισμού (και όχι πλέον με τανκς): αυτό θα διαπιστωθεί (ελπίζω) μέσα από τις δίκες για τα μεγάλα οικονομικά σκάνδαλα. Βάλλεται όμως και «από κάτω» και μέσα από αλλαγές στους χώρους της κοινής οργανωμένης παρανομίας που έχει «πολλά λεφτά», ώστε να διαμορφώνει συνέργειες και να επιδιώκει τη διείσδυσή της στο πολιτικό σύστημα αυτονομημένα από αυτό. Εκεί τα όρια είναι ρευστά και γι’ αυτό η δίκη της Χρυσής Αυγής έχει ιδιαίτερη σημασία για την ουσία του Πολιτεύματος.

Η ενδεχόμενη καταδίκη των κατηγορουμένων, πρέπει να δείξει και όλες τις ενδεχόμενες διασυνδέσεις με τον τυπικό υπόκοσμο ή και με σκιώδεις παράγοντες του πολιτικού συστήματος. Και τούτο επειδή οι συνέπειες της ασυλίας και ανάπτυξης του νεοναζιστικού φαινομένου τα προηγούμενα χρόνια ήταν να διαμορφωθούν νοοτροπίες και πρακτικές που επηρέασαν τη ζωντανή καθημερινότητα: πολλοί άνθρωποι τις υιοθέτησαν ακόμα και για να λύσουν προσωπικές διαφορές στη γειτονιά με τον διπλανό τους μετανάστη ή μη, για να εξαφανίσουν, κυριολεκτικά, τους ενοχλητικούς Άλλους, όπως έγινε με εκατοντάδες μετανάστες αλλά και στην περίπτωση Φύσσα. Έτσι δημιουργήθηκε εντός και εκτός κράτους μια ζώνη συναίνεσης αν όχι συνέργειας στον ναζισμό. Κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν ήξερε, κυρίως τα ΜΜΕ: τη βαρβαρότητα όλοι πρέπει να μπορούμε να την αναγνωρίζουμε και όχι να την κάνουμε life style.

Τιτάνιο το έργο που έχουν να επιτελέσουν οι Έλληνες δικαστές. Ποτέ έως τώρα μετά τη δολοφονία Λαμπράκη δεν υπήρξε δίκη τόσο βαθιάς πολιτικής και τόσο άμεσα κοινωνικής σημασίας όσο αυτή, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες. Και αυτό είναι το μεγάλο κοινωνικό βάρος της δίκης: Ότι το αποτέλεσμά της διαγράφει και το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας.

* Η Σοφία Βιδάλη είναι καθηγήτρια Εγκληματολογίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Πηγή: Εφημερίδα “Αυγή”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Δεν κάθονται όλοι στο εδώλιο

Μια μπανιέρα γεμάτη κόπρανα. Της Άντας Ψαρρά