«Μια μέρα θα γραφτεί η αληθινή ιστορία αυτών των ημερών –μια μέρα θα γράψω γι’ αυτά τα ευτυχισμένα χρόνια της ανεπιφύλακτης στράτευσης και αφοσίωσης … Λίγο έλειψε να τα καταφέρουμε –όλα τα είχαμε εκτός από τα όπλα»
Λουίς Σεπούλβεδα
Η τρέλα του Πινοτσέτ
Το 1973 είναι χρονιά με πολύ μεγάλο βάρος στην ιστορία του επαναστατικού κινήματος. Στις 11 Σεπτεμβρίου πνίγεται στο αίμα το χιλιανό σοσιαλιστικό πείραμα και, λίγες μέρες μετά, ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ δημοσιεύει στη Rinascita τις «Σκέψεις για την Ιταλία μετά τα γεγονότα της Χιλής», που θα σημάνουν μια στροφή ιστορικής σημασίας για την πορεία της μεγάλης ιταλικής αριστεράς.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά. Είναι δεδομένο –και παράδοξο μαζί- πως η χιλιανή εμπειρία έχει συζητηθεί στο πλαίσιο της διεθνούς αριστεράς πολύ λίγο σε σχέση με την σημασία της. Στην πραγματικότητα, αυτό που έμεινε πάνω απ’ όλα είναι μια συναισθηματικού, κατά βάση, τύπου σχέση με τη σφαγή της 11ης Σεπτεμβρίου: όπως το έθεσε ένας ανδαλουσιάνος αναρχικός, με αφορμή μια άλλη σφαγή στις αρχές του αιώνα, «ο αέρας μύριζε μαραμένα τριαντάφυλλα, γιατί έτσι μυρίζει το αίμα». Η οσμή γέμισε τον κόσμο όλο και δεν άφησε χώρο για μια συζήτηση που πολλά θα πρόσφερε στη στρατηγική μας τοποθέτηση.
Γιατί η Χιλή της Unidad Popular και του Αλιέντε είναι μια πολύ μεγάλη και ιδιαίτερη ιστορία. Ένας καλός τρόπος για να το αντιληφθούμε είναι να προστρέξουμε στην άποψη, αλλά και τα αισθήματα των σφαγέων. Όπως επισήμαινε ο Ρότζερ Μόρις, συνεργάτης του Κίσινγκερ στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ, καιρό μετά τα γεγονότα: «Νομίζω πως κανείς στην κυβέρνηση δεν κατανοούσε πόσο ακραία ιδεολογική ήταν η στάση του Κίσινγκερ έναντι της Χιλής… Ο Χένρυ έβλεπε τον Αλιέντε ως πολύ μεγαλύτερη απειλή από τον Κάστρο. Αν η Λατινική Αμερική επρόκειτο ποτέ να γίνει σοσιαλιστική δεν θα συνέβαινε με έναν Κάστρο. Ο Αλιέντε ήταν το ζωντανό παράδειγμα της δημοκρατικής κοινωνικής μεταρρύθμισης στη Λατινική Αμερική. Όλα τα κατακλυσμιαία γεγονότα γύριζαν γύρω μας, αλλά αυτόν τον τρόμαζε η Χιλή… Η Χιλή τον τρόμαζε»[1]. Η Χιλή, λοιπόν, απασχολούσε τον Χένρυ πολύ περισσότερο από ό,τι η Κούβα. Και, προφανώς, τον απασχολούσε και τον τρόμαζε εξαιτίας, κυρίως, του γεγονότος πως εδώ δεν μπορούσαν να επικαλεστούν το κύριο –και πολύ δραστικό λόγω της πραγματικότητας του ανύπαρκτου- αντικομμουνιστικό τους επιχείρημα περί του αντιδημοκρατικού χαρακτήρα των σοσιαλιστικών εγχειρημάτων. Ήταν σε όλους φανερό πως η δημοκρατική –όπως κι αν ορίσεις τη λέξη- εξέλιξη της Χιλής δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί. Έπρεπε, άρα, να κατασταλεί, όπως και έγινε.
Στη Χιλή, λοιπόν, έχουμε μια εκδοχή αυτού που έμελλε να μείνει στη στρατηγική ορολογία ως δημοκρατικός δρόμος για το σοσιαλισμό. Αυτό, ωστόσο, δεν υποσημειώνει κάποια αντίληψη σταδιακής και βαθμιαίας μετάβασης. Τουλάχιστον όχι αναγκαστικά. Πρώτα πρώτα, η εμπειρία της Χιλής είναι παράδειγμα εφαρμογής ενός πολύ ριζοσπαστικού προγράμματος με άμεσες επιπτώσεις στη ζωή των ανθρώπων. Όπως σημειώνει ο Τζέιμς Πέτρας[2], «αν συγκρίνουμε τις μεταβολές πούγιναν στη Χιλή στη διάρκεια των πρώτων έξι μηνών με αυτές πούγιναν στην Κούβα και στην Κίνα, ο ρυθμός και ή έκτασή [τους] είναι πιθανώς της ίδιας σημασίας αν όχι μεγαλύτερος».
Ενδεικτικά στοιχεία της δραστικής τομής που αποτέλεσε η Unidad Popular είναι, μεταξύ άλλων, μια εισοδηματική πολιτική, η οποία αύξησε τα εργατικά μεροκάματα κατά 100% στον πρώτο ήδη χρόνο, και μια πολιτική εθνικοποιήσεων -που περιέλαβε στο δημόσιο τομέα το 60% του εθνικού προϊόντος –όχι μόνο «στρατηγικών μονοπωλίων», αλλά και κλάδων βασικών καταναλωτικών αγαθών, όπως τροφίμων και ρούχων . Οι τράπεζες δεν εθνικοποιήθηκαν άμεσα, απέκτησε όμως το κράτος την πλειοψηφία στη μετοχική σύνθεση όλων σχεδόν των πιστωτικών ιδρυμάτων. Την ίδια περίοδο εφαρμόστηκε μια αποφασιστική πολιτική διατίμησης με πολύ θετικά αποτελέσματα στα χαμηλά εισοδήματα[3].
Η ταξική μεροληψία της κυβέρνησης είχε εκδηλωθεί στην πράξη με απολύτως σαφή τρόπο, πράγμα που –στο μέσο μιας ευρύτατης κινητοποίησης στα εργοστάσια και στα χωράφια- αύξησε θεαματικά την υποστήριξη προς την κυβέρνηση Αλιέντε. Ειναι χαρακτηριστικό πώς, ενώ ο Αλιέντε εκλέχτηκε πρόεδρος το Σεπτέμβριο του ’70 με ποσοστό 36%, στις τοπικές εκλογές του Απριλίου του ’71, μόλις μισό χρόνο μετά, η Unidad Popular πήρε το 51% των ψήφων. Τα πράγματα είχαν πάρει το δρόμο τους και οι ρυθμοί διαμορφώνονταν, όπως σε όλες τις επαναστατικές καταστάσεις, ανεξάρτητα πολλές φορές από τις προθέσεις των πρωταγωνιστών. Η ιστορία άρχισε να κινείται ιλιγγιωδώς. Οι προοπτικές του χιλιανού πειράματος δεν φαίνονταν κακές –κάθε άλλο.
Τι έγινε, λοιπόν, και φθάσαμε στην τραγική 11η Σεπτεμβρίου; Τι έγινε και αυτό που τόσο είχε τρομάξει τον Κίσινγκερ κατέληξε, όπως κατέληξε; Προφανώς στο μικρό χώρο αυτού του κειμένου είναι αδύνατο να απαντηθεί αναλυτικά αυτό το ερώτημα. Τα κείμενα που παραθέτω στις σημειώσεις προσφέρουν καλό υλικό για μια τέτοια απάντηση. Εδώ θα κάνω μόνο μερικές νύξεις για όσα παρουσιάζουν ένα στρατηγικό ενδιαφέρον.
Εκκινώντας από το ζήτημα του, τόσο καθοριστικού στα εγχειρήματα κοινωνικού μετασχηματισμού, πολιτικού χρόνου, διαπιστώνουμε πως η χιλιανή αριστερά γρήγορα απώλεσε την πρωτοβουλία στο πεδίο αυτό. Από το καλοκαίρι του ’72 και μετά, μάλιστα, στην πραγματικότητα είχε μπει σε μια διαδικασία να απαντάει σε όσα σχεδίαζαν και υλοποιούσαν οι αντίπαλοί της. Η απώλεια αυτή της πρωτοβουλίας σήμανε και απώλεια αποφασιστικότητας στο μέτρο που η Unidad Popular βρισκόταν πλέον σε άμυνα. Καθοριστική, όπως καταγράφεται σε πολλές αποτιμήσεις, ήταν η καθυστέρηση. Κι έτσι, η fortuna, για να θυμηθούμε το Μακιαβέλι, άρχισε να στρέφεται εναντίον της. Το ’71 θα μπορούσε, βάσει της θεαματικής υποστήριξης που απολάμβανε η πολιτική της, να περάσει σε θεσμικές ρήξεις –στο πλαίσιο ακόμη και του υπάρχοντος συντάγματος- που θα την ισχυροποιούσαν εξαιρετικά έναντι των αντιπάλων της.
Κι εδώ εμφανίζεται το δεύτερο ζήτημα. Η αριστερά είχε -και αργότερα- όλες τις ευκαιρίες να ενισχύσει τους εργατικούς και κοινωνικούς θεσμούς, που αυθόρμητα προέκυπταν μέσα από τους αγώνες των απλών ανθρώπων που τη στήριζαν. Τα Cordones –είδος εργατικού συμβουλίου που αναπτύχθηκε εν πρώτοις ως προσπάθεια να απαντηθούν τα άμεσα βιοτικά προβλήματα που δημιουργούσε η αντίδραση των αφεντικών- δεν ιδώθηκαν ως αυτό που αντικειμενικά ήταν: θεσμοί μιας αμεσοδημοκρατικής εξουσίας, σαν αυτούς που ο Πουλαντζάς μερικά χρόνια αργότερα θα θεωρούσε βασική προϋπόθεση σε οποιαδήποτε πορεία προς το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό καθόλου ασύμβατοι με αυτούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, που η Unidad Popular δεν είχε –και ορθά- καμία πρόθεση να καταργήσει λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τα ιδιοφυή σχόλια της Λούξεμπουργκ σχετικά με τη Ρωσική Επανάσταση. Τα Cordones, όπως και τα Comandos Communales, είχαν αποδείξει πως μπορούσαν αποτελεσματικά να οργανώνουν τη ζωή, όποτε απαιτήθηκε κάτι τέτοιο –και ειδικά στη μεγάλη δοκιμασία του Οκτωβρίου του ’72 με το γενικό λοκάουτ, που ξεκίνησε από τους φορτηγατζήδες και επεκτάθηκε στο σύνολο της οικονομίας σε μια προσπάθεια της αστικής τάξης να κάνει τους «ξεβράκωτους» να πεινάσουν πραγματικά. Ο Αλιέντε άντεξε ακριβώς επειδή τα συμβούλια πήραν πάνω τους την υπόθεση τόσο της παραγωγής, όσο και της μεταφοράς και διανομής των βασικών αγαθών, αποδεικνύοντας εμπράκτως πως η κοινωνικοποίηση ήταν άμεσα εφικτή. Δεν τους έδωσε, όμως, το ρόλο που τους αντιστοιχούσε με τρόπο σταθερό. Ενδεικτική ήταν η πρόταση του ΚΚ να μπουν υπό την σκέπη των συνδικάτων! Σκεφτείτε το ενδεχόμενο το 1917 τα σοβιέτ να «οργανώνονταν» στα συνδικάτα –πολιτική ασυναρτησία πρώτου μεγέθους.
Τα προηγούμενα, επιπλέον, είναι στενά δεμένα με το τρίτο στρατηγικό ζήτημα, τη λυδία λίθο της αριστερής πολιτικής, την τοποθέτηση απέναντι στις τάξεις. Η Unidad Popular είναι δεδομένο πως πολιτεύτηκε θεωρώντας πως είναι δυνατή μια στρατηγική συμμαχία των εργατών, των φτωχών αγροτών και των αποκλεισμένων με τις «μεσαίες τάξεις» των ιδιοκτητών. Ακόμη κι όταν φάνηκε καθαρά πως οι τελευταίες, προσανατολισμένες ορθά από το ταξικό τους αισθητήριο, έρχονταν σε τροχιά σύγκρουσης με την αριστερά, η τελευταία επιχείρησε να τους «κατευνάσει». Πολλές από τις πολιτικές ενέργειές της είχαν αυτό το στόχο. Η παρατεταμένη προσπάθεια για συμφωνία με τη Χριστιανοδημοκρατία, ενώ η τελευταία συνεννοούνταν με τις ΗΠΑ για την ανατροπή του Αλιέντε, η ασυλία που προσφέρθηκε στον «ουδέτερο» στρατό είναι αποτελέσματα αυτής της επιδίωξης για την «ανέφικτη» συμμαχία. Όταν ξέσπασε το μεγάλο λοκάουτ, έλαβε μέρος σε αυτό ακόμα και ο μικρότερος μαγαζάτορας. Κανείς νοικοκύρης δεν έλειψε από το προσκλητήριο των ιδιοκτητριών τάξεων. Το ίδιο συνέβη όμως και με τα «νέα μεσαία στρώματα». Οι γιατροί και οι οδοντίατροι απεργούσαν με διαλείμματα σχεδόν ολόκληρο τον τελευταίο χρόνο της κυβέρνησης Αλιέντε, όπως και το σύνολο σχεδόν των αυτοαπασχολούμενων και των δημοσίων υπαλλήλων.Ο ιατρικός σύλλογος του Σαντιάγκο διέγραψε από τις τάξεις του τον Αλιέντε την ίδια στιγμή που στα νοσοκομεία των φτωχών οι θάλαμοι πρώτων βοηθειών έμεναν χωρίς προσωπικό: «αφήστε τους εργάτες να πάνε στους σοασιαλιστές υπουργούς τους για να γιατρευτούν». Και η στάση αυτή διαμορφώνονταν σε μια περίοδο, όπου οι συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού είχαν σαφώς ωφεληθεί εισοδηματικά. Ο φόβος και η απέχθεια του «αξιοπρεπούς κόσμου» για τους «κατώτερους», το βαθύ ταξικό του ένστικτο φάνηκαν ισχυρότερα από το όφελος που φρόντιζε να τους διασφαλίζει η κυβέρνηση. Από την άποψη αυτή, η εμπειρία της Χιλής αποτελεί το πιο καθαρό επιχείρημα εναντίον οποιασδήποτε εκδοχής αντιμονοπωλιακών συμμαχιών και των αντίστοιχων στρατηγικών.
Είναι σημαντικό να ειπωθεί εδώ πως τα θέματα αυτά ήταν αντικείμενο αντιπαράθεσης σε όλη τη διάρκεια της τριετίας με κορύφωση τη διαμάχη, που σχηματοποιήθηκε στο δίλημμα «consolidar o avanzar?» (σταθεροποίηση ή προχώρημα;) και διαμόρφωσε οριστικά μια δεξιά πτέρυγα με άξονα το ΚΚ και μια αριστερή γύρω από την αριστερά του ΣΚ, το MAPU και το –εξωκυβερνητικό, αλλά υποστηρικτικό- MIR. Όπως το έθετε ο Kyle Steenland σε μια από τις σημαντικότερες αποτιμήσεις των πραγμάτων που έγινε μέχρι σήμερα, «το ΚΚ πιστεύει πως ο σοσιαλισμός θα είναι δυνατόν να οικοδομηθεί σε κάποιο απροσδιόριστο μέλλον μετά που οι αντιμονοπωλιακές και αντιιμπεριαλιστικές στοχεύσεις θα έχουν επιτευχθεί. Αυτή η θεωρία των σταδίων, με το τελευταίο και πιο σημαντικό στάδιο αφημένο για το αόριστο μέλλον ξεχνάει πως οι επαναστάσεις που δεν εξελίσσονται γρήγορα συντρίβονται… [βλ. Ρόζα Λούξεμπουργκ]. Η τοποθέτηση αυτή του ΚΚ κατέστησε ανάπηρη την U.P. Μετά από τις αρχικές προόδους και παρόλα τα μεγάλα οικονομικά οφέλη, η U.P. σήμερα υπαναχωρεί. Το άλλο μεγάλο κόμμα, το Σοσιαλιστικό, είναι πολύ ετερογενές και αποδιαρθρωμένο για να ισοσταθμίσει το ισχυρό και πειθαρχημένο ΚΚ: σε κάθε κρίσιμη συγκυρία η γραμμή του ΚΚ θριάμβευσε απέναντι στη περισσότερο ριζοσπαστική γραμμή του ΣΚ»[4]. Αυτό καθόρισε και την κατάληξη των πραγμάτων, δίνοντας απαντήσεις αντίθετες από τις απαιτούμενες σε όλα τα στρατηγικά ζητήματα που τέθηκαν: στη χρήση του πολιτικού χρόνου, στις θεσμικές ρήξεις και, κυρίως, στις ταξικές συμμαχίες και συγκρούσεις. Η αντιμονοπωλιακή -σταδιακή αντίληψη για την επανάσταση ακύρωσε όλες τις σοσιαλιστικές της προοπτικές και, στην πράξη, οδήγησε στην καταστροφή τη στιγμή που το «προχώρημα» ήταν η μόνη πιθανότητα για να επέλθει «σταθεροποίηση».
* * *
Και μετά απ’ όλα αυτά ο Μπερλινγκουέρ στη Ρινάσιτα να βγάζει το συμπέρασμα από αυτό το «γεγονός παγκόσμιας σημασίας». Και το συμπέρασμα να είναι το αίτημα του «ιστορικού συμβιβασμού», λόγω της ανάγκης ενός ιταλικού δρόμου «βαθιών κοινωνικών μετασχηματισμών», που «να μην πραγματοποιείται με τρόπο που να εξωθεί σε θέσεις εχθρότητας πλατιά στρώματα των ενδιάμεσων τάξεων…». Στην πραγματικότητα ο σοσιαλισμός είχε πάψει –οριστικά, όπως αποδείχτηκε τελικά- να είναι το θέμα. Και, ως προς αυτό, το χιλιάνικο, πολύ φιλοσοβιετικό, ΚΚ του Κορβαλάν ελάχιστα διέφερε από το ιταλικό. Η στρατηγική ανάλυση, που μοιράζονταν και τα δυό, έκανε το σοσιαλισμό σχήμα λόγου, μιλώντας μόνο γαι τα «μονοπώλια». Και οι χιλιανοί «ιστορικό συμβιβασμό» επιδίωκαν, για να αποδειχτεί πόσο η «μετριοπάθεια» ήταν η ασφαλής μέθοδος με τους 30000 νεκρούς της πρώτης μέρας της σφαγής.
Διαβάζοντας σήμερα, τριανταπέντε χρόνια μετά, τα κείμενα των ιταλών αν κάτι εντυπωσιάζει είναι η απίστευτη ένδεια των επιχειρημάτων αυτού που ο Πουλαντζάς ονόμασε δεξιό ευρωκομμουνισμό. Σε αυτό, όμως, πρέπει να επανέλθουμε…
[1] Nathaniel Davis, The last two years of Salvador Allende, I. Tauris, 1999, σελ. 7
[2] H μετάβαση στο σοσιαλισμό στη Χιλή στο: Πωλ Σουήζυ –Χάρρυ Μάγκντοφ, Επανάσταση και Αντεπανάσταση στη Χιλή, Καρανάση, 1983
[3] Αναλυτική παρουσίαση της πολιτικής που εφαρμόστηκε από την Unidad Popular γίνεται στο: Comite de Soutien a la Lutte Revolutionnaire du Peuple Chilien, Χιλή –Η ταξική αναμέτρηση 1970 -1973, Βέργος, 1974. Από άλλη οπτική βλ. Lois Hecht Oppenheim, Politics in Chile, Westview Press, 2007
[4] Kyle Steenland, Two years of “Popular Unity” in Chile, New Left Review, I/78, 1973
Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στα Ενθέματα της Κυριακάτικης Αυγής στις 15/2/2009