Βικτόρ Σερζ, Από τον Λένιν στον Στάλιν (μτφρ.: Αλεξάνδρα Αδαμτζίλογλου), Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 2022, σ. 207
Ο Βίκτορ Κίμπαλσιτς, δηλαδή ο Σερζ, γεννήθηκε την προτελευταία μέρα του 1890 στις Βρυξέλλες. Στην εφηβεία έγινε μέλος της «Επαναστατικής Ομάδας» (Groupe Revolutionnaire). Στα 22 του εξέδιδε την εφημερίδα «Η αναρχία» στο Παρίσι, φυλακίστηκε, και το 1917 κατέφυγε στη Βαρκελώνη. Μέλος της CNT και της εφημερίδας «Γη και ελευθερία», τον Ιούλιο του 1917 συμμετείχε σε αποτυχημένη εξέγερση, που του στοίχισε την κράτηση σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Το 1919, όταν τον ανταλλάσσουν, ως μπολσεβίκο όμηρο, με Γάλλο αξιωματικό, αιχμάλωτο στη Ρωσία, φτάνει στην Πετρούπολη και γίνεται μέλος της κυβέρνησης. Είναι ο μόνος μπολσεβίκος στην κηδεία του αναρχικού Κροπότκιν. Το ’25 περνά στην Αριστερή Αντιπολίτευση με τον Τρότσκι, μπαίνει στη μαύρη λίστα –άρα δεν μπορεί να βρει δουλειά–, το ’28 διώχνεται από το κόμμα και το ‘33 εξορίζεται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Τον Δεκέμβρη του ’36, όταν γράφει το κείμενο «Από τον Λένιν στον Στάλιν» (ως μέρος ενός μεγαλύτερου έργου για τα 20χρονα της Οκτωβριανής Επανάστασης») έχει πια απελαθεί από τη Σοβιετική Ένωση. Είμαστε λίγο πριν την πρώτη δίκη της Μόσχας – και το πραξικόπημα του Φράνκο στην Ισπανία.
Βέλγιο, Γαλλία, Ισπανία, Ρωσία, θάνατος στο Μεξικό το 1947: είναι εντυπωσιακό πόσο ταξίδευαν οι επαναστάτες του εικοστού αιώνα – σε χρόνια μεγάλης φτώχειας, και με μεταφορικά δίκτυα ελάχιστα αναπτυγμένα σε σχέση με τα σημερινά. Ισχύει για τον Λένιν: Λονδίνο, Παρίσι, Ελβετία, Φινλανδία, Κρακοβία, Ρωσία. Το ίδιο και για τον Τρότσκι: ΗΠΑ, Καναδάς, Ρωσία, Μεξικό. Όμως, το θέμα του βιβλίου είναι άλλο: τι έγινε απ’ το ’17 ως το ’36 στη Ρωσία. Και για την ακρίβεια, τι έγινε στη Ρωσία μετά τον εμφύλιο και τις διαδοχικές αποτυχίες της επανάστασης (Φινλανδία, Ουκρανία, Ιταλία, Ουγγαρία, Βουλγαρία, Γερμανία).
Στο βιβλίο, ο Σερζ πιάνει το νήμα από την αρχή. Εν αρχή, λοιπόν, ο παγκόσμιος πόλεμος: το 1917 είναι η τέταρτη χρονιά ενός παγκόσμιου πολέμου και τον Φλεβάρη-Μάρτη του 1917 ο ρωσικός λαός «είναι οπλισμένος, γιατί τον όπλισε ο πόλεμος» (σ. 21):
Εκατόν πενήντα χιλιάδες άνδρες με όπλα, ολόκληρη η φρουρά, και πάνω από μισό εκατομμύριο εργάτες, δεν άκουγαν καμία άλλη φωνή πέρα από το δικό τους Συμβούλιο Αντιπροσώπων… Μόνοι τους εκπρόσωποι ήταν οι σοσιαλιστές των τριών κομμάτων με επιρροή: οι Σοσιαλεπαναστάτες (όντως, αρκετά ριζοσπάστες) οι σοσιαλδημοκράτες Μενεσβίκοι σοσιαλδημοκράτες Μπολεσβίκοι, όλοι εξίσου μετριοπαθείς, με άλλα λόγια τρομαγμένοι και ανίκανοι να ελέγξουν τα γεγονότα με τη δύναμη της ευφυΐας (σ. 17).
Δεν υπήρχε «σχέδιο». Άνθρωποι «που είχαν περάσει όλη τους τη ζωή προετοιμάζοντας την επανάσταση [τώρα] κινούνταν με τα πλήθη σύμφωνα με την έμπνευση της στιγμής» (σ. 16). Τρομαγμένοι: όλοι τους, λέει ο Σερζ, αποποιούνται την εξουσία. Οι μετριοπαθείς σοσιαλιστές εκλιπαρούν σχεδόν τους αστούς να αναλάβουν, ζητώντας ως αντάλλαγμα μόνο την ελευθερία να κάνουν προπαγάνδα: αν τους παραχωρηθεί, υπόσχονται ότι θα φροντίσουν να τιθασεύσουν το πλήθος. Στις 3 Απριλίου, όταν πια ο τσάρος έχει πέσει, ο Λένιν φτάνει με τρένο στην Πετρούπολη και ρωτάει τους δικούς του απορημένος γιατί δεν πήραν την εξουσία. Η φρουρά και οι εργάτες της Πετρούπολης είχαν βγει στο δρόμο παρακινημένοι από τους αναρχικούς, «ενάντια στη θέληση των μπολσεβίκων, οι οποίοι αισθάνονταν ότι η χώρα δεν ήταν ακόμα ώριμη» (σ. 29).
Ένας φανατικός που περνάει απαρατήρητος
Ποιος είναι, όμως, αυτός ο Λένιν και γιατί γίνεται σημαντικός; Το ’17, μας λέει ο Σερζ, είναι «σχεδόν άγνωστος» (σ. 21). Το 1907, όταν υποστηρίζει τη Ρόζα, «πέρασε απαρατήρητος». Το 1913 στο ρωσικό εργατικό κίνημα τον έχουν για «αδιάλλακτο δογματικό» (σ. 22). Δύο χρόνια μετά, όταν η Δεύτερη Διεθνής έχει καταρρεύσει γιατί οι σοσιαλιστές έχουν ψηφίσει, καθένας στη χώρα του, τις «αμυντικές» πιστώσεις για τον παγκόσμιο πόλεμο, στο συνέδριο των διεθνιστών που γίνεται στο Τσίμερβαλντ της Ελβετίας ο Λένιν μιλάει ήρεμα για επανάσταση και ο κόσμος τρομάζει (σ. 23).
Αν αλλάζει κάτι, αν ο ημι-παρανοϊκός δογματικός («τον λένε τρελό, ότι παραληρεί», σ. 24) γίνεται κάποιος, είναι γιατί ο παλιός κόσμος καταρρέει – και αυτός προτείνει «απλά» τρία πράγματα: μια ερμηνεία για τον πόλεμο («ο πόλεμος έχει σκοπό να μοιράσει εκ νέου τον κόσμο μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων που κυριαρχούνται από τις οικονομικές ολιγαρχίες»)· μια στρατηγική («μετατρέψτε τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο σε εμφύλιο πόλεμο)· και μια διεθνή οργάνωση, που θα αναλάβει τις οργανωτικές «συνέπειες» της εκτίμησης για την πολιτική συγκυρία και της προτεινόμενης στρατηγικής («μια νέα Σοσιαλιστική Διεθνής, μια Διεθνής επαναστατικής δράσης»).
Το πρόγραμμα, λέει ο Σερζ, δεν ήταν ο σοσιαλισμός: ήταν η απαλλοτρίωση των μεγάλων κτημάτων προς όφελος των αγροτών, ο εργατικός έλεγχος στην παραγωγή και μια δημοκρατική δικτατορία των εργαζομένων, υπό την ηγεμονία της εργατικής τάξης (σ. 23).
Ο Λένιν, γράφει ο Σερζ, υπερέχει σε ένα απέναντι στον Τρότσκι: το πλεονέκτημά του είναι το κόμμα του, από το 1903 ως το 1917. Αν η πολιτική είναι «επιστήμη και τέχνη μαζί» (σ. 25), η πολιτική είναι επίσης και ισχύς. Ο Λένιν πείθει το κόμμα ότι τον Οκτώβρη «είναι η ώρα». Ενώ το κόμμα βρίσκεται κυριολεκτικά σε πόλεμο –απέναντι σε ξένους στρατούς και, μέχρι το 1921, μέσα στον εμφύλιο–, το κόμμα συζητά τα πάντα δημόσια:
[…] τάσεις εμφανίζονταν και εξαφανίζονταν, και οι αντιπολιτευόμενοι στη χώρα, που δεν πρέπει να συγχέονται με τους αντεπαναστάτες, κινητοποιούνταν αδιάκοπα στο φως της μέρας, σε όλη τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου – μέχρι το 1921. Δεν έμελλε να εξαφανιστούν εντελώς μέχρι το 1925-1926, όταν, για τον ίδιο λόγο, όλη η εσωτερική ζωή αποστραγγίστηκε από το κόμμα.
Η εξέγερση της Κρονστάνδης – η «πιο μαύρη απ’ όλες μας τις μνήμες», γράφει ο Σερζ (σ. 61), θα είναι καταλυτική. Έρχεται σε συνέχεια αγροτικών εξεγέρσεων ήδη από το 1920. Ο κόσμος αντιδρά, γιατί η επανάσταση έδινε τέλος στον παγκόσμιο πόλεμο, αλλά ο πόλεμος συνεχιζόταν απέναντι στους ξένους στρατούς κι ύστερα στον εμφύλιο. Πόλεμος σήμαινε στρατιωτική πειθαρχία, επιτάξεις, ανεπάρκεια αγαθών. «Θα ήταν σχετικά εύκολο να επιτευχθεί συμβιβασμός με την Κρονστάνδη», σχολιάζει ο Σερζ (σ. 52). Όμως «πίσω από τους ναύτες της Κρονστάνδης βλέπαμε να έρχονται εξεγέρσεις εντελώς διαφορετικού είδους, μια αντίδραση της αγροτιάς που θα κατέστρεφε τα πάντα (σ. 53). Είναι μέσα στις συνθήκες αυτές που ο Λένιν προωθεί τη Νέα Οικονομική Πολιτική, ως «αναγκαστική υποχώρηση»: «θα πουλάμε τα πάντα, εκτός από αλκοόλ και εικόνες» (σ. 61). Η υποχώρηση έθετε το κόμμα κάτω από το κράτος. Βλέποντάς το, η εσωκομματική αντιπολίτευση πρότεινε τρία σημεία:
«1. Αποκατάσταση της δημοκρατίας στο κόμμα, έτσι ώστε η επιρροή των εργατών να γίνει αισθητή – να μπει καθαρός αέρας στα κρατικά γραφεία.
-
Υιοθέτηση ενός σχεδίου εκβιομηχάνισης […]
-
Για να αποκτηθούν οι απαραίτητοι πόροι για την εκβιομηχάνιση, να υποχρεωθούν οι εύποροι αγρότες να παραδίνουν το σιτάρι τους στο κράτος […] “Ενάντια στον έμπορο, του πλούσιο αγρότη και τον γραφειοκράτη”» (σ. 64).
Αντί της σύνθεσης, μετά το θάνατο του Λένιν (1924), και μέσα σε μια τριετία, η σταλινική ηγεσία πέρασε στην εξόντωση της ηγεσίας της αντιπολίτευσης. Αν στο πολιτικό επίπεδο συμπυκνώνονται τάσεις που αφορούν μια ολόκληρη κοινωνία, όσα συνέβαιναν στην κορυφή του κόμματος ήταν η εσωτερίκευση (αντί για την υπέρβαση) της υποχώρησης: για τη μόνη χώρα στον κόσμο όπου είχε σταθεί όρθια η επανάσταση, οι εξελίξεις αυτές είχαν διεθνή αντίκτυπο. Τι άλλαζε, το συνοψίζει ο Σερζ με εξαιρετική διαύγεια:
Οι στόχοι: από τη διεθνή κοινωνική επανάσταση, στον σοσιαλισμό σε μία μόνο χώρα.
Το πολιτικό σύστημα: από την εργατική δημοκρατία των σοβιέτ […] στην δικτατορία της γενικής γραμματείας, των αξιωματούχων και της Γκεπεού.
Το κόμμα: από μια οργάνωση επαναστατών μαρξιστών ελεύθερη στη ζωή και στη σκέψη, ελεύθερα πειθαρχημένη, στην ιεραρχία των γραφειοκρατών, ως την παθητική υπακοή των καριεριστών.
Η Τρίτη Διεθνής: από μια ισχυρή οργάνωση προπαγάνδας, στην καιροσκοπική δουλοπρέπεια των Κεντρικών Επιτροπών, που διορίζονταν να τα εγκρίνουν όλα, χωρίς ντροπή και αηδία.
[…] Οι ηγέτες: οι μεγάλοι μαχητές του Οκτώβρη βρίσκονται στην εξορία ή την φυλακή. Από τον Λένιν στον Στάλιν (σ. 90).