Για όσους και όσες από εμάς έτυχε σήμερα να περπατήσουμε στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, δεν υπάρχει άλλη λέξη πέρα από την «υποκρισία» ικανή να περιγράψει τη στάση της αστυνομίας, κάτι που με μια δεύτερη σκέψη μπορεί να ισχύει για κάθε ξεχωριστή ημέρα από την αρχή του Lock down.
Αγίας Σοφίας, Δημητρίου Γούναρη, Παύλου Μελά, Προξένου Κορομηλά, Λεοφώρος Νίκης, Μητροπολίτου Ιωσήφ και σε όλα τα παραπλήσια στενά. Εκατοντάδες κόσμου, κομμάτι της λεγόμενης καλής κοινωνίας της πόλης, με κοκτέιλ στα χέρια, χωρίς μάσκες αλλά με κασκόλ από κασμίρ, συνωστίζονταν, κατανάλωναν, πιθανώς συζητούσαν για την επόμενη ημέρα της οικονομίας μετά την πανδημία, για το χρηματιστήριο, τις επιδοτήσεις της Ε.Ε..
Κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά, στα σούπερ μάρκετ, κανένα μέτρο δεν ίσχυε, δεκάδες εργαζόμενοι και πελάτες, ο ένας πάνω στον άλλον, κατανάλωναν, ίδρωναν για το εντατικοποιημένο μεροκάματο, γύριζαν φορτωμένοι στα σπίτια τους, άλλωστε σήμερα μπήκαν αυτά τα επιδόματα των φτωχών και των τεμπέληδων: το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, το επίδομα ενοικίου, το επίδομα παιδιού και έτσι όλοι έτρεξαν να γεμίσουν το ψυγείο.
Οι δύο όψεις αυτής της πόλης -αλλά και κάθε πόλης αυτού του κόσμου-, βγήκαν όπως αρμόζει στην καθεμιά για να κάνουν αυτά που προβλέπονται, αυτά που επιτρέπονται για τον καθένα.
Την ίδια στιγμή, η διαμπαλκονική συναυλία, που είχε προγραμματιστεί από την Πρωτοβουλία γειτονιάς της Αλεξάνδρου Σβώλου, πρόλαβε, πριν διαλυθεί από την αστυνομία να ζεστάνει τις καρδιές δεκάδων γειτόνων και περαστικών.
Ο αναμμένος φάρος και η φωνή από το μεγάφωνο του περιπολικού ήταν σαφείς: Διάλυση για την προστασία της δημόσιας υγείας.
-Μα…
-Δεν έχει μα. Έχει καταστολή, έχει περιπολικά, έχει ρουφιάνους, έχει εισβολές σε σπίτια, σε εστίες, σε καταλήψεις, σε γειτονιές. Ο υπουργός ήταν ξεκάθαρος: Δυστυχώς οι δρόμοι και οι διαδηλώσεις κουβαλάνε ιό και γεννάνε αρρώστια.
-Μα δεν απειλήσαμε την Θεόσταλτη κυβέρνηση των άριστων, ούτε καν διαδηλώσαμε, σταθήκαμε για λίγο μέσα στο σκυφτό περπάτημά μας και σηκώσαμε το κεφάλι κάτω από κάποια μπαλκόνια που μας θύμισαν πως είναι να ακούς μια μελωδία χωρίς να διαμεσολαβεί κάποια οθόνη, χωρίς να χρειάζεται αντίτιμο.
-Ναι, αλλά δεν καταναλώσατε. Αυτός είναι ο μόνος λόγος για να είστε πλέον έξω, ο μόνος λόγος για να ζείτε.
Πόσες και πόσοι από εμάς, έχουμε ξεχάσει πως είναι να ακούς τη μελωδία ενός τραγουδιού χωρίς μία οθόνη να διαμεσολαβεί;
Η ζωή στη Θεσσαλονίκη συνεχίζεται με τις αντιφάσεις και τις αντιθέσεις της, το ίδιο συμβαίνει σε κάθε πόλη. Κι αυτές γίνονται όλο και πιο έντονες. Καμιά φορά, όπως σήμερα τις νοιώθουμε σαν κόμπο στο λαιμό. Ακόμα κι έτσι όμως, η ζωή τελικά προχωρά και πάντα, μα πάντα θα βρίσκει τρόπους να εκδηλώνεται, ακόμα και μέσα στα πιο απέραντα νεκροταφεία.
Γιατί σήμερα, το “γιλεκάκι” που μας έλεγαν οι γιαγιάδες και οι μανάδες μας, ήτανε βάλσαμο για τα αυτιά και τον νου, εμβόλιο μνήμης όσο περιμένουμε να πάρουμε σειρά μετά τα στελέχη και τους συγγενείς της κυβέρνησης για τα κανονικά εμβόλια, αλλά και όλως παραδόξως, τραγούδι αντίστασης σε μία εποχή που όσο πιο πολύ σκοτεινιάζει, τόσο πιο γρήγορα θα τελειώσει.