Οι παροικούντες την Αριστερά παρακολούθησαν τις προηγούμενες ημέρες μια άτυπη διένεξη με αφορμή το 3ο Φεστιβάλ της Νεολαίας ΣΥ.ΡΙΖ.Α., ένα φεστιβάλ απολύτως «χειροποίητο», που στήνεται εξ ολοκλήρου από τα μέλη της οργάνωσης από την πρώτη μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια –γι” αυτό και χρειάζονται συγχαρητήρια για την άψογη διοργάνωση. Το κυρίως θέμα της διένεξης αφορούσε την εμφάνιση σε μία από τις κεντρικές σκηνές του φεστιβάλ ενός αμιγώς λαϊκού line-up, όπως θα έλεγαν και οι θαμώνες κάποιου hip στεκιού. Το τι γράφτηκε στο Facebook είναι άξιο έρευνας για έναν μελλοντικό κοινωνιολόγο που θα ενδιαφερθεί για τη συλλογική σκέψη στο επίπεδο της βάση της Αριστεράς.
Καταγράφηκαν λοιπόν τριών ειδών αντιδράσεις:
α) Εκείνοι που άσκησαν κριτική επειδή θεωρούσαν ότι το λαϊκό τραγούδι δεν χωρά σε ένα αριστερό φεστιβάλ
β) Εκείνοι που άσκησαν κριτική επειδή το λαϊκό τραγούδι δεν αποτελεί «αντιπαράδειγμα» και «πολιτιστική πρόταση»
γ) Εκείνοι που άσκησαν κριτική επειδή το λαϊκό τραγούδι που μπορεί να τραγουδιέται σε πίστα, είναι γενικώς κατακριτέα μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης
Ας δούμε πόσο προβληματικές είναι οι τρεις αυτές περιπτώσεις κριτικής, μιας και τελικά εδώ δοκιμάζεται όχι μόνο η σχέση της Αριστεράς με το λαϊκό τραγούδι, μα ίσως και με καθετί λαϊκό. Ας ξεκινήσουμε με μια παραδοχή: μπορεί οτιδήποτε «λαϊκό» (άρα και το λαϊκό τραγούδι) να είναι εν γένει και άνευ όρων αποδεκτό και υπερασπίσιμο; Προφανώς όχι. Όπως σε κάθε είδος μουσικής, και εδώ υπάρχει το ποιοτικό και το σκουπίδι. Θέλετε ας πούμε να απαριθμήσουμε έντεχνα τραγούδια τα οποία προκαλούν κλαυσίγελο; Δεν χρειάζεται, πρόκειται για αυταπόδεικτο αξίωμα.
Όσον αφορά την πρώτη περίπτωση, η άποψη αυτή μοιάζει επικίνδυνα με τη θέση που διατύπωνε κάποτε η Αριστερά για το ρεμπέτικο τραγούδι. «Πρεζάκηδες», «λούμπεν», «έκφραση κατώτερων ενστίκτων» ήταν μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που αποδίδονταν στο ρεμπέτικο από τα μαζικά αριστερά όργανα. Θέσεις οι οποίες δικαιολογούνταν από την τότε συγκυρία, καθώς τη δεκαετία του 1930 το κομμουνιστικό κίνημα πάλευε να επιβιώσει σε μια εργατική τάξη, η οποία για να υπηρετήσει το αριστερό πρόταγμα έπρεπε να υπερβεί τον ίδιο της τον «κλειδωμένο» της εαυτό: τη μοιρολατρία μιας απαράλλακτης ζωής. Αργότερα όμως, 40 χρόνια μετά, η θέση αυτή ελάχιστα είχε αλλάξει, μιας και οι κατατρεγμένοι, φυλακισμένοι και βασανισμένοι επί τόσα χρόνια άνθρωποι, καθοδηγούσαν μια άλλη, νεότερη γενιά Αριστερών. Οι ομοιότητες ανάμεσα στην αντιμετώπιση του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού γίνονται παραπάνω από προφανείς. Και προφανώς είναι εξίσου επικίνδυνες.
Η δεύτερη περίπτωση πηγάζει εν ολίγοις από την πρώτη. Τα αριστερά φεστιβάλ –ιδιαίτερα της ύστερης ριζοσπαστικής Αριστεράς– είχαν έντονο το στοιχείο της διαφορετικότητας και της πολιτιστικής πρότασης. Ιδιαίτερα σημαντικός παράγοντας σε μια πραγματικότητα που καταστρέφει τη νεανική δημιουργία, την ώρα μάλιστα που μια ολόκληρη καλλιτεχνική βάση «βράζει» και κάποιες φορές εκρήγνυται. Στο ίδιο κριτικό πεδίο εδράζεται όμως κι ένας τρομερά ενοχλητικός διδακτισμός, μια καθ” έδρας κριτική που συναντάται δυστυχώς κυρίως στην ανανεωτική πτέρυγα της Αριστεράς: μια φυσική ροπή προς την υπόδειξη και τη φυσική υπεροχή του «γνωρίζοντα», ο οποίος θα υποδείξει τι είναι καλλιτεχνικά ορθό και όχι απαραίτητα καλλιτεχνικά άξιο. Και όλο αυτό μπλέκεται κατόπιν σε έναν εστέτ ακαδημαϊσμό, που ξεχνά εν τέλει τι είμαστε. Δεν χρειαζόμαστε μόνο την ψυχαγωγία ως άνθρωποι, αλλά και τη διασκέδαση. Όλα τα λοιπά επιχειρήματα κατατίθενται απλώς επί της βάσης του εξυπνακισμού.
Η τρίτη τώρα περίπτωση κάνει ένα τραγικό λογικό σφάλμα: ενοποιεί την άσχημη απόληξη ενός είδους διασκέδασης με το ίδιο το εκφραστικό μήνυμα. Με άλλα λόγια, θεωρεί ότι αν ένα υπέροχο λαϊκό τραγούδι ακούγεται σε ένα σκυλάδικο, τότε εμβαπτίζεται στην ανυποληψία· ότι ξάφνου γίνεται ύμνος μιας υπερφίαλης ζωής και των καλοζωισμένων παθών. Πρόκειται για την απόλυτη παράνοια. Η «Δραπετσώνα» είναι δηλαδή μια καλλιτεχνική απάτη, άπαξ και τραγουδηθεί από τον εκάστοτε Παντελή Παντελίδη; Αλίμονο αν σκεφτόμαστε έτσι… Ωστόσο το επιχείρημα εδώ ενέχει και μια μορφή κοινωνικού ρατσισμού, ιδιότυπου μα απολύτως παρόντος. Ας το καταλάβουμε επιτέλους. Η αμεσότητα στην έκφραση, η «ντόμπρα» εκφορά λόγου, η παρουσίαση μιας πραγματικότητας και η μετάδοση ενός μηνύματος χωρίς φανφάρες, είναι υπέροχη. Η παραδοχή σε τελική ανάλυση ότι ένας άνθρωπος μπορεί να θέλγεται από την ύλη, είναι αλήθεια αδιαμφισβήτητη.
Όσο τέλος για τους ίδιους τους λαϊκούς τραγουδιστές, αξίζει μια φορά στη ζωή του καθενός μας να «ανακατευτεί» έστω και λίγο με αυτήν την πτυχή της πραγματικότητας. Να αντιληφθεί ότι πίσω από ένα ωραίο κοστούμι κρύβονται άπειρες ώρες βιοπάλης, σεβασμός του θεατή, προσωπική αντοχή και εν τέλει μια υπηρεσία σε έναν σκοπό πολύ σημαντικό: τη διασκέδαση. Αφήστε κατά μέρους τη ροπή προς το «καλτ» και συζητείστε μαζί τους. Βιώστε τον απόλυτο σεβασμό που έχουν οι παλαιότεροι του είδους για τους συνεργάτες τους, τα πρόσωπα του αντίθετου φύλου, την ίδια τη ζωή. Θα αντιληφθείτε ότι μαλάκες υπάρχουν πολλοί. Όπως παντού, σε κάθε επίπεδο της κοινωνικής ζωής. Υπάρχουν όμως και υπέροχοι άνθρωποι, άνθρωποι καθημερινοί, οι οποίοι έχουν μια ζεστή κουβέντα για τον καθένα. Που το «σ” αγαπώ» το λένε με αυτές τις δυο λέξεις και τίποτε παραπάνω.
Πηγή: avopolis