Όσο ο λαϊκισμός θα μας σπρώχνει πιο κοντά στην εθνική αφήγηση των κυρίαρχων, τόσο πιο πολύ θα απομακρυνόμαστε από τις αγωνίες, τις ελπίδες και τα οράματα των κυριαρχούμενων. Για να πάμε, όμως, πού;
Διφορούμενες οι απόψεις εντός Αριστεράς για τα μέσα της αντιφασιστικής πάλης που χρησιμοποιούμε και τα αποτελέσματα τους. Η αγωνία να απαντήσουμε στα ερωτήματα που γεννά η κοινωνική συγκυρία έχει οδηγήσει ορισμένους σε απονενοημένα διαβήματα, ακόμη και σε απόπειρες εναγκαλισμού των απόψεων που εκφράζονται και από τον ζοφερό μας αντίπαλο.
Τι έπαθα, θα ρωτήσετε ίσως ξαφνιασμένοι. Και θα έχετε απόλυτο δίκιο αν δε σας εξηγήσω την αφορμή για την εισαγωγή. Πριν λίγες μέρες έπεσα πάνω στο κείμενο του Β. Ραπτόπουλου με τίτλο «Πατριωτισμός είναι το μετάλλιο της Aριστεράς», το όποιο έσπευσε να αναδημοσιεύσει η ιστοσελίδα του “Κόκκινου” από την Ελευθεροτυπία. Έκανα μεγάλη προσπάθεια να φτάσω ως το τέλος, είναι η αλήθεια.
Ας το πάρουμε όμως από την αρχή. Γράφει ο Ραπτόπουλος: «Ήταν τα χρόνια εκείνα που στους κόλπους της Αριστεράς έκανε θραύση ο διεθνισμός, κι εκεί πατούσε η Δεξιά για να προσάψει στους κομμουνιστές την κατηγορία που προανέφερα. Σήμερα, όμως, με την παγκοσμιοποίηση, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Ο πατριωτισμός αποτελεί ίσως το ύστατο εμπόδιο, το ύστατο ανάχωμα, απέναντι στην παγκοσμιοποίηση (κι αν όχι το ύστατο, τουλάχιστον ένα από τα πιο δραστικά). Και είναι σίγουρο ότι, σήμερα πια, ούτε και ο πιο επιδέξιος ακροβάτης δεν θα μπορούσε να είναι ταυτόχρονα και υπέρ του πατριωτισμού και υπέρ της παγκοσμιοποίησης».
Ο διεθνισμός, λοιπόν, “έκανε θραύση” στους κόλπους της Aριστεράς. Και πού θέλατε να κάνει θραύση; Στους κόλπους της Δεξιάς που γαλούχησε γενιές και γενιές με το «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια»; Η αλληλεγγύη του κόσμου της εργασίας ξεπερνά τα εθνικά σύνορα και οικοδομεί ταξικούς συσχετισμούς. Άλλα μήπως αυτές είναι άγνωστες λέξεις για τον συγγραφέα του πονήματος; Ας πούμε ότι δεν πειράζει κι ότι ποτέ δεν είναι αργά για κάποιον που δυσκολεύεται να αντιληφθεί μια από τις καταστατικές αρχές του αριστερού κινήματος. Όπως φαίνεται, όμως, ο Ραπτόπουλος βλέπει τον διεθνισμό ως μια από τις επτά πληγές του Φαραώ. Αλλά τι θα γίνει αν η Διεθνής σωπάσει για πάντα;
Είναι σαφές ότι η παγκοσμιοποίηση δεν έχει σχέση με αυτό που οραματίζεται η Aριστερά: άλλο παγκοσμιοποίηση, άλλο διεθνισμός. Μόνο αν έλειπε κάποιος από τον πλανήτη Γη τα τελευταία είκοσι χρόνια θα μπορούσε να ισχυριστεί κάτι διαφορετικό. Όμως, ακριβώς γι΄ αυτό, στο θέμα του πατριωτισμού μάλλον ξέφυγε από την προσοχή του αρθρογράφου ότι ολόκληρη η νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα στηρίζεται, σε κάθε χώρα ξεχωριστά, στον μύθο της σωτηρίας της πατρίδας και τις θυσίες που πρέπει να κάνουν συγκεκριμένες (οι ίδιες πάντα) κοινωνικές τάξεις για να πετύχει «αυτή». Ας αναστοχαστεί λοιπόν ο συγγραφέας το ιδεολογικό περιεχόμενο των όσων υποστηρίζει.
Συνεχίζω, όμως, παραθέτοντας μια άλλη, ψυχολογικού τύπου ανάλυση, από το ίδιο κείμενο: «Να αγαπάς, όμως, τον τόπο που γεννήθηκες, είναι αυτονόητο, κατ΄ αρχάς. Τι να αγαπάς δηλαδή, το πουθενά; Κανένας δεν έχει γεννηθεί στη μέση του πουθενά. Είναι ποτέ δυνατόν, όλα όσα έμαθες και συνήθισες, τη γλώσσα, την κουλτούρα και τα ήθη και τα έθιμα με τα οποία μεγάλωσες, να μην τα αγαπάς; Είναι σαν να απεχθάνεσαι, ή ακόμη και σαν να μισείς, τον εαυτό σου!»
Τρικυμία! Για να αντιπαρατεθεί στον διεθνισμό, ο Ραπτόπουλος δημιουργεί μια καρικατούρα και ξιφομαχεί μαζί της. Η αγάπη για τον τόπο που γεννήθηκα δεν μου κλείνει τα μάτια ώστε να μη μπορώ να σταθώ αλληλέγγυος στον εργαζόμενο του Γκότσε Ντέλτσεφ, της Βαρκελώνης, της Άγκυρας, του Βουκουρεστίου.
Δεν μπορώ βέβαια να παραλείψω την αναφορά μου στην καταληκτική παράγραφο: «Εάν δεν υπήρχε μια τόσο σαφής πολιτική διάσταση στο όλο θέμα, και το διαπραγματευόμασταν με όρους αποκλειστικά ψυχολογικούς ή ψυχιατρικούς, θα λέγαμε ότι οι προαναφερθέντες χρήζουν θεραπείας». Εν προκειμένω, η ψυχολογικοποίηση των πολιτικών απόψεων με σκοπό την αντίκρουσή τους αποτελεί πρακτική που έχουν εφαρμόσει πολλά ανελεύθερα και δικτατορικά καθεστώτα. Ειλικρινά δεν βλέπω πώς μια τέτοια επιχειρηματολογία μπορεί να στοιχειοθετεί αριστερή ερμηνεία της πραγματικότητας.
Φτάνουμε, λοιπόν, στο απόγειο της ανοησίας και του ρατσισμού: οι προαναφερθέντες χρήζουν ψυχιατρικής παρακολούθησης. Γιατί; Γιατί διαφωνούν με τον Ραπτόπουλο. Έγραψε αυτός κάποιο επιχείρημα που να αντικρούει μια αριστερή ανάλυση; Όχι. Τότε, όμως, με ποια κριτήρια επέλεξε την αναδημοσίευση του κειμένου η συγκεκριμένη ιστοσελίδα; Δεν πρόκειται για κάποιο μπλογκ όπου εκφέρονται προσωπικές απόψεις ή έστω απόψεις κάποιας πολιτικής ομάδας. Αντίθετα πρόκειται για την επίσημη ιστοσελίδα του ραδιοσταθμού “Στο Κόκκινο”, η οποία δεν μπορεί να αποτελεί πεδίο διακίνησης απόψεων που ουδέποτε έχουν συνομολογηθεί για τόσο σοβαρά ζητήματα.
Φοβάμαι πως, όσο γράφονται τέτοια τερατώδη στο όνομα της Αριστεράς, τόσο θα απομακρυνόμαστε από τον ορθό λόγο και την πλούσια ιδεολογική ανάλυση που έχει αυτή να παρουσιάσει τα τελευταία διακόσια χρόνια. Και πως, όσο ο λαϊκισμός θα μας σπρώχνει πιο κοντά στην εθνική αφήγηση των κυρίαρχων, τόσο πιο πολύ θα απομακρυνόμαστε από τις αγωνίες, τις ελπίδες και τα οράματα των κυριαρχούμενων. Για να πάμε, όμως, πού;
Πηγή: Rednotebook
