Το κείμενο συμφωνίας που έφερε προς ψήφιση η κυβέρνηση στη Βουλή είναι ό,τι καλύτερο μπορούσε να προτείνει μια κυβέρνηση που δεν σκέφτηκε ποτέ πέρα από τα όρια της παραμονής της χώρας στην Ευρωζώνη – κατά συνέπεια, δεν είχε καμία αξιόπιστη απειλή μπροστά στο διαρκές εκβιαστικό δίλημμα της τρόικας “νέο μνημόνιο ή χρεοκοπία”. Σε πείσμα όσων ψάχνουν γενικώς “λάθη” στη διαπραγματευτική τακτική των τελευταίων πέντε μηνών, δεν υπήρξαν λάθη: υπήρξαν όρια. Τα όρια αυτά είχαν το αντίστοιχό τους στη στελέχωση της κυβέρνησης και πολλών κρατικών μηχανισμών, στην απόσυρση του κόμματος σε κρίσιμες στιγμές, στην επιμονή να αποτιμάται ως πετυχημένη η συνθηκολόγηση της 20ης Φεβρουαρίου. Το θέμα, όμως, είναι τώρα τι λές. Τι λέμε, και κυρίως, τι κάνουμε.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει να διαλέξει ανάμεσα σε μια λύση που δεν έχει σήμερα, δηλαδή ένα Grexit που δεν έχει προετοιμαστεί, και θα έχει σοβαρές συνέπειες – και μια λύση που δεν έχει αύριο, δηλαδή ένα τρίτο μνημόνιο: μια συμφωνία πολύ πέρα από το πρόγραμμα, τις θέσεις και τις αντοχές του κόσμου της Αριστεράς, όσων ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ και όσων στήριξαν την κυβέρνηση στο δημοψήφισμα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα λαϊκό κόμμα. Από τις μέρες του ασφαλιστικού του 2001 και της Γένοβας, στο κλίμα των οποίων γεννήθηκε η ιδέα της ενότητας της Αριστεράς, ως τον Δεκέμβρη και την εποποιϊα των πλατειών, οπότε τέθηκε το ζήτημα της κυβέρνησης της Αριστεράς, τα μέλη, οι οργανώσεις, οι κοινωνικές δυνάμεις που διάλεξαν τον ΣΥΡΙΖΑ ως όχημα για έναν ταξικό πόλεμο που οξύνθηκε στην κρίση, όλες και όλοι αυτοί δεν μπορούν να μείνουν χωρίς εκπροσώπηση, δηλαδή χωρίς υπεράσπιση. Ούτε και είναι δυνατό ο ΣΥΡΙΖΑ να εκπροσωπεί ταυτόχρονα και αυτούς που θα κερδίζουν από το τρίτο Μνημόνιο, και αυτούς που θα χάνουν. Αν λοιπόν εγκαταλείψει αυτούς τους τελευταίους –τους εργαζόμενους που θα αντισταθούν στις ιδιωτικοποιήσεις, όσους που θα απειλούνται με έξωση από την πρώτη τους κατοικία, όσους θα δουν μισθούς και συντάξεις να μειώνονται λόγω της αύξησης ΦΠΑ και ασφαλιστικών εισφορών–, είναι βέβαιο ότι το κενό αυτό θα καλυφθεί, τουλάχιστον εν μέρει, από τον τυχοδιωκτισμό μιας ναζιστικής Ακροδεξιάς που ήδη φορά τα αντιμνημονιακά της.
Υπάρχουν σοβαρά επιχειρήματα υπέρ της συμφωνίας που προτείνει η κυβέρνηση, με πρώτο την αποτροπή των συνεπειών ενός απροετοίμαστου Grexit. Τα επιχειρήματα αυτά, ωστόσο, είχαν την ίδια ισχύ και μέχρι την Κυριακή του δημοψηφίσματος. Και ήταν επιχειρήματα που ακούστηκαν πολύ δυνατά –από την τρόικα, τα κόμματά της στην Ελλάδα και τα φιλικά τους ΜΜΕ–, άλλο τόσο ηχηρά όμως αποκρούστηκαν από το 61% της ελληνικής κοινωνίας. Δυστυχώς, ήδη από το βράδυ της Κυριακής, η πραγματικότητα αυτή αγνοήθηκε από την κυβέρνηση, λόγω των ορίων που η ίδια είχε θέσει εξαρχής στη διαπραγματευτική της τακτική: των ίδιων ορίων που είχαν θέσει προηγουμένως τα αστικά μνημονιακά κόμματα. Λόγω αυτών των ορίων, εξάλλου, ήταν αδύνατο η διαπραγμάτευση να αρχίσει από το μηδέν, κι ας υποστηρίχθηκε αυτό αρκετές φορές την προηγούμενη εβδομάδα.
Εδώ που βρισκόμαστε, αυτό που ζητείται από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι να αυτοκτονήσει ως κόμμα –να θυσιάσει δηλαδή πολιτικό πρόγραμμα, κοινωνικές εκπροσωπήσεις και προσδοκίες στην Ελλάδα και την Ευρώπη–, ώστε να διασωθεί η κυβέρνηση. Ειδικότερα από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, ζητείται να επωμιστούν μια επιλογή που δεν πιστεύουν και δεν θα μπορέσουν να υπερασπιστούν, και με τον τρόπο αυτό να γίνουν οι βουλευτές μιας κυβέρνησης που έκανε το καλύτερό της μέσα στα στενά όρια όπου αυτοεγκλωβίστηκε ερήμην τους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να νομοθετήσει τη νύχτα. Αντίθετα, πρέπει να σταθεί ενωμένος και όρθιος, προκειμένου να υπερασπιστεί αυτούς που θα χάσουν από την προτεινόμενη συμφωνία. Με την επίγνωση όλων των σκληρών διλημμάτων, το κόμμα χρειάζεται να απεμπλακεί από μια συμφωνία που απειλεί την ενότητά του – ακριβώς γιατί απειλεί τη δυνατότητά του να εκπροσωπεί μια κοινωνία ήδη συντετριμμένη από δύο μνημόνια. Η μόνη δυνατότητα γι’ αυτό είναι να καταψηφίσει την πρόταση, αφήνοντάς τη στα χέρια πρόθυμων και ήδη δοκιμασμένων στην εφαρμογή μέτρων λιτότητας-ύφεσης – μέτρων που, όπως καθένας καταλαβαίνει, δεν μπορούν να εφαρμοστούν “βελούδινα”, χωρίς αυταρχισμό, χωρίς αντιστάσεις και χωρίς να θυσιαστούν όσα κάναμε τα τελευταία 11 χρόνια.
Η επιλογή αυτή είναι η μόνη που αφήνει αύριο για την Αριστερά, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη. Ας σκεφτεί κανείς ότι η Λεπέν ήδη επιχαίρει, κατηγορώντας την Αριστερά ότι έκανε “χάρτινη αντίσταση στη λιτότητα” – κι ότι το προφανές επιχείρημα του Ραχόι απέναντι στους συντρόφους μας του Podemos θα είναι η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Το αύριο μιας τέτοιας επιλογής είναι η προετοιμασία της μετάβασης σε εθνικό νόμισμα, σήμερα που η Ευρωζώνη μετατρέπεται σε ένα αντιδημοκρατικό τερατούργημα για να διασωθεί η λιτότητα μέσα στην καπιταλιστική κρίση.
“Και θα ρίξουν αριστεροί βουλευτές μια αριστερή κυβέρνηση;”. Όχι. Θα πάρουν αποστάσεις από μια κυβέρνηση που προσπάθησε όσο καμιά να μην είναι μνημονιακή – αλλά κάτω από έναν συντριπτικό συσχετισμό δυνάμεων, είδε τη βασική της υπόσχεση, το τέλος της λιτότητας μέσα στην Ευρωζώνη, να διαψεύδεται.
RedNotebook, 10.7.2015