Το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο διεκδικεί τον τίτλο του -μοναδικού μάλλον σε όλη τη Μεταπολίτευση- νομοθετήματος το οποίο μπαινοβγαίνει στο “ψυγείο”, αποσύρεται, επανακατατίθεται, αποσύρεται ξανά. Η πιο πρόσφατη πράξη του δράματος εκτυλίχθηκε την Παρασκευή, όταν η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι το νομοσχέδιο αναβάλλεται. Ξανά. Ανεξάρτητα από τα σοβαρά προβλήματα του νομοσχεδίου, στα οποία θα αναφερθώ παρακάτω, αυτή καθαυτή η αναβολή είναι πολύ κακό νέο. Γιατί, όπως ακριβώς η ψήφισή του θα έδινε το μήνυμα ότι η πολιτεία θεωρεί προτεραιότητα την αντιμετώπιση του ρατσισμού, έτσι και το πάγωμά του, για πολλοστή φορά, στέλνει το ακριβώς αντίθετο μήνυμα: ότι η πάταξη του ρατσισμού είναι πολυτέλεια, αν όχι ανεπιθύμητη.
Όπως φαίνεται, η πιο δεξιά και ρατσιστική κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης («Ξένιος Δίας», παράταση επ’ αόριστον της κράτησης μεταναστών στα κέντρα κράτησης κ.ά.) νιώθει σοβαρή δυσανεξία έναντι της αντιρατσιστικής νομοθεσίας. Ίσως να σκέφτεται ότι δηλώσεις κορυφαίων στελεχών της (λ.χ., η προεκλογική δήλωση του πρωθυπουργού για «ανακατάληψη» του κέντρου των πόλεών μας από τους λαθρομετανάστες) θα ενέπιπταν στη νομοθεσία αυτή. Το πνεύμα του κ. Μπαλτάκου (ο οποίος δήλωσε προχθές στο real.gr ότι το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο «αποτελεί νομικό έκτρωμα επιστροφής στον σκοταδισμό του Mεσαίωνα»), ζει και βασιλεύει. Ανεξάρτητα από τους λόγους της (ενδοκυβερνητικοί συσχετισμοί, πιέσεις υπερσυντηρητικών βουλευτών και Εκκλησίας, στάθμιση των επιπτώσεων στις σχέσεις με την Τουρκία λόγω της ποινικοποίησης της άρνησης των γενοκτονιών Αρμενίων και Ποντίων), η απόσυρση δείχνει ότι η κυβέρνηση δεν διαθέτει την πολιτική βούληση να αντιμετωπίσει τον ρατσισμό, ότι η στάση της συναρτάται με υπολογισμούς, συσχετισμούς και ψηφοθηρία.
Γιατί όμως εμάς, ως ΣΥΡΙΖΑ, μας ενδιαφέρει, και μάλιστα πολύ, η θέσπιση αντιρατσιστικής νομοθεσίας; Πρώτον, επειδή, όπως είπα, δείχνει ότι η αντιμετώπιση του ρατσισμού αποτελεί προτεραιότητα της πολιτείας. Δεύτερον, επειδή ένα κατάλληλο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο συνιστά, θεσμικά, αποτελεσματικό εργαλείο αντιμετώπισης του ρατσισμού. Μια ματιά στις ετήσιες εκθέσεις του Δικτύου Καταγραφής Ρατσιστικής Βίας (που δείχνουν ότι οι επιθέσεις, τα μαχαιρώματα, οι βιαιοπραγίες εναντίον μεταναστών, γκέι, τρανς είναι καθημερινό φαινόμενο) φανερώνει πόσο επείγουσα είναι η αντιμετώπιση του ρατσισμού.
Θυμίζω τέσσερα βασικά σημεία στα οποία ασκήσαμε κριτική στο (ξανα)παγωμένο νομοσχέδιο. Γιατί, ανεξάρτητα από την τύχη του, τα σημεία αυτά τα θεωρούμε καίρια και επανέρχονται συνεχώς:
α) Ήταν λάθος ότι το νομοσχέδιο δίωκε την προτροπή, την υποκίνηση, τη διέγερση σε ρατσιστικό έγκλημα, όχι όμως το ίδιο το έγκλημα. Δηλαδή, θα διωκόταν αυτός που παρακινούσε να μπει φωτιά στο μαγαζί ενός «μαυριδερού», όχι όμως και εκείνοι που θα έβαζαν τη φωτιά (αυτοί θα διώκονταν με τις διατάξεις του λοιπού ποινικού δικαίου). Στη δολοφονία Λουκμάν, λ.χ., αν υπήρχε αντιρατσιστικός νόμος που συμπεριελάμβανε και την πράξη, οι διωκτικές αρχές, η προανάκριση και οι έρευνες εξαρχής θα είχαν προσανατολιστεί σ’ αυτή την κατεύθυνση, φωτίζοντας, ενδεχομένως σχέσεις των συλληφθέντων με τη Χρυσή Αυγή κ.ο.κ. Τώρα παραπέμφθηκαν απλώς για ανθρωποκτονία, και χρειάστηκε μια τεράστια προσπάθεια της πολιτικής αγωγής για να αναδειχθεί το ρατσιστικό κίνητρο και να το προσθέσει η εισαγγελέας στην αγόρευσή της στο τέλος της διαδικασίας. Αντίστοιχα, και η δίκη της Μανωλάδας θα γινόταν με άλλους όρους.
β) Το νομοσχέδιο δεν προστάτευε επαρκώς τα θύματα (και τους ουσιώδεις μάρτυρες) ρατσιστικών εγκλημάτων. Ωστόσο, όταν μιλάμε για μετανάστες χωρίς χαρτιά (βασικά θύματα της ρατσιστικής βίας), η προστασία τους είναι απαραίτητη. Αλλιώς, ποιος μετανάστης θα τολμήσει να καταγγείλει τη βία που υπέστη όταν το επόμενο βήμα είναι η κράτηση και η απέλασή του; Η σχετική Κοινή Υπουργική Απόφαση δεν επαρκεί: και γιατί δεν παρέχει προστασία από τη στιγμή της καταγγελίας, αλλά και γιατί πρόκειται για υπουργική απόφαση που εύκολα αλλάζει.
γ) Το νομοσχέδιο ποινικοποιούσε τον εγκωμιασμό ή την άρνηση εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας αναγνωρισμένων από τα διεθνή όργανα. Είμαστε αντίθετοι, ακόμα κι αν πρόκειται για το Ολοκαύτωμα, το Έγκλημα των Εγκλημάτων: παρ’ ότι αντιτασσόμαστε με κάθε τρόπο στην άρνηση και τη σχετικοποίησή του, πιστεύουμε ότι η ποινική δίωξη των «αρνητών» ούτε αποτελεσματική είναι (όπως έδειξε η ευρωπαϊκή εμπειρία, λ.χ. Νόμος Γκεσό) και ταυτόχρονα θέτει σοβαρά ζητήματα ελευθερίας της έκφρασης. Και, φυσικά, ανοίγει ο ασκός του Αιόλου, αν συμπεριληφθούν και η «γενοκτονία των Ποντίων, των Μικρασιατών, των Αρμενίων, των Ασσυρίων κ.ο.κ., όπως ζητούσαν 38 βουλευτές της Ν.Δ., αλλά και ανεξάρτητοι βουλευτές. Ας σκεφτούμε πόσο ακυρώνει την ελευθερία της έρευνας και της έκφρασης αν στην Τουρκία διώκονται ποινικά όσοι μιλάνε για έγκλημα κατά των Αρμενίων (όπως συμβαίνει), ενώ στην Ελλάδα το αντίθετο…
δ) Ο ΣΥΡΙΖΑ, εδώ και έναν χρόνο, πρότεινε ένα ολοκληρωμένο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο. Τις διατάξεις του τις καταθέσαμε ξανά ως τροπολογίες στο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο. Επίσης, ως τροπολογία καταθέσαμε την πρόταση για ένα διευρυμένο σύμφωνο συμβίωσης που περιλαμβάνει και τα ομόφυλα ζευγάρια, καθώς θεωρούμε θεσμικό ρατσισμό τον αποκλεισμό μεγάλου αριθμού συμπολιτών μας από το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή. Για μας δεν είναι μόνο θέμα συμμόρφωσης με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αλλά κυρίως ζήτημα ισονομίας και δικαιοσύνης για όσους ζουν σε αυτήν τη χώρα.
Τις επόμενες μέρες, καθώς πλησιάζει και η επέτειος της δολοφονίας Φύσσα, πρέπει, με κάθε τρόπο, μέσα και έξω από τη Βουλή, να αναδείξουμε το θέμα της αντιρατσιστικής νομοθεσίας ως κομβικό για την Αριστερά, να πιέσουμε να έρθει το νομοσχέδιο στη Βουλή με αλλαγές στα επίμαχα σημεία, να υιοθετηθεί ένα διευρυμένο σύμφωνο συμβίωσης με ίσα δικαιώματα και για τα ομόφυλα ζευγάρια. Μαζί με το αίτημα να ξεκινήσει το ταχύτερο η δίκη της Χρυσής Αυγής. Γιατί για μας η πάλη κατά του ρατσισμού και του νεοναζισμού, σε θεσμικό, κινηματικό, μορφωτικό και πολιτισμικό επίπεδο, δεν είναι γενικό και αφηρημένο ζήτημα, αλλά βασική αξία και συστατικό της αντίληψης και της κοινωνίας που θέλουμε.
*Η Βασιλική Κατριβάνου είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ
**Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Αυγή”