Το να παρακολουθείς την εξέλιξη του οικονομικού διαλόγου στην Ουάσιγκτον τα τελευταία δυο χρόνια υπήρξε απογοητευτική εμπειρία. Μήνα με το μήνα, η συζήτηση γίνεται όλο και πιο πρωτόγονη: τα διδάγματα της οικονομικής κρίσης του 2008 ξεχάστηκαν με εκπληκτική ταχύτητα, και οι ίδιες ακριβώς ιδέες που μας οδήγησαν στην κρίση – ότι ο κρατικός έλεγχος της οικονομίας είναι κακός, πως ό,τι είναι καλό για τους τραπεζίτες είναι καλό για την Αμερική, και ότι οι περικοπές στην φορολογία είναι το ελιξίριο διά πάσα νόσο – ξανάγιναν κυρίαρχες.
Και τώρα τα οικονομικά της «μετακύλισης» – η ιδέα πως οτιδήποτε αυξάνει τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων είναι καλό για την οικονομία – κάνουν την μεγάλη τους «επιστροφή».
Εκ πρώτης όψεως, μοιάζει παράδοξο. Τη τελευταία διετία τα κέρδη έχουν αυξηθεί, ενώ η ανεργία παραμένει καταστροφικά υψηλή. Πως γίνεται να πιστέψει κανείς ότι το να δοθούν ακόμη περισσότερα χρήματα στις μεγάλες επιχειρήσεις θα οδηγήσει σε ταχύτερη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας;
Παρά ταύτα, η θεωρία της «μετακύλισης» ενισχύεται – πείθοντας ακόμη και ορισμένους Δημοκρατικούς. Τι εννοώ; Σκεφτείτε τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν οι Ρεπουμπλικάνοι για να υπερασπιστούν τα τεράστια φορολογικά «παράθυρα» για τις επιχειρήσεις. Πως είναι δυνατόν οι ίδιοι άνθρωποι που απαιτούν άγριες περικοπές στα κρατικά προγράμματα ασφάλισης και περίθαλψης να υπερασπίζονται ταυτόχρονα τις «φωτογραφικές» φοροαπαλλαγές προς όφελος των διαχειριστών επενδυτικών κεφαλαίων -hedge funds – και κατόχων ιδιωτικών αεροσκαφών;
Ιδού πως προσπάθησε να απαντήσει ένας εκπρόσωπος του Ερικ Κάντορ, του επικεφαλής των Ρεπουμπλικάνων στην Βουλή των Αντιπροσώπων, στην Washington Post: «Δεν μπορείς να βοηθήσεις τον μισθωτό υπάλληλο φορολογώντας τον άνθρωπο που του δίνει δουλειά». Στη συνέχεια υποστήριξε πως οι εν λόγω φοροαπαλλαγές βοηθούν κυρίως τις μικρές επιχειρήσεις (ενώ στην πραγματικότητα ωφελούν κυρίως τα μεγάλα corporations). Αλλά το βασικό του επιχείρημα είναι πως ότι αφήνει περισσότερα χρήματα στα χέρια των μεγάλων επιχειρήσεων οδηγεί σε περισσότερες θέσεις εργασίας. Δηλαδή η θεωρία της μετακύλισης στην πιο καθαρή μορφή της.
Και βέβαια υπάρχει το ζήτημα του επαναπατρισμού.
Οι αμερικανικές επιχειρήσεις υποτίθεται ότι πληρώνουν φόρους για τα κέρδη των θυγατρικών τους που λειτουργούν εκτός ΗΠΑ – αλλά μόνον αν αυτά τα κέρδη μεταφερθούν πίσω στην μητρική εταιρεία. Τώρα προτείνεται – φυσικά μετά από μια μεγάλης κλίμακας καμπάνια από τα πολιτικά λόμπι – ένα είδος φορολογικής αμνηστίας, βάση του οποίου οι επιχειρήσεις θα μπορούν να φέρουν πίσω στις ΗΠΑ τα κέρδη τους χωρίς ουσιαστικά να πληρώσουν τους προβλεπόμενους φόρους. Και βλέπουμε ακόμη και Δημοκρατικούς να υποστηρίζουν την ιδέα, υποστηρίζοντας πως θα συμβάλει στην καταπολέμηση της ανεργίας.
Όπως τονίζουν οι αντίπαλοι του σχεδίου, αυτό το έργο το έχουμε ξαναδεί: μια παρόμοια περίοδος «φορολογικών διακοπών» προσφέρθηκε στις επιχειρήσεις το 2004, στηριγμένη στα ίδια επιχειρήματα. Και το μέτρο υπήρξε μια παταγώδης αποτυχία. Ενώ οι μεγάλες εταιρείες πράγματι εκμεταλλεύτηκαν την αμνηστία για να «επαναπατρίσουν» τεράστια ποσά στις Ηνωμένες Πολιτείες, χρησιμοποίησαν τα λεφτά αυτά για να πληρώσουν μερίσματα στους μετόχους, να επαναγοράσουν χρέη και μετοχές, να εξαγοράσουν άλλες εταιρείες – για οτιδήποτε άλλο, εκτός από το να αυξήσουν τις παραγωγικές επενδύσεις και τις θέσεις εργασίας. Δεν υπάρχει ούτε μια ένδειξη ότι οι «φοροδιακοπές» του 2004 συνέβαλαν κατά οποιοδήποτε τρόπο στην τόνωση της οικονομίας.
Αυτό που πέτυχε η έκτακτη εκείνη φοροαπαλλαγή, ωστόσο, ήταν να δώσει στις μεγάλες επιχειρήσεις μια ευκαιρία να αποφύγουν την πληρωμή φόρων επί των χρημάτων που κάποια στιγμή αναγκαστικά θα επαναπάτριζαν. Επίσης έδωσε στις επιχειρήσεις αυτές ένα πρόσθετο κίνητρο να μεταφέρουν στο εξωτερικό ακόμη περισσότερες θέσεις εργασίας, καθώς πλέον γνώριζαν πως υπήρχαν αρκετές πιθανότητες να φοροδιαφύγουν νομίμως και στο μέλλον, με την ευκαιρία νέων «αμνηστιών».
Κι όμως, όπως ήδη είπα υπάρχει πολιτική ώθηση για επανάληψη αυτής της καταστροφικής παράστασης. Και αυτή την φορά οι συνθήκες είναι ακόμη χειρότερες. Πως μπορεί ακόμη και να διανοείται κανείς ότι αυτό που «φρενάρει» την αμερικανική ανάκαμψη είναι η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων από τις μεγάλες επιχειρήσεις – όταν είναι ευρύτατα γνωστό πως οι εταιρείες «κάθονται» πάνω σε τεράστια ποσά τα οποία αρνούνται να επενδύσουν;
Στην πραγματικότητα, τα αδρανή κεφάλαια έχουν εξελιχθεί σε μέγα πολιτικό επιχείρημα των συντηρητικών, με τους εκπροσώπους της δεξιάς να υποστηρίζουν ότι οι επιχειρήσεις δεν επενδύουν, λέει, λόγω της πολιτικής αβεβαιότητας. Αυτό είναι σίγουρα λανθασμένο: τα στοιχεία δείχνουν σαφώς ότι ο πραγματικός λόγος συσσώρευσης αδιάθετων κεφαλαίων είναι η συνεχιζόμενη κάμψη της καταναλωτικής ζήτησης. Όπως και να’ χει, εάν οι επιχειρήσεις ήδη έχουν τεράστια ποσά σε μετρητά που δεν χρησιμοποιούν, γιατί να τους δώσουμε το φορολογικό παράθυρο να αποκτήσουν κι άλλα -και τι σχέση μπορεί να έχει αυτό με την ανάκαμψη;
Καμία σχέση, φυσικά. Το επιχείρημα ότι ένα φορολογικό διάλειμμα για τις corporations θα οδηγήσει σε αυξημένη απασχόληση, ή ότι η άρση των φοροαπαλλαγών για τα ιδιωτικά τζετ θα οδηγήσει σε αύξηση της ανεργίας, είναι καθαρή ανοησία. Οι μεγάλες εταιρείες έχουν ήδη όσα χρήματα χρειάζονται για να επεκταθούν: αυτό που λείπει είναι το κίνητρο της επέκτασης, σε μια στιγμή που οι καταναλωτές παραμένουν «στα σκοινιά» και η κυβέρνηση μειώνει συνεχώς τις δαπάνες της.
Αυτό που χρειάζεται η οικονομία μας είναι η δημιουργία θέσεων εργασίας απευθείας από την κυβέρνηση, και η ανακούφιση των καταχρεωμένων νοικοκυριών μέσω διακανονισμών στα ενυπόθηκα δάνεια. Αυτό που σίγουρα δεν χρειάζεται είναι η μεταφορά δισεκατομμυρίων δολαρίων σε επιχειρήσεις που έχουν σκοπό να προσλάβουν μόνο περισσότερους λομπίστες.
του Πωλ Κρουγκμαν από τους3 NY Times