Αν ιεραρχήσουμε τα ζητήματα που αφορούν την εργατική τάξη και τα άλλα φτωχά στρώματα της χώρας μας –και αν θέλουμε να κάνουμε πολιτική πρέπει να κάνουμε ιεραρχήσεις- το σημαντικότερο παραμένει η ανεργία. Όχι μόνο γιατί καθορίζει σε συντριπτικό βαθμό τη ζωή ενάμιση εκατομμυρίου ανέργων, καταδικάζοντάς τους -και κυρίως τες- στην ανέχεια, την εξάρτηση από τρίτους, την απομόνωση.
Κυρίως γιατί επικαθορίζει τη ζωή όλων των υπολοίπων εργαζομένων, οι οποίοι –για να είμαστε δίκαιοι στις ιεραρχήσεις- παραμένουν περισσότεροι και κοινωνικά πιο σημαντικοί. Η ανεργία και η διαρκής απειλή της είναι που διογκώνει την επισφάλεια, αναγκάζει τους εργαζομένους να αποδεχτούν την ημιαπασχόληση, τους κατώτατους μισθούς, ακόμα και τους μήνες απληρωσιάς. Ο φόβος της ανεργίας καθηλώνει την ταξική πάλη (από τη μία πάντα πλευρά), αποδιοργανώνει την τάξη, διαλύει τις εργατικές ενώσεις.
Αυτή επικαθορίζει επίσης τη ζωή όσων δεν μπήκαν ακόμα στην εργασιακή αγορά και σχεδιάζουν τώρα τη ζωή τους με βασική συνθήκη την επερχόμενη ανεργία. Επικαθορίζει τη ζωή των τριακοσίων χιλιάδων ανθρώπων που έφυγαν μετανάστες και μετανάστριες στο εξωτερικό. Να θυμόμαστε εδώ ότι μαζί τους αναγκάστηκαν να φύγουν και χιλιάδες δικοί μας άνθρωποι, που βγήκαν μέσα από τα κινήματα των τελευταίων χρόνων, αφήνοντάς μας πιο μόνους και αναποτελεσματικούς απέναντι στις μνηνονιακές κυβερνήσεις και τα αφεντικά.
Χωρίς να μας πιάνει μαυρίλα, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε με θάρρος ότι όσο η ανεργία πλακώνει τα πάντα, είναι πολύ, πολύ δύσκολο να μιλάς για εργατικά μέτωπα και κινήματα, για συλλογικές συμβάσεις και βασικούς μισθούς. Ακόμα και μπροστά στη 2η αξιολόγηση και τις νέες μεταρρυθμίσεις που θα φέρει στα εργασιακά, οι δυνατότητες για μία αποτελεσματική εργατική απάντηση είναι πολύ μικρότερες, όταν το ένα τρίτο των στομάτων είναι εκ θέσεως κλειστό.
Η υπόσχεση της «δίκαιης ανάπτυξης»
Αν ισχύουν, έστω και λίγο όλα, τα παραπάνω, είμαστε στη μέση ενός φαύλου κύκλου: η ανεργία, αποτέλεσμα η ίδια της καπιταλιστικής κρίσης και της νεοφιλελεύθερης μνημονιακής αναδιάρθρωσης, αποτελεί το ισχυρότερο όπλο για την επιβολή των ίδιων πολιτικών. Ακόμα χειρότερα, η ανεργία είναι που καθιστά ελκυστικό το όραμα Τσίπρα για μία «δίκαιη ανάπτυξη», τη μόνη επαγγελία που έχει απομείνει στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (και την οποία μάλιστα, όπως επισημαίνει ο Λάσκος, ο Τσίπρας έχει το ανιστόρητο θράσος να τη βαφτίζει ως τη «μόνη αριστερή πολιτική»).
Βέβαια, μία επιστροφή στην (καπιταλιστική) ανάπτυξη θα μπορούσε πράγματι να είναι περισσότερο ή λιγότερο «δίκαιη» (δηλ. αναδιανεμητική), ανάλογα με το αν θα συνοδεύεται από υψηλούς μισθούς, υψηλή φορολογία στα κέρδη, μεγάλο κοινωνικό κράτος, υψηλό επίπεδο εργατικών δικαιωμάτων και μειωμένα ωράρια. Είναι προφανές συνεπώς ότι μόνο «δίκαιη» δεν είναι η ανάπτυξη που έρχεται και ότι αυτός ο επιθετικός προσδιορισμός είναι μία μπούρδα εσωκομματικής κατανάλωσης, για όσους συριζαίους θυμούνται αμυδρά ότι δεν ήταν αυτή ακριβώς η «μόνη αριστερή πολιτική». Ακόμα και έτσι ωστόσο, ακόμα και αν η επαγγελλόμενη ανάπτυξη στηρίζεται σε ληστρικές ιδιωτικοποιήσεις, κινέζικες επενδύσεις, κρατικοεπιδοτούμενες θέσεις εργασίας και αεριούχα προγράμματα ΕΣΠΑ, προσφέρει μία κάποια προσδοκία στο ενάμιση εκατομμύριο των ανέργων.
Ανοίγοντας περισσότερο το πλάνο, το ευρωπαϊκό μπλοκ της χώρας υπόσχεται στους άνεργους ότι αν προχωρήσουμε με τις μεταρρυθμίσεις, αν δηλαδή ρίξουμε κι άλλο τους μισθούς όσων εργάζονται, διαλύσουμε περαιτέρω τις εργασιακές σχέσεις και μοιράσουμε τις θέσεις εργασίας σε περισσότερους, θα προσελκύσουμε επενδύσεις και θα μπούμε σε ένα κύκλο –ήπιας έστω- ανάπτυξης και μείωσης της ανεργίας. Αν όση αριστερά έχει απομείνει δεν απαντήσει πειστικά σε αυτό το σχέδιο, τότε η υπόσχεση της ανάπτυξης θα κερδίζει για αρκετά χρόνια ακόμα. Μάλλον όχι βέβαια στην εκδοχή Τσίπρα, που είναι και «δίκαιη», αλλά στην εκδοχή Μητσοτάκη, που έχει και το copyright.
Μία πιθανή απάντηση είναι ότι ακόμα και αυτή η υπόσχεση είναι ψεύτικη. Ότι η μνημονιακή πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης είναι αδύνατο να δημιουργήσει ακόμα και μία ανεμική ανάπτυξη και ότι ο φαύλος κύκλος της ύφεσης και της ανεργίας θα συνεχίζει να βαθαίνει. Πιθανώς να είναι έτσι, πιθανώς και να μην είναι. Μήπως δεν έχουν υπάρξει άλλωστε και άλλοι λαοί που έζησαν για δεκαετίες σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και εκμετάλλευσης –με θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, χωρίς να ανοίξει ρουθούνι; Μη νομίζουμε ότι εμείς είμαστε ξεχωριστοί. Ο καπιταλισμός είναι σε βαθιά και παρατεταμένη κρίση, η οποία μπορεί να έχει βίαιες υποτροπές, αλλά η ψευδαίσθηση ότι κάθε κρίση του καπιταλισμού είναι και η τελευταία του, έχει διαψευστεί πολλές φορές από το 1848 ως σήμερα. Σε κάθε περίπτωση, η μεσσιανική μορφή του Προφήτη που αποκαλύπτει τα ψέματα της εξουσίας και τις τραγωδίες που έρχονται, ακόμα και αν έχει κάποιο δίκιο, δεν βοηθά στη συγκρότηση ενός ζωηρού και αισιόδοξου κινήματος.
Άλλη απάντηση;
Η άλλη απάντηση είναι αυτή του Φρανκ Άντεργουντ: ένα πρόγραμμα καθολικής απασχόλησης, εδώ και τώρα, που θα υπόσχεται με ρεαλιστικό τρόπο ενάμιση εκατομμύριο θέσεις εργασίας σε καμιά δεκαριά μέρες, ή άντε μήνες. Ένα πρόγραμμα που θα στηρίζεται αφενός σε μεγάλες δημόσιες επενδύσεις, χρηματοδοτημένες από την υψηλή φορολόγηση, από τη μείωση άλλων δημόσιων δαπανών και φυσικά από έναν αναγκαστικό εσωτερικό δανεισμό, ακόμα και με τη μορφή ενός υποτιμημένου νομίσματος. Αφετέρου, σε ένα πλαίσιο κοινωνικής αλλά και κρατικής υποστήριξης συνεταιριστικών και ανακτημένων επιχειρήσεων, μέσα από μία προνομιακή πολιτική δανειοδότησης, φορολόγησης και απορρόφησης των προϊόντων τους, ενάντια προφανώς στους νόμους της αγοράς και του ανταγωνισμού (και –εννοείται- στους κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Ένα πρόγραμμα που θα εξασφαλίζει εδώ και τώρα δουλειά στο σύνολο της εργατικής τάξης, ακόμα και αν αυτή η δουλειά αμείβεται χαμηλά, ακόμα και αν ο όποιος μισθός είναι σε νόμισμα που θα κινδυνεύει με υποτίμηση, ακόμα και αν αυτό σημαίνει βραχυπρόθεσμη μείωση απολαβών για τα καλύτερα αμειβόμενα στρώματα των εργαζομένων.
Βέβαια, παρά τις επιπλοκές που θα έχει ένα τέτοιο πρόγραμμα και τον πόλεμο που θα δεχτεί, μακροπρόθεσμα υποτίθεται ότι θα πολλαπλασιάσει τον πλούτο αυτής της κοινωνίας. Γιατί, δεν πρέπει να ξεχνάμε, ο πλούτος παράγεται από την εργασία (και τη φύση) και όχι από το κεφάλαιο και τις επενδύσεις και η ανάκληση ενάμιση εκατομμυρίων εργαζομένων από την καταναγκαστική αργία δεν μπορεί παρά να αυξήσει τον παραγόμενο πλούτο. Χρόνια νεοφιλελεύθερης προπαγάνδας μας έχουν κάνει να ξεχνάμε τα αυτονόητα.
Αν ρωτήσει κάποιος τη γνώμη μου, ένα τέτοιο εγχείρημα θα ήταν ευχής έργο να συνοδεύεται από μία ένταση του κοινωνικού ανταγωνισμού σε όλα τα υπόλοιπα πεδία, έτσι ώστε η ανασυγκρότηση και ο μετασχηματισμός να γίνουν με όρους που να βελτιώνουν, αντί να υποβαθμίζουν, το περιβάλλον, ή να αντιμετωπίζουν τις ανισότητες των φύλων και των μειονοτήτων. Δεν είναι σίγουρο βέβαια ότι αυτό θα συμβεί, όπως τίποτα άλλο δεν είναι σίγουρο στην ταξική πάλη. Οι καλές αυτές ανησυχίες δεν είναι όμως λόγος να μην θέσουμε σε προτεραιότητα το κεντρικό επίδικο, αυτό δηλαδή που η αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας έχει διορίσει σήμερα να είναι το καθοριστικό ζήτημα για την εργατική τάξη της χώρας μας: τη βίαιη αντιμετώπιση της ανεργίας. Μέχρι και ο Φρανκ το κατάλαβε καλύτερα από εμάς.