Πολύ δύσκολα συνοψίζεται ο θεολογικός προβληματισμός του Αγγελου Σικελιανού και του Νίκου Καζαντζάκη. Μάλλον αξιωματικά, λοιπόν, θα έλεγα πως η «θρησκεία» του Κρητικού, που δεν της λείπουν οι αντιφάσεις, λατρεύει τον ανθρώπινο Νου, ενώ ο Λευκαδίτης αναδεικνύεται λάτρης, ιεροφάντης μάλλον, του συγκρητισμού, διαβάζοντας τον χριστιανισμό σε παραλληλία ή διασταύρωση με την «παγανιστική» κληρονομιά. Το «πιστεύω» του ο Καζαντζάκης το κατέθεσε στο τέλος της «Ασκητικής». Τα δύο πρώτα άρθρα (με κεφαλαία στο βιβλίο, χάριν εμφάσεως): «Πιστεύω σ’ ένα θεό, ακρίτα, διγενή, στρατευόμενο, πάσχοντα, μεγαλοδύναμο, όχι παντοδύναμο, πολεμιστή στ’ ακρότατα σύνορα, στρατηγό αυτοκράτορα σε όλες τις φωτεινές δυνάμεις, τις ορατές και τις αόρατες. Πιστεύω στ’ αναρίθμητα, εφήμερα προσωπεία που πήρε ο θεός στους αιώνες και ξεκρίνω πίσω από την άπαυτη ροή του την ακατάλυτη ενότητα».
Απ’ τον Θεό του Καζαντζάκη δεν λείπει μόνο η παντοδυναμία. Οπως τον σχηματίζει, δεν είναι ούτε πάνσοφος ούτε πανάγαθος. Γι’ αυτό και «κράζει “Βοήθεια!”» – τη βοήθεια του ανθρώπου. Για τον Καζαντζάκη, αυτόν που έγραψε στην «Οδύσσειά» του «Θε μου, και κάμε με θεό», θεός είναι «η μέσα μας μοναξιά» (στις «Τερτσίνες» αυτό). Και πολύ περισσότερο, θεός είναι το μυαλό του ανθρώπου, που φτιάχνει θεότητες και τις καταλύει: «Θεούς και νόμους, αρετές, πατρίδες, / ψηλό καμίνι ο νους». Ο ανθρώπινος νους, σαν θεοπλάστης και μαζί υπονομευτής των θεών, δοξάζεται σε όλο το καζαντζακικό έργο. Για παράδειγμα στην αρχαιόθεμη τραγωδία του «Κούρος», ο Θησέας απαντάει στην ερώτηση της Αριάδνης για το τι βρίσκεται «πιο βαθιά, πίσω από το θεό», με τα εξής λόγια: «Ο νους του Θησέα, τίποτα άλλο. / Ο νους ο δουλευτής. / Ο πετροκόπος, ο ξυλοκόπος, ο κουπολάτης, / ο πολεμιστής. Κι ακόμα πιο αψηλά, ο νους ο νομοθέτης. / Πίσω από το νου, – το χάος».
Ο Σικελιανός προκρίνει την Αμπελο σαν ένα ισχυρό θρησκευτικό σύμβολο, δηλωτικό της συνέχειας από τον Διόνυσο στον Χριστό, και τη βλέπει να βλαστάνει και να καρπίζει «στην ίδια γη που τηνε λέμε Ελλάδα, / και Παναγιά, και Δήμητρα». Χαρακτηριστικό είναι το τέλος του ποιήματος «Ιησούς ο Ναζωραίος» (το αντλώ από το βιβλίο της Βιβέτ Τσαρλαμπά-Κακλαμάνη «Αγγελου Σικελιανού, «Ανέκδοτα ποιήματα και πεζά», Εστία, 1989): «Κι όταν Ρωμαίου φύλακος η λόγχη, ωιμέ, η αγρία, / σ’ επλήγωσεν, απ’ την πληγή -δεν είναι τούτο ψέμα- / εβγήκε ιχώρ, των παλαιών θεών το αίμα». Ο ιχώρ (που κατάντησε πλέον σύμβολο ακροδεξιάς χρήσης) είναι ο αιθέριος χυμός που έρρεε στις φλέβες των Ολυμπίων. Οσο διανοητικό δημιούργημα κι αν θεωρήσουμε το συγκρητιστικό σχήμα του Σικελιανού, δεν του λείπουν οι ρίζες στην ιστορία: Οπως οι χριστιανικές εκκλησίες χτίζονταν πάνω στους γκρεμισμένους ναούς των αρχαίων, έτσι και η χριστιανική πίστη άντλησε στοιχεία από την παράδοση των Εθνικών για να διευκολύνει την επικράτησή της.
Πηγή: Καθημερινή