in ,

Η Αιμιλία Υψηλάντη μιλά στο alterthess για τους Αγνοούμενους και τους…. αγνοούντες

Η Αιμιλία Υψηλάντη μιλά στο alterthess για τους Αγνοούμενους και τους…. αγνοούντες

«Οι αγνοούμενοι. Μία ενδιαφέρουσα ζωή» ο τίτλος του έργου που παρουσιάζεται στο θέατρο «Αριστοτέλειον» και έχει τύχει ιδιαίτερης θερμής υποδοχής από το κοινό της Θεσσαλονίκης και θετικών σχολίων από τους κριτικούς.

Αν και φαινομενικά τα δύο μέρη του τίτλου μοιάζουν ασύνδετα, ο ταλαντούχος θεατρικός συγγραφέας Βασίλης Κατσικονούρης έχει καταφέρει να τα συνδυάσει, «παντρεύοντας» παράλληλα το ιδιωτικό με το δημόσιο, το προσωπικό με το συλλογικό.

Το έργο έχει αναφορά σε ένα ζήτημα, με το οποίο σπάνια καταπιάνεται η νεοελληνική δραματουργία, – αυτό των αγνοούμενων της τουρκικής εισβολής στην  Κύπρο- , ωστόσο δεν μένει εκεί αλλά καταφέρνει να μας θυμίσει αυτό που πολύ εύστοχα αναφέρεται στο κείμενο πως «από τη στιγμή που εμείς θέλουμε να αγνοούμε, είμαστε εμείς οι αγνοούμενοι».

Στην σκηνή του θεάτρου «Αριστοτέλειον» βρίσκουμε την Αιμιλία Υψηλάντη, τον Αλέξανδρο Σταύρου και την Μαρία Τσαρούχα, οι οποίοι μάλιστα εκτός από πρωταγωνιστές, συνυπογράφουν την σκηνοθεσία της παράστασης.

Το alterthess.gr είχε την ευκαιρία με αφορμή την παράσταση να μιλήσει με την Αιμιλία Υψηλάντη.

Συνέντευξη στην Ευγενία Χατζηγεωργίου

«Οι Αγνοούμενοι. Μια ενδιαφέρουσα ζωή», δεν είναι κάπως αντιφατικά τα δύο αντιφατικά μέρη στον τίτλο;

Όντως υπάρχει μία αντίφαση στον τίτλο. Μοιάζει το ένα να είναι αντίθετο του άλλου. Πως μπορεί να έχουμε μία ενδιαφέρουσα ζωή και μαζί να υπάρχουν και οι αγνοούμενοι; Στην πραγματικότητα ο τίτλος της παράστασης είναι ο δεύτερος, το «Μια ενδιαφέρουσα ζωή». Άλλωστε αυτό αναφέρεται και στο έργο: Οι πρωταγωνιστές ζουν μία ενδιαφέρουσα ζωή.

Τι έχει κάνει ευφυώς ο συγγραφέας του έργου; Υπάρχουν θα έλεγα στη συγκεκριμένη παράσταση κάποιες «παρεξηγήσεις». Ο κόσμος φαντάζεται ότι αυτό το έργο αφορά τους Αγνοούμενους της Κύπρου. Δεν είναι έτσι.  Αναφέρεται σ’ αυτό το γεγονός, γιατί το θέμα αυτό παίζει έναν ρόλο, σαν καταλύτης στην «ενδιαφέρουσα ζωή».

Με ποια έννοια;

Η ιστορία του έργου δείχνει ένα ευτυχισμένο, σύγχρονο, μεσοαστικό, μορφωμένο ζευγάρι που θα μπορούσε να είναι και πρότυπο για τον νέο άνθρωπο. Όμως αυτό το ζευγάρι έχει κρύψει πράγματα, και δεν τα αποκαλύπτει για να μην στεναχωρήσει ο ένας τον άλλον, για να μην χαλάσουν αυτήν την ωραία ζωή που έχουνε. Δεν αποκαλύπτουν τις πληγές τους, δεν τολμούν να τα θίξουν. Όταν όμως έρχεται η μεγάλη αδερφή της γυναίκας, η οποία φέρει ακόμη τη μνήμη ενός χαμένου αδερφού, ενός αγνοούμενου από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και μόνο η παρουσία της εκεί- η οποία δεν κάνει τίποτα- φτάνει για να κλονίσει τα θεμέλια της συνύπαρξης αυτού του ζευγαριού, όπου και οι δύο πρέπει να αναρωτηθούν εάν πραγματικά λένε την αλήθεια, εάν πραγματικά έχουν κοινούς στόχους, εάν πραγματικά αγαπιούνται, εάν πραγματικά θα αγωνιστούν για να συνυπάρξουν.

Υπάρχει εδώ πέρα μία λογική προφανώς: ότι ο άνθρωπος δεν θέλει να θυμάται διαρκώς και να ζει με τα δυσάρεστα- και αυτό είναι και πολύ φυσικό. Οι άνθρωποι αναζητούν την ευτυχία και απωθούν τις δυσάρεστες μνήμες.

Θίγει η παράσταση με έναν τρόπο το θέμα της άγνοιας και της λήθης στην εποχή μας;

Η παράσταση λέει κάποια στιγμή πάρα πολύ καλά, ότι «από τη στιγμή που εμείς θέλουμε να αγνοούμε, είμαστε εμείς οι αγνοούμενοι» και αυτό είναι το βασικό. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να μην γνωρίζει είτε την αλήθεια την προσωπική του είτε την αλήθεια του τόπου του. Εάν όμως, λέει και το έργο- είτε σε ατομικό είτε σε κοινωνικό  επίπεδο- δεν πεις την αλήθεια, όποια κι αν είναι αυτή, η αλήθεια θα έρθει μπροστά σου, είναι εκεί σε περιμένει, και θα έρθει να σου διαλύσει αυτά που εσύ είχες ως δεδομένα.

Το έργο έχει αναφορά στους αγνοούμενους της Κύπρου, αλλά δεν μένει εκεί.

Το έργο δεν είναι ούτε ιστορικό, ούτε πολιτικό. Έχουμε ένα ψυχολογικό θέατρο, διότι αφορά δύο ήρωες στην πραγματικότητα, την δική τους ψυχολογική κατάσταση, κάτω από έναν καταλύτη, ο οποίος έρχεται και αναποδογυρίζει όλον τον ψυχισμό τους. Αυτό όμως δεν μειώνει το γεγονός του ιστορικού γεγονότος με ποια έννοια: ότι είναι η πρώτη φορά για μένα που τολμά ένας συγγραφέας να συνδυάζει το ιδιωτικό με το δημόσιο- πράγμα που δεν το συναντούμε συχνά. Είναι πολύ δύσκολο να συνδυάσει κανείς το ατομικό με το συλλογικό. Διότι κανείς δεν μπορεί να πει πως δεν επηρεάζεται από το τι συμβαίνει στην κοινωνία. Όλοι επηρεαζόμαστε.

Την παράσταση την συν-σκηνοθετήσατε και οι τρεις ηθοποιοί. Πως προέκυψε αυτό;

Το έργο είναι ψυχολογικό και το ψυχολογικό θέατρο το ξέρουμε οι ηθοποιοί, είναι θα έλεγα η βάση της δουλειάς μας. Δεν είχαμε να κάνουμε με ένα πολυπρόσωπο έργο, είναι ένα έργο που πατάει πάνω σε τρεις ανθρώπους. Από τη στιγμή που είμαστε τρεις έμπειροι ηθοποιοί, οι οποίοι μπορούσαμε να βρούμε τους δρόμους μας τους ψυχολογικούς και να επικοινωνήσουμε ο ένας με τον άλλον, αποφασίσαμε ότι μπορούμε να το παίξουμε. Γιατί εν αρχή ην ο λόγος, όπως ξέρετε, και μπορούσαμε να υπηρετήσουμε κάλλιστα τον λόγο του συγγραφέα και να τον υποστηρίξουμε ψυχολογικά, οπότε δεν υπήρχε λόγος να έχουμε κάποιον σκηνοθέτη. Εγώ πιστεύω ότι τις περισσότερες φορές είναι απαραίτητος ο ρόλος του σκηνοθέτη γιατί μας βοηθάει να δούμε τι κάνουμε εμείς, αλλά αυτό μπορούσαμε να το καταφέρουμε και νομίζω το καταφέραμε.

Εκτός από πρωταγωνίστρια της παράστασης έχετε αναλάβει και την παραγωγή. Πως το αποφασίσατε; Θεωρείτε πως μία τέτοια κίνηση έχει ένα ρίσκο στις μέρες μας;

Προφανώς το ρίσκο είναι πολύ μεγάλο.  Όταν αναλαμβάνει κάποιος την παραγωγή, έχει την ευθύνη και του καλλιτεχνικού αποτελέσματος, δηλαδή τις επιλογές που θα κάνει των συντελεστών του και πρώτα- πρώτα του έργου.

Εμείς υπηρετούμε το έργο. Ένας παραγωγός θα προσπαθούσε να φτιάξει ένα πακέτο ελκυστικό για το κοινό για να πουλήσει και κάτι άλλο. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είναι ένα έργο αυτό που θα λέγαμε «εμπορικό» – γιατί το καλό θέατρο, είναι και εμπορικό θέατρο αλλά δεν ποντάρει σε αυτό το στοιχείο. Είναι ένα έργο που δεν θα μπορούσε κανείς να πει ότι μπορούσε να γίνει σούπερ εμπορική επιτυχία. Εμείς έχουμε στοιχεία εμπορικότητας: τον πρώτο ρόλο τον ανδρικό τον παίζει ο Αλέξανδρος Σταύρου, που είναι ένας ηθοποιός πάρα πολύ γνωστός από την τηλεόραση.  Όμως σκοπός μας δεν είναι να πουλήσουμε την περσόνα του Αλέξανδρου Σταύρου, γιατί κατά την άποψή μου δεν υπάρχει λόγος να το κάνουμε σε αυτό το έργο, θα στέλναμε και λάθος σήμα. Είναι πάρα πολύ σημαντικό για εμάς το ότι αποδεικνύεται για πολλοστή φορά, ότι ένας ηθοποιός ο οποίος είναι παρά πολύ γνωστός στο κοινό από την τηλεόραση, είναι εξαιρετικός και στο θέατρο.

Μετρώντας χρόνια στο σανίδι, πως βλέπετε το θέατρο και τους νέους ηθοποιούς σήμερα σε σχέση με πιο παλιά;

Οι νέοι ηθοποιοί σήμερα είναι εξαιρετικά πολύ πιο προικισμένοι, γιατί οι απαιτήσεις της ζωής έχουν αυξηθεί. Δεν έχουν καμία σχέση όσον αφορά τα εκφραστικά τους μέσα σε σχέση με τους παλαιότερους. Είναι πολύ ταλαντούχα και εξαιρετικά αξιόλογα νέα παιδιά, όπως άλλωστε κάθε γενιά έχει πάρα πολύ αξιόλογους ανθρώπους. Τι λείπει στα νέα παιδιά και τι πρέπει να μας προβληματίζει εμάς τους μεγαλύτερους; Λείπει ένας κώδικας αρχών. Και αυτό βέβαια είναι αντανάκλαση της έλλειψης ενός κώδικα αρχών στην κοινωνία μας όλη. Δεν ξέρουν που να στοχεύσουν, δεν ξέρουν γιατί κάνουν αυτή τη δουλειά. Δεν είναι, θα έλεγα, ταγμένα και ενώ έχουν πολύ καλούς δασκάλους, οι δάσκαλοι οι δικοί μας είχαν μία άλλη ποιότητα που μας μεταφέρανε το να είμαστε ταγμένοι, απόλυτα αφοσιωμένοι.

Θεωρείτε ότι το θέατρο έχει πληγεί τα τελευταία χρόνια από την οικονομική κρίση ή τελικά οι καλλιτέχνες έχουν γίνει πιο δημιουργικοί σε τέτοιες συνθήκες;

Οι καλλιτέχνες είναι πάντα δημιουργικοί ανεξαρτήτως συνθηκών. Ο άνθρωπος δημιουργεί πάντα και φυσικά μπορεί να είναι και μανιακός και σε εποχές κρίσης να δημιουργεί και εκεί ακόμα πιο πολύ. Πρέπει όμως να παραδεχθούμε το εξής, γιατί πολλοί νομίζουν ότι η κρίση μας κάνει πιο δημιουργικούς. Πιο εφευρετικούς στο να επιβιώσουμε μπορεί να μας κάνει, όμως η τέχνη γενικότερα χρειάζεται την παραγωγή πλούτου. Δεν είναι ανάγκη να σας το πω εγώ αυτό, γυρίστε πίσω στην ιστορία της ανθρωπότητας και δέστε τα μουσεία μας τι πίνακες μας έχουν αφήσει. Δεν μας έχουν αφήσει πίνακες από εποχή ούτε κρίσης, ούτε πολέμων, ούτε φτώχειας. Μας αφήνουν έργα τέχνης εποχών που παρήγαγαν πλούτο, εποχών κοινωνικής ακμής.

Δεν πρέπει να επιμένουμε σε τέτοια άποψη ότι είναι μια χαρά η ύφεση, μια χαρά είναι η ανέχεια διότι ξέρετε τι συμβαίνει; Ναι μεν οι καλλιτέχνες δημιουργούν, αλλά το πόσες δυνάμεις ακριβώς επειδή δεν μπορούν να επιβιώσουν χάνονται και πιθανόν πολύ σημαντικές δυνάμεις καλλιτεχνών, αυτό ποιος θα το ξέρει;

Ηθοποιοί δουλεύουν με ωρομίσθιο κι αυτή είναι μία πραγματικότητα όχι ασήμαντη σε ποσοστό στο σημερινό ελληνικό θέατρο, θα έλεγα ότι τείνει να γίνει η κυρίαρχη. Αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, θα δούμε σε μερικά χρόνια ανθρώπους να είναι 40 χρονών να έχουν δουλέψει 20 χρόνια στο θέατρο και να έχουν ένσημα εργασίας τριών χρόνων και να έχουν σκοτωθεί στη δουλειά. Δεν πιστεύω ότι η ασφάλεια είναι πάντα καλή για τον καλλιτέχνη, πολλές φορές μπορεί να λειτουργήσει και αντίθετα, αλλά αυτή η τρομακτική ανασφάλεια δεν μπορεί να μας βοηθήσει να κάνουμε τέχνη.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Τηλεφώνημα Ερντογάν στον ΠτΔ Προκόπη Παυλόπουλο

Πακιστάν: Δοκιμαστική πτήση μη επανδρωμένου αεροσκάφους πακιστανικής κατασκευής