O Πολιτισμός υπάρχει για να ενώνει τους λαούς. Κομμάτι του είναι ο Κινηματογράφος. Ένα έργο που έρχεται από τη γειτονική Βόρεια Μακεδονία κέρδισε ολόκληρο τον κόσμο από την πρεμιέρα του στο Σάντανς (Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής). Έγινε μάλιστα η πρώτη ταινία της χώρας που βγήκε στις αμερικανικές αίθουσες. 32 Βραβεία συνολικά κι αποκορύφωμα όλων η διπλή συμμετοχή της στην τελική πεντάδα των Oscars, τόσο για τη διεθνή ταινία, όσο και για το καλύτερο ντοκιμαντέρ. Πανελλήνια πρεμιέρα στο Φεστιβάλ των Αθηνών κι από την Πέμπτη στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Γράφει ο Μίλτος Τόσκας
Η Χατίτζε Mουράτοβα είναι μία 50χρονη γυναίκα με υψηλό αίσθημα ευθύνης. Αρνείται να εγκαταλείψει τη βαριά άρρωστη ηλικιωμένη μητέρα της κι αναζητεί σανίδα σωτηρίας και για τις δύο. Μοναδική διέξοδος για την επιδιωκόμενη αυτάρκεια η επιβίωση του μελισσιού που τις κρατάει στη ζωή. Σύντομα όμως οι παράμετροι της εξίσωσης θα αλλάξουν. Από το “μισό για εμένα, μισό για εσάς”, θα φτάσουμε σε μία άκρατη εμπορευματοποίηση του αγαθού. Η ηθική χάνεται και τίθενται σκληροί κανόνες. Ο νόμος της αγοράς διαβρώνει μία φαινομενικά παρθένα κοινωνία και θέτει τους όρους της.
Πρόκειται για μία εξαιρετική επιλογή. Το σκηνοθετικό δίδυμο θέτει καίριους προβληματισμούς. Ξεκινά από την αρχέγονη πάλη του ανθρώπου με τη φύση και την προσπάθειά του να επιβληθεί σ’ αυτήν, αγγίζει την περιβαλλοντική αλλαγή και την οικολογική κρίση του σήμερα, που καθιστά αρκετές περιοχές μη βιώσιμες και ξετυλίγοντας μαεστρικά τον μίτο της Αριάδνης εξηγεί πως ο καπιταλισμός έχει την ευχέρεια να πετάει εκτός συστήματος αθώες ψυχές. Ένα σύστημα για λίγους κι όχι απαραίτητα καλούς (“να τρως ξέρεις, να αλέθεις όχι”), όπως αφήνεται να εννοηθεί.
Βλέπουμε πως στον τόπο αυτό δεν κατοικούν μόνο κτήνη. Τα ΜΜΕ κι εδώ έχουν διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο, ώστε να καλλιεργήσουν τον φανατισμό και τον εθνικισμό. Η ιστορία μου φέρνει στο μυαλό αρκετές ανάλογες που συμβαίνουν στα βουνά της Τουρκίας. Πιθανώς παίζει ρόλο η καταγωγή της πρωταγωνίστριας κι η ενδυμασία της. Χαρακτηριστική είναι η παντελής απουσία της τεχνολογίας. Το σπίτι δεν έχει καλά-καλά ηλεκτρικό ρεύμα. Όσο σοκαριστικό κι αν είναι για τον μέσο θεατή, ναι ακόμα και σήμερα υπάρχει κι αυτή η μορφή.
Η κάμερα παρακολουθεί, σαν να το κάνει κρυφά κάθε κίνηση της Χατίτζε. Είναι τόσο αυθόρμητη, είναι τόσο γενναία, αποτελεί ένα παράδειγμα για τον καθένα μας. Αρκείται στα απαραίτητα, ίσως επειδή δεν έχει γνωρίσει τα παραπάνω. Έχει όμως να χαρίσει ανθρωπιά, γνώση για το αντικείμενό της, αγάπη. Κάπου στη διαδρομή για τους περισσότερους χάθηκαν αυτές οι αξίες. Εγκλωβίστηκαν σε μία ρουτίνα, συμβιβάστηκαν με ένα χρηματικό ποσό και “πούλησαν” τη ψυχή τους. Η ηρωίδα έρχεται να μας θυμίσει πως χαμένη υπόθεση είναι μονάχα αυτή που εγκατέλειψες. Αγωνίζεται θαρραλέα κι αυτό θα κάνει μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο.
Μετά το “Υπάρχει Θεός, και το όνομά του είναι Πετρούνια” της Τεόνα Στρούγκαρ Μιτέφσκα, που κατέκτησε το Βραβείο LUX, ακόμα μία ταινία απάντηση με ευαίσθητο περιεχόμενο. Αυτή τη φορά από τους Ταμαρα Κοτέφσκα και Λιουμπομίρ Στεφάνοφ που δούλεψαν για τρία περίπου χρόνια πάνω στο συγκεκριμένο εγχείρημα. Άξιζε τον κόπο με βάση το αποτέλεσμα κι αποτελεί την κατάλληλη γέφυρα, καθώς μπαίνουμε στην τελική ευθεία για το 22ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.