Των Μπάρμπαρα και Τζον Έιχενραϊχ / The Nation
“Η ταξική συνειδητοποίηση επέρχεται όταν κάποιοι, ως αποτέλεσμα κοινών εμπειριών (τις οποίες είτε απέκτησαν από κοινού ή κληρονόμησαν), βιώνουν και αρθρώνουν την ταυτότητα των συμφερόντων τους τόσο μεταξύ τους όσο και έναντι άλλων, των οποίων τα συμφέροντα διαφέρουν (ή συχνά έρχονται σε αντιδιαστολή)” Ε.Π. Τόμσον.
Οι “άλλοι άνδρες” (και βέβαια γυναίκες) στην παρούσα διαμόρφωση των αμερικανικών τάξεων είναι εκείνοι που βρίσκονται στο ανώτατο 1% της πυραμίδας του πλούτου – οι τραπεζίτες, οι διευθυντές των hedge funds και οι διευθυντές είναι αυτοί που βρίσκονται στο στόχαστρο του κινήματος “Καταλάβατε τη Γουόλ Στριτ”. Δεν εμφανίστηκαν χθες, υπάρχουν εδώ και καιρό με τη μία ή την άλλη μορφή αλλά ξεκίνησαν να εμφανίζονται ως ένα διακριτό σύνολο το οποίο αποκαλείται ανεπίσημα “υπερπλούσιοι” (superrich) τα τελευταία χρόνια.
(…)
Ακόμη, μέχρι πριν από μερικούς μήνες, το 99% δεν λογιζόταν ως σύνολο ικανό (όπως λέει ο Τόμσον) “να αρθρώσει την ταυτότητα των συμφερόντων του”. Περιείχε και ακόμη περιέχει, περισσότερους “καθημερινούς” πλούσιους μαζί με τους εργαζόμενους των μεσαίων τάξεων, τους εργαζόμενους σε εργοστάσια, τους φορτηγατζήδες, τους ανθρακωρύχους και τους ακόμη φτωχότερους που καθαρίζουν τα σπίτια, κάνουν μανικιούρ και συντηρούν τους κήπους των εύπορων. Περιείχε διαιρέσεις που σχετίζονταν όχι μόνο με τις ταξικές διαφορές αλλά και με τη φυλή και την εθνικότητα – μία διαφοροποίηση που έχει βαθύνει από το 2008. Οι Αφροαμερικάνοι και οι Λατίνοι όλων των εισοδηματικών διαστρωματώσεων έχασαν, σε δυσανάλογο βαθμό, τα σπίτια τους από κατασχέσεις το 2007 και το 2008 και στη συνέχεια δυσανάλογα έχασαν τις δουλειές τους στα κύματα απολύσεων που ακολούθησαν. Την παραμονή του κινήματος “Καταλάβατε”, η μαύρη μεσαία τάξη είχε καταστραφεί. Στην πραγματικότητα, τα μόνα κινήματα που σχηματίστηκαν πριν το “Καταλάβατε” ήταν το Πάρτυ του Τσαγιού (Tea Party) και στο άλλο άκρο του πολιτικού πρίσματος, η αντίσταση στην κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων στο Γουισκόνσιν.
Βέβαια το “Καταλάβετε” δεν θα μπορούσε να συμβεί αν οι ορδές του 99% δεν είχαν ξεκινήσει να ανακαλύπτουν κάποια κοινά συμφέροντα ή τουλάχιστον να βάζουν στην άκρη αυτά που τους χωρίζουν. Για δεκαετίες, η πιο δυναμικά προωθημένη διαίρεση στους κόλπους του 99% ήταν αυτή που η δεξιά ονομάζει “προοδευτική ελίτ” – η οποία συγκροτείται από ακαδημαϊκούς, δημοσιογράφους, προσωπικότητες των μέσων κ.λπ.- και από την άλλη, όλοι οι υπόλοιποι.
Όπως το έθεσε ο αρθρογράφος Tομ Φρανκ, η δεξιά κέρδισε το στοίχημα με τον λαϊκισμό, στοχοποιώντας την “προοδευτική ελίτ”, η οποία υποτίθεται πως ευνοεί την αλόγιστη κυβερνητική δαπάνη που απαιτεί κάθετα επίπεδα φόρων, υποστηρίζει κοινωνικές πολιτικές “αναδιανομής” και προγράμματα που μειώνουν τις ευκαιρίες για τον μέσο λευκό, δημιουργεί ακόμη περισσότερους ελεγκτικούς μηχανισμούς (π.χ. για την προστασία του περιβάλλοντος) που μειώνουν τις θέσεις εργασίας και προωθεί πικάντικους νεωτερισμούς όπως τον γάμο ομοφυλοφίλων. (…)
Βέβαια, η “προοδευτική ελίτ” ποτέ δεν είχε κοινωνιολογική βάση. Δεν είναι όλοι οι ακαδημαϊκοί ή όλες οι τηλεοπτικές προσωπικότητες προοδευτικές. (…) Η “προοδευτική ελίτ” ήταν ανέκαθεν μια πολιτική κατηγορία στην οποία έβαζαν κοινωνιολογικό προσωπείο. Αυτό που έδωσε κάποια ώθηση στην όλη ιδέα περί “προοδευτικής ελίτ”, τουλάχιστον για λίγο, ήταν πως η μεγάλη πλειοψηφία όλων μας δεν είχε ποτέ συνειδητά αντιμετωπίσει κάποιο από τα μέλη της πραγματικής ελίτ, του 1%, τα οποία τον περισσότερο καιρό είναι κλεισμένα στη δική τους φούσκα με ιδιωτικά τζετ και απροσπέλαστες πύλες.
Οι εξέχουσες προσωπικότητες που είναι πιθανότερο να συναντήσουν οι περισσότεροι στην καθημερινότητά τους είναι δάσκαλοι, γιατροί, δημόσιοι υπάλληλοι, καθηγητές. (…) Συνιστούν αυτό που περιγράφαμε το 1976 ως την “επαγγελματική διοικητική τάξη”. (…) Αυτήν τη δυσαρέσκεια μεταξύ μεσαίας και εργατικής τάξης, έξυπνα προσανατόλισε η λαϊκίστικη δεξιά προς τους “προοδευτικούς”, συντελώντας σημαντικά στην αποτυχία δημιουργιας ενός κινήματος με διάρκεια.
Όπως συνέβη, η ιδέα της “προοδευτικής ελίτ” δεν θα μπορούσε να επιβιώσει από τις λεηλασίες που διέπραξε το 1% στα τέλη του 2000. Πρώτον, σε αυτό συντέλεσε η ανακάλυψη της πραγματικής ελίτ που εδρεύει στη Γουόλ Στριτ και των εγκλημάτων της. (…) Είναι το 1% που σου πήρε το σπίτι.
Η δεξιά στρατηγική αντιμετώπισε άλλο ένα αναπόφευκτο πρόβλημα: από το 2000 ακόμη και οπωσδήποτε από το 2010, η τάξη των ανθρώπων που πληρούν τις προϋποθέσεις για να αποτελούν μέρος της “προοδευτικής ελίτ” βρισκόταν σε ολοένα χειρότερη κατάσταση. Οι περικοπές δημοσίων δαπανών και οι, υποκινούμενες από τις εταιρείες, αναδιοργανώσεις αποδεκάτιζαν τις τάξεις των αξιοπρεπώς αμειβόμενων ακαδημαϊκών, οι οποίοι αντικαταστάθηκαν από επισφαλώς εργαζόμενους καθηγητές. (…)
Aυτές οι τάσεις υπήρχαν πριν επέλθει η κρίση, αλλά τελικά με το ξέσπασμα και τις συνέπειές της, όλες αυτές οι «παράπλευρες απώλειες» ήταν απαραίτητες ώστε να αφυπνιστεί το 99% και να συνειδητοποιήσει τον κοινό κίνδυνο. Το 2008 το όνειρο του «Τζο του υδραυλικού» να βγάζει 250.000 δολάρια ετησίως είχε μια μικρή πιθανότητα πραγματοποίησης. Αλλά μετά από λίγα χρόνια σε ύφεση, η απότομη προς τα κάτω κινητικότητα έγινε η επικρατούσα αμερικανική εμπειρία και ακόμη και τα πιο νεοφιλελεύθερα ΜΜΕ άρχισαν να ανακοινώνουν πως κάτι πήγαινε στραβά με το αμερικανικό όνειρο.
Όταν οι πάλαι ποτέ εύποροι έχασαν τις περιουσίες τους, όταν καταποντίστηκαν οι τιμές τον ακινήτων, όταν οι απολυμένοι μεσήλικοι διευθυντές και επαγγελματίες συνειδητοποίησαν πως η ηλικία τους λειτουργούσε απωθητικά για τους πιθανούς εργοδότες, όταν τα χρέη ιατρικής περίθαλψης οδήγησαν τα νοικοκυριά στην πτώχευση, το παλιό συντηρητικό ρητό πως δεν είναι φρόνιμο να κριτικάρεις (ή να φορολογείς) τους πλούσιους γιατί μπορεί κάποτε να γίνεις ένας από αυτούς -σε έκανε να συνειδητοποιήσεις πως η τάξη στην οποία πιθανότατα θα μεταναστεύσεις δεν είναι αυτή των πλουσίων αλλά των φτωχών. Ακόμη η μεσαία τάξη ανακάλυψε πως η κάτω βόλτα προς τη φτώχεια μπορούσε να ξεκινήσει με ιλιγγιώδη ταχύτητα. (…)
* * *
Οι κατασκηνώσεις του “Καταλάβατε” που έδωσαν ζωή σε περίπου 1.400 πόλεις το φθινόπωρο τροφοδότησαν το 99% με μία αυξανόμενη αίσθηση ενότητας. Εδώ βρέθηκαν χιλιάδες άνθρωποι -ίσως δεν μάθουμε ποτέ ακριβείς αριθμούς- κοινωνικά ετερόκλητοι, κάποιοι μένουν στον δρόμο όπως ζούσαν ανέκαθεν οι φτωχοί, χωρίς ρεύμα, θέρμανση, νερό ή τουαλέτα. Στη διαδικασία αυτή κατάφεραν να δημιουργήσουν αυτοδιοικούμενες κοινότητες. Οι γενικές συνελεύσεις συγκέντρωσαν ένα άνευ προηγουμένου μείγμα άρτι αποφοιτησάντων από το πανεπιστήμιο εργαζομένων, ηλικιωμένων, απολυμένων εργατών και χρόνια άστεγων οι οποίοι αντάλλασσαν εποικοδομητικά και πολιτισμένα απόψεις. Αυτό που ξεκίνησε σαν άτακτη διαδήλωση κατά της οικονομικής αδικίας μετατράπηκε σε ένα μαζικό πείραμα διαμόρφωσης ταξικής συνείδησης. (…)
Μπορεί άραγε αυτή η ενότητα που καλλιεργήθηκε στις κατασκηνώσεις να επιβιώσει, με το κίνημα “Καταλάβατε” να περνά σε μία πιο αποκεντρωμένη φάση; Κάθε τύπος ταξικής, φυλετικής και πολιτιστικής διαίρεσης διατηρείται και εντός του 99%, συμπεριλαμβάνοντας και τα μέλη της πρώην “προοδευτικής ελίτ” και τους λιγότερο προνομιούχους. Οι διαφορές είναι μεγάλες αφού ένας νεαρός δικηγόρος σε σύγκριση με έναν εργάτη μπορεί τουλάχιστον να έχει διάλειμμα για τουαλέτα ή για φαγητό. (…) Η προκατάληψη της μεσαίας τάξης κατά των αστέγων που προέρχεται από δεκαετίες δαιμονοποίησης τους από τη δεξιά, καλά κρατεί.
(…)
Στην πραγματικότητα, οι κατασκηνώσεις προκάλεσαν σχεδόν αδιανόητες συγκλίσεις: άνθρωποι έμαθαν να επιβιώνουν στον δρόμο από άστεγους, ένας επιφανής καθηγητής πολιτικής επιστήμης συζήτησε τη διάκριση μεταξύ οριζόντιας και κάθετης λήψης αποφάσεων με έναν ταχυδρόμο, στρατιωτικοί με τη στολή τους προστάτευαν τους διαδηλωτές από την αστυνομία.
Η ταξική συνειδητοποίηση επέρχεται, όπως είπε ο Τόμσον, αλλά επέρχεται πιο αποφασιστικά όταν οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να την τροφοδοτήσουν και να τη δομήσουν. Αν το 99% πρόκειται να γίνει κάτι περισσότερο από μία στυλάτη μίμηση, αν είναι να γίνει μια δύναμη που θα αλλάξει τον κόσμο, τότε θα είναι αναπόφευκτη η αντιμετώπιση κάποιων ταξικών και φυλετικών διαφορών που κρύβονται σε αυτό. Αλλά κάτι τέτοιο θα πρέπει να γίνει με υπομονή, σεβασμό και έχοντας υπόψη την επόμενη μεγάλη δράση, την επόμενη πορεία ή κατάληψη κτηρίου, ανάλογα με την περίσταση.
(Μετάφραση: Aναστασία Γιάμαλη)