in

Γυναικοκτονίες στη Σιουδάδ Χουάρες. Η βία ως lingua franca. Της Ίριας Γραμμένου

Segato, R.L., 2025. Η γραφή στα σώματα των δολοφονημένων γυναικών στη Σιουδάδ Χουάρες, Πότλατς, σελ.94

Το νέο βιβλίο των εκδόσεων Πότλατς περιλαμβάνει δύο κείμενα. Το πρώτο, που δανείζει τον τίτλο του στον τόμο, είναι της Rita Laura Segato. Η Σεγάτο είναι ανθρωπολόγος και θεωρείται μια από τις πιο σημαντικές φεμινίστριες της Λατινικής Αμερικής. Στο έργο της μελετά τη βία κατά των γυναικών και ιδιαίτερα τη σχέση μεταξύ φύλου, ρατσισμού και αποικιοκρατίας. Το κείμενο της Σεγάτο συνοδεύεται από ένα Επίμετρο, της Jules Falquet, κοινωνιολόγου, που μελετά τη διαπλοκή φύλου, φυλής και τάξης. Η Φαλκέ μελετάει τα κοινωνικά κινήματα στη Λατινική Αμερική, έχει ζήσει, μεταξύ άλλων, στο Μεξικό, όπου μελέτησε την εκπαίδευση των ιθαγενών γυναικών και στέκεται αλληλέγγυα στο ζαπατιστικό κίνημα. Μολονότι αυτή εδώ η παρουσίαση εστιάζει στο κείμενο της Σεγάτο, το δεύτερο κείμενο, εκείνο της Φαλκέ, δεν αποτελεί μόνον αρμονική συμπλήρωση του πρώτου, αλλά μπορεί να διαβαστεί αυτοτελώς, εξίσου. Πέρα από το εξαιρετικά ενδιαφέρον περιεχόμενό της, η έκδοση είναι άρτια τόσο αισθητικά όσο και μεταφραστικά.

Ας δούμε, λοιπόν, το κείμενο της Σεγάτο. Ο τίτλος του είναι ο εξής: «Η γραφή στα σώματα των δολοφονημένων γυναικών στη Σιουδάδ Χουάρες». Αρχίζω από τα πιο γνωστά και τα πιο ζοφερά. Η Χουάρες είναι μια πόλη στο βόρειο Μεξικό. Πολύ κοντά και απέναντι, δηλαδή ακριβώς από την άλλη πλευρά των συνόρων, βρίσκεται το Ελ Πάσο του Τέξας. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, η Χουάρες ήταν μια μικρή πόλη, της οποίας η οικονομία βασιζόταν κυρίως στους τουρίστες που έρχονταν από τις ΗΠΑ. Το 1994, υπογράφεται η Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου Βόρειας Αμερικής, μεταξύ των ΗΠΑ, του Καναδά και του Μεξικού, η οποία, μεταξύ άλλων, καταργεί τους δασμούς στο εμπόρiο μεταξύ των τριών χωρών. Η Χουάρες αστικοποιείται με ξέφρενους ρυθμούς και ανοίγει ένας τεράστιος αριθμός εργοστασίων – προφανώς όχι μεξικανικής ιδιοκτησίας. Έχουμε να κάνουμε με πολυεθνικές όπως η Siemens, η Bosch, η Johnson&Johnson, η Ford κ.ά. Αυτά τα εργοστάσια ονομάζονται μακιλαδόρας. Ποια είναι η διαφορά μιας μακιλαδόρα από ένα κανονικό εργοστάσιο; Η μακιλαδόρα είναι ένα εργοστάσιο που λειτουργεί σε ειδικό οικονομικό καθεστώς. Τόσο οι πρώτες ύλες, όσο τα μηχανήματα και η τεχνογνωσία του εργοστασίου εισάγονται από τις ΗΠΑ και η εισαγωγή τους είναι duty-free. Το τελικό προϊόν συναρμολογείται στις μακιλαδόρας κι εξάγεται κατευθείαν στη χώρα προέλευσης, δηλαδή στις ΗΠΑ (και αλλού στον κόσμο), επίσης με ειδικό οικονομικό καθεστώς, δηλαδή χωρίς δασμούς.

Στα αγγλικά οι μακιλαδόρας ονομάζονται twin plants, δηλαδή δίδυμα εργοστάσια. Για παράδειγμα, η μακιλαδόρα της Boeing στη Χουάρες είναι το δίδυμο εργοστάσιο της Boeing που έχει έδρα στις ΗΠΑ. Στην πράξη, η μακιλαδόρα επιτρέπει στη μεγάλη αδερφή εταιρεία να συναρμολογεί το προϊόν της με χαμηλό εργατικό κόστος, δηλαδή μεξικανικά χέρια και άρα μεξικανικό μισθό – ενδεικτικά, το μεροκάματο σε μία μακιλαδόρα είναι 5-7 δολάρια, ενώ στη δίδυμη εταιρεία στις ΗΠΑ ο/η εργάτης/τρια παίρνει 140-170 δολάρια. Κι ας θυμηθούμε ότι οι επιχειρήσεις δεν πληρώνουν φόρους ή δασμούς. Συνεπώς, η μόνη οικονομική επιβάρυνση για την επιχείρηση θα ήταν τα μεταφορικά, για αυτόν το λόγο οι μακιλαδόρας χτίζονται στα σύνορα. Η πόλη Χουάρες είναι ακριβώς πάνω στα σύνορα, ενώ συνδέεται με το Ελ Πάσο του Τέξας με πολλές γέφυρες, άρα το κόστος της μεταφοράς δεν αυξάνεται. Οι μακιλαδόρας ξεκίνησαν να εμφανίζονται το 1965, στο πλαίσιο ενός προγράμματος βιομηχανοποίησης της συνοριακής γραμμής. Προφανώς, το συγκεκριμένο πρόγραμμα δεν εφαρμόστηκε σε ιστορικό κενό. Αρκεί να αναφέρω ότι υλοποιήθηκε στην περίοδο του Βρώμικου Πολέμου, κατά την οποία το κράτος του Μεξικού επιχείρησε να εξοντώσει τα αριστερά κινήματα και τις φοιτητικές οργανώσεις, με βίαιη καταστολή, δολοφονίες κι εξαφανίσεις ανθρώπων. Ενδεικτικά, θυμίζω ότι το 1965 γίνεται η μεγάλη απεργία των γιατρών, ενώ τρία χρόνια αργότερα η σφαγή των φοιτητών στην πλατεία Τλατελόλκο, στην Πόλη του Μεξικού.

Περίπου τριάντα χρόνια αργότερα, τo 1992, υπογράφεται η NAFTA –η Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου Βόρειας Αμερικής που συναντήσαμε νωρίτερα– η οποία τίθεται σε ισχύ το 1994. Πρόκειται επίσης για τη χρονιά της εξέγερσης των Ζαπατίστας. Στο τέλος του ίδιου έτους το μεξικανικό νόμισμα υποτιμάται και άρα ένας μεγάλος αριθμός μικρών και μεσαίων τοπικών επιχειρήσεων κλείνει. Ντόπιοι αγρότες και πρώην επιχειρηματίες μεταναστεύουν μαζικά εξίσου στις ΗΠΑ και στη Χουάρες για να βουν δουλειά. Ενώ η εθνική οικονομία καταρρέει, το ναρκεμπόριο ανθεί. Προφανώς ναρκεμπόριο υπάρχει και νωρίτερα. Αλλά η Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου διευκολύνει τη μεταφορά προϊόντων προς τις ΗΠΑ και άρα μειώνονται οι έλεγχοι στα σύνορα. Επομένως η Χουάρες γίνεται ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του ναρκεμπορίου.

Το 1993, δηλαδή έναν μόλις χρόνο μετά την υπογραφή της Συμφωνίας, στη Χουάρες αυξάνονται κατακόρυφα οι απαγωγές, οι δολοφονίες κι οι εξαφανίσεις γυναικών. Δεν έχουμε συγκεκριμένους αριθμούς, πάντως πρόκειται για πολλές εκατοντάδες ή και χιλιάδες. Και σε αυτόν τον αριθμό πρέπει να προσθέσουμε και όσες γυναίκες παραμένουν εξαφανισμένες μέχρι σήμερα. Τα σώματα των νεκρών εμφανίζονται στην έρημο, έξω από τη Χουάρες. Πρόκειται πάντα για γυναίκες μελαμψές και φτωχές, που, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, εργάζονται στις μακιλαδόρας. Το κράτος αδιαφορεί, ενώ σταδιακά, υπό την αυξανόμενη πίεση από ακτιβίστριες του εξωτερικού, η αστυνομία προχωρά σε συλλήψεις, καμία από τις οποίες όμως δεν είναι πειστική. Ούτως ή άλλως, ακόμα κι όταν οι υποτιθέμενοι ένοχοι βρίσκονται στη φυλακή, οι δολοφονίες συνεχίζονται. Οι δολοφονίες γυναικών κρατούν περίπου μια δεκαετία και μετά μειώνονται, χωρίς βέβαια να σταματήσουν. Σήμερα η Χουάρες, παραδόξως, θεωρείται, την ίδια στιγμή, η πόλη του μέλλοντος, αλλά και από τις πιο επικίνδυνες πόλεις του πλανήτη.

Οι δολοφονίες των γυναικών στη Χουάρες αντιμετωπίζονται ως αίνιγμα. Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ούτε ποιος/ποιοι τις διαπράττουν ούτε ποια ακριβώς είναι τα κίνητρα. Έχουν ακουστεί όλα όσα μπορούμε να φανταστούμε: ότι ευθύνονται τα καρτέλ ναρκωτικών, ότι τις υπαγορεύουν οι πατριαρχικές αντιλήψεις της μεξικανικής κοινωνίας, ότι οι δολοφόνοι είναι αστυνομικοί, ότι οι δολοφονημένες ήταν ελευθερίων ηθών κι είχαν πάρε-δώσε με τον υπόκοσμο, και, φυσικά το γνωστό, ότι φορούσαν προκλητικά ρούχα. Το γενικό μήνυμα που περνάει στον κόσμο είναι ότι εάν είσαι σωστή οικογενειάρχης και κάθεσαι σπίτι σου, μειώνεις τον κίνδυνο να δολοφονηθείς.

Η Σεγάτο καταπιάνεται με το ερώτημα «γιατί γίνονται τόσες δολοφονίες γυναικών στο Χουάρες;». Και απαντάει πως «το να αναρωτιέσαι γιατί γίνονται δολοφονίες σε ένα συγκεκριμένο μέρος, είναι σαν να αναρωτιέσαι γιατί μιλιέται μια συγκεκριμένη γλώσσα – τα ιταλικά στην Ιταλία, τα πορτογαλικά στη Βραζιλία. Καθεμία από αυτές τις γλώσσες καθιερώθηκε από ιστορικές διαδικασίες όπως η κατάκτηση, η αποικιοκρατία, η μετανάστευση ή η ενοποίηση εδαφών κάτω από το ίδιο εθνικό κράτος». Καθώς διάβαζα το κείμενο της Σεγάτο μου έκανε εντύπωση, λοιπόν, αυτή η παρομοίωση της βίας με τη γλώσσα. Την παρατηρούμε ήδη στον τίτλο του κειμένου. «Η γραφή στα σώματα των δολοφονημένων γυναικών στη Σιουδάδ Χουάρες». Ποια γραφή; Γιατί ο φόνος, η ακραία βία, να θεωρείται γραφή; Κι αν είναι έτσι, τότε ποιος γράφει; Και σε ποιον απευθύνεται; Είναι άραγε ο φόνος ένα μήνυμα του θύτη προς το θύμα; Προς άλλους, υποψήφιους θύτες; Προς την κοινωνία;

Μέχρι τώρα αποφεύγω να χρησιμοποιήσω τον όρο γυναικοκτονία. Προφανώς έχουμε να κάνουμε με γυναικοκτονίες εδώ, αλλά η συγγραφέας επιμένει ότι, στην περίπτωση της Χουάρες, ο όρος γυναικοκτονία μπορεί να μας οδηγήσει στο σφάλμα να υπερτονίσουμε τον σεξουαλικό χαρακτήρα των δολοφονιών και άρα να αδιαφορήσουμε για τα άλλα, ίσως σημαντικότερα, χαρακτηριστικά τους. Πράγματι, όλες οι δολοφονημένες έχουν πρώτα βιαστεί κι έχουν βασανιστεί προτού πεθάνουν. Αλλά φαίνεται πως έχουμε να κάνουμε με ένα συγκεκριμένο είδος γυναικοκτονιών. «Κάθε φορά που το μοτίβο του σεξουαλικού κινήτρου επαναλαμβάνεται με ευκολία […] χάνουμε την ευκαιρία να εντοπίσουμε τα ίχνη αυτού που κρύβεται πίσω από το αιματοβαμμένο κείμενο. Με άλλα λόγια, οι γυναικοκτονίες είναι μηνύματα προερχόμενα από έναν δράστη-υποκείμενο που μπορεί να ταυτοποιηθεί, να εντοπιστεί, να χαρακτηριστεί μέσω της ενδελεχούς ‘ακρόασης’ των εγκλημάτων ως επικοινωνιακών πράξεων». Ώστε η γυναικοκτονία είναι μια γλώσσα. «Η γλώσσα της γυναικοκτονίας χρησιμοποιεί το γυναικείο σώμα ως σημαίνον, για να δείξει με αυτόν τον τρόπο ότι [το γυναικείο σώμα] μπορεί να θυσιαστεί για χάρη ενός μεγαλύτερου αγαθού, ενός συλλογικού αγαθού». Ποιο είναι λοιπόν αυτό το συλλογικό αγαθό στο όνομα του οποίου θυσιάζονται οι εργάτριες; Δηλαδή, πέρα από το ποιος γράφει αυτή τη γλώσσα, πέρα από τα σύμβολα που χρησιμοποιεί (τον βιασμό, τον ακρωτηριασμό, τον στραγγαλισμό, τη φωτιά, τις κομμένες θηλές που φορούν γύρω από τον λαιμό τους άντρες κάτοικοι της Χουάρες), πέρα από τη γραφική ύλη, το σώμα-χαρτί των δολοφονημένων, το κύριο ερώτημα αφορά αφενός το τι λέει αυτή η γλώσσα, ποιο είναι το περιεχόμενο του μηνύματος που μεταδίδει, και αφετέρου, σε ποιον το απευθύνει.

Σύμφωνα με τη Σεγάτο, «αν ο βιασμός είναι […] ένα εκφώνημα, τότε απευθύνεται αναγκαστικά σε έναν ή περισσότερους συνομιλητές που είτε παρευρίσκονται με φυσική παρουσία στη σκηνή της πράξης είτε είναι παρόντες στο νοητικό τοπίο του υποκειμένου της εκφώνησης». Με δυο λόγια, εφόσον η βία είναι γλώσσα, τότε απευθύνεται σε ένα ακροατήριο συγκεκριμένο – ατομικό ή συλλογικό, πραγματικό ή φαντασιακό, πάντως κάπου απευθύνεται. Συγκεκριμένα, «ο βιαστής εκπέμπει τα μηνύματά του σε δύο άξονες επικοινωνίας […]. Στον κάθετο άξονα, ο δράστης απευθύνεται σαφώς στο θύμα». Τι του λέει; «Το πεπρωμένο των γυναικών είναι να περιοριστούν, να λογοκριθούν, να πειθαρχηθούν και να υποταχθούν». Από την άλλη, όμως, ο βιαστής εκπέμπει ένα οριζόντιο μήνυμα. «Εδώ, ο βιαστής απευθύνεται στους ομοίους του […] τους ζητά να ενταχθεί στην κοινότητά τους». Την ίδια στιγμή, «τους ανταγωνίζεται, αποδεικνύοντας ότι λόγω της βιαιότητας και της εξουσίας του θανάτου που ασκεί, του αξίζει να καταλάβει μια θέση […] στην αρρενωπή αδελφότητα, σε αυτήν τη φατρία που αναγνωρίζει μόνο τη γλώσσα της ιεραρχίας και την πυραμιδωτή οργάνωση». Γι αυτήν την πυραμιδωτή οργάνωση της ιεραρχίας θα μπορούσαμε να πούμε πολλά. Και να θυμηθούμε, για παράδειγμα, τους ζαπατίστας που πριν από 2 μήνες κάλεσαν μια συνάντηση αγώνων και στο κεντρικό σημείο της συνάντησης έστησαν μια πυραμίδα και κάλεσαν τον κόσμο να την καταστρέψει και να φανταστεί νέα σχήματα για την πολιτική. Αλλά δεν θα επεκταθούμε σε αυτό.

Η Σεγάτο, λοιπόν, επιβεβαιώνει όσα έχουν δείξει ξανά και ξανά οι φεμινίστριες. Οι βιαστές, όπως και στην περίπτωση της Χουάρες, είναι «κανονικοί» άντρες. «Οι βιαστές, σε αντίθεση με τις προσδοκίες μας, τις περισσότερες φορές δεν ενεργούν μόνοι τους. Δεν είναι ακοινώνητα ζώα που καταδιώκουν τα θύματά τους σαν μοναχικοί κυνηγοί, αλλά κάνουν ό,τι κάνουν εντός μιας ομάδας». Ο βιασμός και η δολοφονία της γυναίκας είναι, τρόπον τινά, μια τελετουργία μύησης. Κι εδώ η Σεγάτο εντοπίζει ένα ακόμα παράδοξο. Από τη μία πλευρά, η πατριαρχία ρυθμίζεται από μια ουσιοκρατική αντίληψη του φύλου. Άντρας γεννιέσαι, λένε οι πατριάρχες. Την ίδια στιγμή, όμως, «η αρρενωπότητα είναι ένα στάτους που αποκτιέται υπό όρους και πρέπει να επιβεβαιώνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα στη διάρκεια της ζωής». Με άλλα λόγια, «πίσω από το αίνιγμα της Χουάρες βρίσκονται οι καταναγκασμοί και οι ακραίες απαιτήσεις προκειμένου να περάσει κανείς το κατώφλι και να ανήκει στην ομάδα των ομοίων». Οι πρωταγωνιστές του βιασμού και της δολοφονίας δεν είναι τα θύματα, αλλά οι άλλοι άνδρες. Το θύμα είναι μάλλον κομπάρσος, που πρέπει να θυσιαστεί «για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις της κάστας». «Αυτές οι απαιτήσεις και αυτές οι μορφές επιδειξιομανίας είναι χαρακτηριστικές του πατριαρχικού καθεστώτος σε μια μαφιόζικη οργάνωση». Έτσι, «η θυσιαστική λειτουργία, βίαιη και μακάβρια, ενώνει τα μέλη της μαφίας με έναν απαράβατο δεσμό».

Ωστόσο, εάν απλώς πούμε ότι οι γυναίκες δολοφονούνται από τα μέλη μιας μαφίας, θα έχουμε χάσει τη μεγάλη εικόνα. «Η μαφιόζικη οργάνωση φαίνεται να λειτουργεί στο πλαίσιο ενός δικτύου και σε συνάρθρωση με υποκείμενα που εντάσσονται ιεραρχικά σε διάφορα επίπεδα της δημόσιας διοίκησης, αποκαλύπτοντας ως εκ τούτου ένα δεύτερο κράτος που ελέγχει και διαμορφώνει την κοινωνική ζωή υπό τον μανδύα του νόμου». Το ότι οι γυναίκες συνεχίζουν τόσα χρόνια να δολοφονούνται προϋποθέτει ότι υπάρχει ένα «εκτεταμέν[ο] και πιστ[ό] δίκτυ[ο] συνεργατών, πρόσβαση σε χώρους κράτησης και βασανιστηρίων, οχήματα για τη μεταφορά των θυμάτων, πρόσβαση και επιρροή, ή δυνατότητα εκφοβισμού, σε εκπροσώπους της δημόσιας τάξης σε όλα τα επίπεδα, συμπεριλαμβανομένων των ομοσπονδιακών αρχών και των μελών της κυβέρνησης».

Πώς αναπτύσσεται αυτό το δεύτερο κράτος; Σε ποιο περιβάλλον ευδοκιμεί; Και ποια είναι η σχέση του με το πρώτο κράτος; Ζούμε σε μια «νεοφιλελεύθερη, μετα-κρατική, μετα-δημοκρατική τάξη πραγμάτων», λέει η Σεγάτο. Αυτό το περιβάλλον επιτρέπει την εμφάνιση μιας ιδιαίτερης κατηγορίας βαρόνων που αξιοποιούν δύο διαφορετικά συστήματα ταυτοχρόνως: από τη μία, εκμεταλλεύονται την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και τους χαλαρούς κανόνες της νεοφιλελεύθερης αγοράς, κι από την άλλη, την ίδια στιγμή, χρησιμοποιούν τις μεθόδους και τα προνόμια της φεουδαρχίας. Αυτή η διπλή λειτουργία, του νεοφιλελευθερισμού και του φεουδαλισμού, επιτρέπει στο κεφάλαιο να συσσωρεύεται ανεξέλεγκτα, ή μάλλον σχεδόν ανεξέλεγκτα. Σχεδόν, γιατί το μόνο φρένο που μπαίνει στη συσσώρευση κεφαλαίου είναι ο ανταγωνισμός μεταξύ των τοπικών βαρόνων. Έτσι, «η μόνη ρυθμιστική εξισορρόπηση έγκειται στην απληστία και στη ληστρική δύναμη των ανταγωνιστών του, των άλλων τοπικών βαρόνων». Θα λέγαμε τότε ότι το κράτος αποσύρεται; Κάθε άλλο. Απλώς «όταν η ανισότητα της εξουσίας είναι τόσο ακραία, όπως σε ένα αχαλίνωτο νεοφιλελεύθερο καθεστώς, δεν υπάρχει πραγματική δυνατότητα διαχωρισμού των νόμιμων και των παράνομων επιχειρήσεων». Εν συντομία, δεν υπάρχει πραγματική δυνατότητα διαχωρισμού μεταξύ κράτους και παρακράτους.

Για να εξηγήσει τη λειτουργία αυτών των κατά τόπους κρατών, αυτών των μεταμοντέρνων βαρόνων, η Σεγάτο δανείζεται από τη Χάνα Άρεντ και συγκεκριμένα τη μελέτη της Άρεντ για τον ολοκληρωτισμό. «Τα ολοκληρωτικά κινήματα […] έχουν ως κοινό στοιχείο με τις μυστικές κοινωνίες τον διχοτομικό διαχωρισμό του κόσμου ανάμεσα σε ‘αδελφούς με όρκους αίματος’ και σε μια ακαθόριστη και ανοργάνωτη μάζα ορκισμένων εχθρών […] μια διάκριση που βασίζεται στην απόλυτη εχθρότητα προς τον κόσμο που τους περιβάλλει. […] Ίσως η σαφέστερη ομοιότητα μεταξύ των μυστικών οργανώσεων και των ολοκληρωτικών κινημάτων έγκειται στη σημασία της τελετουργίας». Αυτή η τελετουργία μπορεί κάλιστα να σημαίνει τη θυσία των γυναικών ως μύηση στον κόσμο της αρρενωπότητας, η οποία προβάλλεται ως συλλογικό αγαθό.

Κλείνοντας, θα αναφερθώ, μόνον επιγραμματικά, στις επιροές που βρίσκουμε στο κείμενο της Σεγάτο. Είναι ρητή η επίδραση του Λακάν, από τον οποίο δανείζεται, μεταξύ άλλων, την ίδια τη σύλληψη της βίας ως γλώσσας. Συνομιλεί επίσης με τον Αγκάμπεν, όταν σκέφτεται τις γυναίκες ως hominess sacri, αλλά και όταν μιλάει για αυτό το δεύτερο κράτος – το παρακράτος, που, με τη λειτουργία του, νομιμοποιεί και φυσικοποιεί το πρώτο, το «κανονικό» κράτος. Λαμβάνει υπ’ όψιν τις αναλύσεις της κυριαρχίας του Σμιτ, αλλά και τις θέσεις του Φουκώ για την εξουσία και τη θανατοπολιτική. Μολονότι το έργο της Φεντερίτσι δεν αναφέρεται ρητά, είναι σαφές ότι η Σεγάτο την έχει διαβάσει. Για την Σεγάτο, δεν αρκεί να λέμε ότι ο σκοπός του κεφαλαίου είναι η συσσώρευση, επειδή αυτό θα συνιστούσε ταυτολογία (με την έννοια ότι το κεφάλαιο είναι ήδη πάντα συσσώρευση). Σκοπός του κεφαλαίου, λέει η Σεγάτο, «είναι η παραγωγή διαφοροποιήσεων μέσω της αναπαραγωγής και της προοδευτικής επέκτασης της κυριαρχίας. […] Το κεφάλαιο εδραιώνεται μέσω του αποκλεισμού και της εξόντωσης του άλλου». Από τη Φεντερίτσι φαίνεται, εξάλλου, να δανείζεται τη σύλληψη του γυναικείου σώματος ως κοινής γαίας. Από την άλλη, ρητή αναφορά στη Φεντερίτσι και στο μεσαιωνικό κυνήγι μαγισσών κάνει η Φαλκέ στο Επίμετρο, στο οποίο, για λόγους χρόνου, δεν μπορώ να αναφερθώ περισσότερο. Αρκεί μόνο να θυμίσω το εξής: για την Φεντερίτσι, το κυνήγι των μαγισσών δεν ήταν μια παράπλευρη απώλεια της ανάδυσης του καπιταλισμού. Η καθυπόταξη των γυναικών και η διάλυση των κοινωνικών τους σχέσεων ήταν η αναγκαία προϋπόθεση της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Παρομοίως, η Φαλκέ επιμένει ότι «η δολοφονική βία κατά των γυναικών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με άλλες μορφές κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής βίας και δεν αποτελεί ένα λυπηρό παράπλευρο σύμπτωμα, αλλά, αντίθετα, συνιστά το πρότυπο, […] το κύριο παράδειγμα». Κι ακόμα, αυτή η δολοφονική βία «αποτελεί μέρος μιας ιστορικής συνέχειας και μιας συλλογικής διαδικασίας μετάδοσης τεχνικών βίας από τους εκπροσώπους της εξουσίας. Νεαροί παραβάτες έμαθαν αυτές τις τεχνικές από απόστρατους στρατιωτικούς, αστυνομικούς και παραστρατιωτικούς, οι οποίοι είχαν εκπαιδευτεί από τη μεξικανική κυβέρνηση για να καταπνίξουν τους επαναστάτες – στην αρχή τους κομμουνιστές, στη δεκαετία του 1970, και ύστερα, μετά το 1994, τους Ζαπατίστας».

Αυτός είναι κι ένας από τους λόγους που μας απασχολεί αυτό που συνέβη άλλοτε, σε κάποιες άλλες, κάπου αλλού. Επειδή αυτά που συμβαίνουν σήμερα εδώ ανήκουν στο ίδιο ιστορικό συνεχές – γιατί το ιστορικό συνεχές είναι ένα. Και άρα ό,τι συνέβη κάποτε αλλού σε άλλες, ρυθμίζει τις ζωές μας σήμερα εδώ, δηλαδή ρυθμίζει, μεταξύ άλλων, τα Τέμπη, την Πύλο και την Παλαιστίνη. Μας αφορά, επίσης, γιατί, εάν δούμε τη βία ως γλώσσα, θα διαπιστώσουμε ότι «υπάρχουν ορισμένες γλώσσες που, κάτω από ορισμένες ιστορικές συνθήκες, τείνουν να μετατραπούν σε lingua franca», δηλαδή σε κοινή γλώσσα, όπως γράφει η Σεγάτο. Και φαίνεται πως η βία και ο αποκλεισμός έχουν πια γίνει η νέα lingua franca. Τέλος, μας αφορά επειδή φωτίζει τον φαινομενικό χαρακτήρα της παραδοξότητας που συναντούσαμε νωρίτερα, όταν λέγαμε ότι η Χουάρες είναι –παραδόξως– η πόλη του μέλλοντος, αλλά ταυτοχρόνως και μία από τις πιο επικίνδυνες πόλεις του πλανήτη. Ίσως τελικά η συνύπαρξη αυτών των δύο χαρακτηριστικών να μην είναι και τόσο παράδοξη. Αντίθετα, ίσως η πολιτεία του μέλλοντος να μιλάει τη lingua franca της βίας, και άρα η βία, η εξουσία και η ιεραρχία της πυραμίδας να είναι οι αναγκαίες προϋποθέσεις της μελλοντικής πολιτείας.

Είμαστε, λοιπόν, καταδικασμένες; Η Σεγάτο, στο τέλος του κειμένου της, αναρωτιέται εάν πρέπει να αρκεστούμε στην ειρήνη ή αν οφείλουμε να απαιτούμε δικαιοσύνη, να επιμένουμε δηλαδή ότι δεν υπάρχει ειρήνη χωρίς «δηκεοσίνη». Αφήνει αυτό το ερώτημα ανοιχτό και πάντως υπαινίσσεται ότι, εφόσον ο αριθμός των γυναικοκτονιών στη Χουάρες μειώθηκε, ίσως να πρέπει να αρκεστούμε στην ειρήνη. «Τα εγκλήματα στη Χουάρες», γράφει «είναι εγκλήματα της εξουσίας και, κατά συνέπεια, ίσως, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να διαπραγματευτούμε την παύση και το τέλος τους». Πάντως, αν στρέψουμε το βλέμμα πολύ κοντά στη Χουάρες μόνο λίγο πιο νότια, η απάντηση στο δίλημμα ειρήνη-ή-δικαιοσύνη είναι ξεκάθαρη. Αναφέρομαι προφανώς στους Ζαπατίστας, για να θυμίσω ότι εκεί όπου εμφανίζεται η δολοφονική εξουσία και οι πυραμίδες της, εκεί φυτρώνουν και οι αντιστάσεις. Πριν από περίπου έναν χρόνο, λοιπόν, οι Ζαπατίστας δημοσιεύουν ένα κείμενο που έχει να κάνει με τους φοιτητές και τις φοιτήτριες από την Αγιοτσινάπα, που δολοφονήθηκαν από μια σύμπραξη καρτέλ και αστυνομίας, τους/ις περισσότερους/ες εκ των οποίων συνεχίζουν να αναζητούν οι γονείς και οι φίλοι τους. Γράφουν.

«[Θ]α φτάσει η μέρα που οι φιγούρες αυτών που ψάχνουν ακούραστα όσους τους λείπουν, οι φιγούρες των πατεράδων και των μητέρων των απόντων της Αγιοτσινάπα, εκείνες των συμφοιτητών τους, των δασκάλων τους, των συγγενών και των φίλων τους, θα ενωθούν σε δυο λέξεις, […] Αλήθεια και δικαιοσύνη. Και […] θα φτάσει η μέρα που το να είσαι σπουδαστής, άντρας ή γυναίκα, από μια αγροτική σχολή ή από οπουδήποτε αλλού, το να είσαι υπάλληλος, εργάτρια, ενήλικας ή ηλικιωμένος, δεν θα ’ναι πια λόγος δίωξης, περιφρόνησης, εξαφάνισης, θανάτου. Αλλά για να έρθει αυτή η μέρα πρέπει να συνεχίσουμε. Κι αν δεν μπορούμε ακόμα να αφήσουμε κληρονομιά αυτή την Αλήθεια και αυτή τη Δικαιοσύνη σε όσους μας διαδέχονται σε ημερολόγια και γεωγραφίες, σίγουρα μπορούμε να τους κληρονομήσουμε την οργή, τη μνήμη και την αξιοπρέπεια που είναι απαραίτητες για να μην παραδοθούν, να μην ξεπουληθούν και να μην παραιτηθούν». Και το κείμενο καταλήγει, «Αν δεν υπάρχει Αλήθεια ούτε Δικαιοσύνη, να μη λείψει η οργή και η μνήμη».

Το κείμενο διαβάστηκε σε βιβλιοπαρουσίαση που έγινε στις 8-10-2025 στο βιβλιοπωλείο Ακυβέρνητες Πολιτείες. Όλες οι παραπομπές είναι από το Segato, R.L., 2025. Η γραφή στα σώματα των δολοφονημένων γυναικών στη Σιουδάδ Χουάρες. Αθήνα: Πότλατς.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Οι πρυτανικές αρχές του ΑΠΘ έκλεισαν την πόρτα σε καθηγητές-τριες για να μην παρέμβουν στη Σύγκλητο